• Nenhum resultado encontrado

Μεγας Ανατολικος

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "Μεγας Ανατολικος"

Copied!
158
0
0

Texto

(1)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α' TOMOΥ

(Επιλέγεις Κεφάλαιο κάνοντας κλίκ σε αυτό) 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Απόγευµα της 21ης Μαΐου 1867. Περιγραφή του «Μεγάλου Ανατολικού». Τελευταίες προετοιµασίες προτού αναχωρήσει από Λίβερπουλ γιά Νέα Υόρκη. Ερωτικό επεισόδιο στήν προκυµαία ανάµεσα σε άγνωστο ναύτη και στή µικρή Ελληνίδα Ειρήνη. Τό επεισόδιο παρακολουθούν και σχολιάζουν ο Άγγλος ευπατρίδης Άλτζερνον Κλίφφορντ και ο Ρώσσος Σέργιος Ιβάνοβιτς. Αντίδραση τής παιδαγωγού τής Μαρίας. (ΣΕΛ 3) 2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Πρωί της 22ας Μαΐου. Περιγραφή τής αναχωρήσεως τού ΜΑ. Κατάλογος επιβατών. Ερωτικές φαντασιώσεις τής παιδαγωγού Μαρίας. Ερωτική διέγερση τής νεαράς Σουηδής Γκρέτας στό κατάστρωµα. Η συζήτηση Ειρήνης και Μαρίας καταλήγει στόν αυτοερωτισµό τής δεύτερης.(ΣΕΛ 14 3ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια προηγουµένων. Εµφάνιση και περιγραφή και άλλων ταξιδιωτών. Τρείς νέγροι παίζουν ζάρια. Ο Έλλην ποιητής Ανδρέας Σπερχής ονειρεύεται γεµάτος πάθος τήν Αθηναία κόρη Βεατρίκη. Ερωτική σύµπραξη δυό µικρών Λαπωνίδων µε τήν Γκρέτα και τόν πατέρα της. (ΣΕΛ 23) 4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κατάστρωµα ΜΑ, τρεις ώρες µετά τόν απόπλου. Έκφρασις ενδυµάτων ανδρών και γυναικών. Ο ταχυδακτυλουργός Γκρεγκουάρ υπνωτίζει τή νεαρά χορεύτρια Μιµί-λά-Ρόζ και επωφελείται. Η βοηθός του Υβόννη παρακολουθεί τά γενόµενα. (ΣΕΛ 32) 5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια προηγουµένων. Η ηθοποιός Τζέην Μπόσουελ επιδεικνύει τά ερωτικά της θέλγητρα στόν ναύτη Στήβ και στόν µικρό Μπίλλυ. Ερωτική σκηνή ανάµεσα στήν Τζέην και στόν γιγαντιαίο µολοσσό Μπόµπ. (ΣΕΛ 38)

(2)

6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η νεαρά Υβόννη φιλοσοφεί πάνω στό θέµα τού έρωτα και απελευθερώνεται από τίς ενοχές της. Παρακολουθεί από µακριά αλλεπάλληλα ερωτικά επεισόδια ανάµεσα σε ένα ναύτη και µία θεραπαινίδα Ινδή και ανάµεσα στόν ζωγράφο Αιµίλιο Μπερτιέ και τήν Ινδή. (ΣΕΛ 56) 7ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια τών προηγουµένων, προς τό βράδυ. Η Υβόννη γίνεται πάλι µάρτυρας νέας ερωτικής σκηνής ανάµεσα στόν Μπερτιέ και στήν 11ετή πτωχή παιδίσκη Έθελ πού κυκλοφορεί µόνη στό κατάστρωµα. (ΣΕΛ 71) 8ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια τής ιδίας σκηνής ανάµεσα στόν Μπερτιέ και τήν Έθελ. Η Υβόννη εξακολουθεί να παρακολουθεί και να συµµετέχει σωµατικά και ψυχικά. Η Έθελ αφηγείται περασµένα γεγονότα και ακολουθεί τρίτη ερωτική σύµπραξη Μπερτιέ και παιδίσκης. Η Υβόννη λιποθυµά. (ΣΕΛ 86) 9ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Νύκτα στό κατάστρωµα τού ΜΑ. Ο Ανδρέας Σπερχής εξακολουθεί να ονειρεύεται µε πάθος τή Βεατρίκη. Συνάντηση και λαγνουργία µεταξύ τού ποιητού και µιάς µυστηριώδους µελανειµονούσας. (ΣΕΛ 115) 10ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αργά τήν ίδια νύκτα. Η Υβόννη συνέρχεται και παρακολουθεί νέα σκηνή ανάµεσα στόν Μπερτιέ και τήν Έθελ. Η Έθελ αποκαλύπτει τό µυστικό της και συνοδεύει τόν ζωγράφο στήν καµπίνα του. (ΣΕΛ 124) 11ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η αφήγηση επιστρέφει στίς πρώτες εσπερινές ώρες τής ίδιας ηµέρας. Η 14χρονη Φλώσσυ προσποιείται ότι κοιµάται καθ' ην στιγµήν η µητέρα της Γερτρούδη ετοιµάζεται γιά τόν βραδινό χορό στό σαλόνι του ΜΑ. Η Φλώσσυ προβαίνει σε ορισµένες σκέψεις γιά τόν έρωτα και αναπολεί ερωτικά περιστατικά τού παρελθόντος. (ΣΕΛ 135) 12ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέχεια προηγουµένων. Η Φλώσσυ εξακολουθεί να βρίσκεται στό κρεβάτι της και να αναπολεί περασµένες περιπέτειες. Τό παλαιό περιστατικό ανάµεσα στή Φλώσσυ και τόν προσωπογράφο της. (ΣΕΛ. 149)

(3)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1 Όλαι αι προετοιµασίαι είχαν τερµατισθεί και ο γίγας τών θαλασσών ανέµενε τήν ηµέραν τού απόπλου που επρόκειτο να λάβη χωράν εντός τού τελευταίου δεκαηµέρου τού Μαΐου τού 1867 εκ τού λιµένος τού Λίβερπουλ. Το µέγα υπερωκεάνειον σκάφος, τού οποίου η ναυπήγησις µόλις προ ολίγων εβδοµάδων είχε περατωθεί, και τού οποίου αι δοκιµαί έγιναν επιτυχώς προ δεκαπενθηµέρου, ήτο αγκυροβοληµένον εις ανοικτόν τι σηµείον τού λιµένος, διότι αι διαστάσεις του δεν επέτρεπαν τήν είσοδόν του εις τά ντόκς. Κανέν εκ τών εσωτέρων σηµείων τού λιµένος, ακόµη και τό πλέον ευρύχωρον, δεν ήτο δυνατόν να τό δεχθή, και ο θαλάσσιος κολοσσός ανέµενε τήν ώραν τής αναχωρήσεως δια τό παρθενικόν ταξίδιόν του µεγαλοπρεπώς αποµονωµένος από τά λοιπά συνήθη σκάφη, εν τώ µέσω τών οποίων εξεχώριζε, όσον αι κορδιλιέραι τών Άνδεων από τάς αλλάς οροσειράς τής οικουµένης. Ήδη η 21η Μαΐου είχε φθάσει και τήν εποµένην επρόκειτο να λάβη χωράν ο απόπλους. Τό υπερωκεάνειον είχε σηµαιοστολισθεί και αναρίθµητοι λέµβοι, άκατοι και φορτηγίδες µετέφεραν καθ' όλην τήν διάρκειαν τής ηµέρας τά τελευταία εφόδια και τούς τελευταίους επισκέπτας, οίτινες, πλησιάζοντες είτε εκ τής τεραστίας καθέτου πρώρας, είτε εκ τής πελωρίας καµπύλης πρύµνης, απεθαύµαζαν τόν όγκον, τό ύψος και τό ατελεύτητον µήκος τού ποντοπόρου Λεβιάθαν, και εδιάβαζαν κεχηνότες και µε άνω εστραµµένα τά βλέµµατά των, ωσάν να παρετήρουν κορυφήν εγγύς κειµένου κατακόρυφου ορούς, τό επί τών χαλυβδίνων ελασµάτων αναγραφόµενον όνοµα τού πλοίου: « Μέγας Ανατολικός ». Επρόκειτο αληθώς περί απιστεύτου κολοσσού. Τό εκτόπισµά του ήτο άνω τών 25. 000 τόννων. Τό µήκος του υπερέβαινε τούς 690 πόδας, τό πλάτος του τούς 80, τό βάθος του ήτο 58 ποδών, τό δε µέσον βύθισµά του έφθανε τούς 20 πόδας. Και τό µεγαλύτερον εκ τών υπαρχόντων άλλων ανά τήν υφήλιον υπερωκεανείων, θα εφαίνετο νάνος παραβαλλόµενον προς τόν θαλάσσιον αυτόν γίγαντα. Καίτοι η ώρα ήτο προκεχωρηµένη και ο ήλιος δεν απείχε πολύ από τήν δύσιν, ωρισµένοι εργάται και ναύται εχειρίζοντο ακόµη τά βαρούλκα, ενώ άλλοι µετέφεραν επί τών ώµων των δέµατα παντοειδή εις τά καταστρώµατα και τά υποφράγµατα. Ένας νεαρός ανθυποπλοίαρχος µε βραχείαν καπνοσύριγγα εις τό στόµα, ακουµβών επί τής κουπαστής τής γέφυρας, εθώπευε τό ξανθόν υπογένειόν του, ενώ, από καιρού εις καιρόν, εξήρχοντο από τά χείλη του γαλανόφαιαι τολύπαι καπνού αρωµατώδους. Και ενώ ερρέµβαζε ο αξιωµατικός, τό βλέµµα του επλανάτο, οτέ µεν επί τών κλιτύων επί τών οποίων είναι εκτισµένη η µεγάλη πόλις τού Λίβερπουλ, οτέ δε επί τού ήρεµα διερχοµένου προ αυτής πόταµου Μέρσεϋ, ως και επί τών δεξαµενών τού περιφήµου λιµένος, εντός τών οποίων ευρίσκοντο πολλά και ποικίλα πλοία, εκ τών οποίων και τά µεγαλύτερα ακόµη, ήσαν τουλάχιστον δέκα φοράς µικρότερα από τόν « Μέγαν Ανατολικόν », τόν σχεδόν απίστευτον αυτόν τιτάνα. Αι σκέψεις τού νεαρού αξιωµατικού ήσαν προφανώς σκέψεις ηδυπαθείς, διότι, ενώ ερρέµβαζε, η περισκελίς του εξωγκώθη αποτόµως εις τό σηµείον που εκάλυπτε τό πέος του, και ήρχισε να πάλλεται υπό τήν πίεσιν τού ορθωθέντος κάτω από τό ύφασµα γεννητικού οργάνου του. Ο νεαρός αξιωµατικός έθεσε τήν αριστεράν του χείρα εις τόν θύλακα τής περισκελίδος και ψαύων τήν εν στύσει δονουµένην ψωλήν του, εψιθύρισε περιπαθώς τό όνοµα τις οίδε ποίας ποθητής ή αγαπηµένης γυναικός ή κόρης και εξηκολούθησε τόν ρεµβασµόν του.

(4)

Την ιδίαν ώραν, ένα µεγάλο πλήθος συγκεντρωµένον εις τήν προκυµαίαν, εθαύµαζε τό τεράστιον σιδηρούν κήτος. Μεταξύ τών θεατών εν ζεύγος που ωµοίαζε µε ζεύγος νεαρών εραστών, ή µεµνηστευµένων µελλονύµφων, ίστατο και παρετήρει. Πλησίον τού ζεύγους ίστατο και µία παιδαγωγός µε ελληνικήν κατατοµήν, έχουσα εις τό πλευρόν της µίαν χαρίεσσαν ξανθήν έως 13 ετών. Όπισθεν τής µικράς, ένας µεσήλιξ ναυτικός µε µακράς και πυκνάς παραγναθίδας, προσποιούµενος ότι τόν σπρώχνουν οι συνωθούµεναι πέριξ αυτού θεαταί, επίεζε τό εξωγκωµένον πέος του επί τών γλουτών τής κορασίδος. « Πόσες µέρες θα κάνουµε, για να φθάσουµε στην Αµερική, δεσποινίς Μαρία; » ηρώτησε ελληνιστί και µε δροσεράν φωνήν η ανύποπτος κόρη. « Νοµίζω οκτώ ή εννέα » απήντησε εις τήν ιδίαν γλώσσαν η παιδαγωγός. « Γιατί µε ρωτάς, Ειρήνη; » « ∆ιότι αυτό τό βαπόρι είναι τόσο ωραίο που δεν θα ήθελα να φθάσουµε πολύ γρήγορα στη Νέα Υόρκη. » « Μα δεν βιάζεσαι να συνάντησης τόν πατέρα σου, που λείπει τρία χρόνια τώρα στην Αµερική; » « Ω, ναι, δεσποινίς Μαρία, θέλω πολύ να τόν συναντήσω, θέλω πολύ να τόν χαρώ, άλλα θα ήθελα, αν ήτο δυνατόν, να τόν συναντούσα σε αυτό τό ωραίο βαπόρι, για να ταξιδεύαµε µαζύ δύο ή τρείς µήνες » απήντησε η παιδίσκη εν εξάρσει. Ο µεσήλιξ ναυτικός, ατενίζων και αυτός τό µέγα σκάφος και προσποιούµενος ότι τό πλοίον απορροφούσε όλην τήν προσοχήν του, εξηκολούθει να πιέζη τό εν πλήρει στύσει πέος του επί τών γλουτών τής παιδός. Παρ' όλην όµως τήν έντονον προσήλωσιν τού βλέµµατός του επί τού θαλασσίου κολοσσού, τό πρόσωπον και —αν επρόσεχε κανείς— η όλη στάσις του εξέφραζαν εξαιρετικήν λαγνείαν. Τά χείλη του ήσαν ανοικτά, οι οφθαλµοί του έλαµπαν, οι ρώθωνές του επάλλοντο, τά γόνατά του ήσαν ελαφρώς κεκαµµένα, ενώ τό κάτω µέρος τής κοιλίας του και τό άνω µέρος τών µηρών του µετεκινούντο εις σχεδόν αόρατους, ένεκα τού συνωστισµού, άλλα σταθεράς κινήσεις ηδυπαθούς προστριβής, δια τών οποίων περιφέρων και τρίβων τήν ψωλήν του, οτέ µεν επί τής µιας, οτέ δε επί τής άλλης σφαιρικής παρειάς τού νεαρού κώλου, απελάµβανε ο ναυτικός τούς σφριγηλούς γλουτούς τής ξανθής κορασίδος, εις κινήσεις τών οποίων τήν φύσιν και τήν σηµασίαν οι πέριξ ιστάµενοι θεαταί θα ηδύναντο ευκόλως να εννοήσουν, εάν τό µέγα υπερωκεάνειον δεν απετέλει, κατά τήν ώραν εκείνην, ισχυρότατον και ακατανίκητον µαγνήτην, όστις, κυριολεκτικώς, ηχµαλώτιζε τήν προσοχήν και τά εκστατικά βλέµµατα τής ενθουσιώσης κοσµοσυρροής. Ο φιλήδονος ναυτικός ενθαρρυνόµενος από τό γεγονός ότι δεν είχε γίνει αντιληπτός, και αποδίδων τήν έλλειψιν πάσης διαµαρτυρίας εκ µέρους τής κόρης, όχι µόνον εις τήν έξαρσίν της, άλλα και εις τήν πλήρη αθωότητά της, αφού περιήγαγε τήν ψωλήν του επί ολοκλήρου τής ελαστικής επιφανείας τών γλουτών της, ήδη προσεπάθει να τοποθέτηση τόν ογκώδη ερωτικόν σωλήνα του εις τήν µεταξύ τών δύο αρµονικών ηµισφαιρίων τού νεαρού κώλου βαθείαν σχισµήν, ώστε, τρίβων και πιέζων τήν ψωλήν του εκεί, να εκσπερµατίση εντός τής περισκελίδος του, επωφελούµενος τής εξάρσεως και τής αθωότητος τού κορασίου. Ανύποπτος πάντοτε η µικρά Ελληνίς εξηκολούθει να εκφράζη εις τήν παιδαγωγόν τόν θαυµασµόν της δια τό µέγα πλοίον, ζητούσα να µάθη διαφόρους λεπτοµερείας. Η διδασκάλισσα, µε τό βλέµµα προσηλωµένον κατά ονειροπόλον τρόπον εις τό υπερωκεάνειον, καίτοι δεν ήτο εις θέσιν να απάντηση εις όλας τάς ερωτήσεις, έλεγε εις τήν µαθήτριάν της όσα εγνώριζε

(5)

περί τού πλοίου. « Αχ, Θεέ µου ! » επανέλαβε εν τέλει η παίς. « Ας ήτο δυνατόν να διαρκέση τό ταξίδι µας δύο ή τρείς µήνες! » Την ιδίαν στιγµήν, κατά αληθώς περίεργον σύµπτωσιν, η νεαρά µελλόνυµφος, χωρίς να γνωρίζη έστω και µίαν λέξιν τής ελληνικής γλώσσης, και συνεπώς µη έχουσα υπ' όψιν της τι είπε η πλησιέστατα προς αυτήν ισταµένη Ελληνίς, εστράφη προς τόν σύντροφόν της και είπε εις τήν αγγλικήν: « Ω, Χάρρυ! Να ήξευρες πόσο θα ήθελα να µη φθάσωµε γρήγορα στη Νέα Υόρκη! θα είναι τόσο ωραίο τό γαµήλιο ταξίδι µας µε αυτό τό θαυµάσιο καράβι, που θάθελα να διαρκέση τουλάχιστον ένα χρόνο! » « Ω γλυκυτάτη µου ποιητική ψυχή! » ανεφώνησε µε περιπάθειαν ο µνηστήρ της. Η νεαρά Αγγλίς επίεσε απαλά τόν βραχίονα τού συνοδού της και τόν εκοίταξε µε άπειρον τρυφερότητα, µε τά µεγάλα νοσταλγικά της µάτια. Έµπλεως πάθους ο µνηστήρ ήρπασε τήν δεξιάν της και τήν ησπάσθη εις τά δάκτυλα. Ήτο καταφανές ότι οι δύο νέοι ήσαν παραφόρως ερωτευµένοι. Εν τώ µεταξύ, ο λάγνος ναυτικός, βλέπων ότι, τόσον η παιδίσκη, όσον και η παιδαγωγός, ουδόλως είχαν αντιληφθεί τι έκαµνε, προέβη εις νέον τόλµηµα. Προσποιούµενος ότι απωθεί µε τήν αριστεράν παλάµην του κάποιον ιστάµενον προ τής µικράς Ελληνίδος εντός τού πλήθους θεατήν, ώστε να µη συνθλίβεται, δήθεν, ο ίδιος υπέρ τό δέον εις τά νώτα της, ο φιλήδονος άνθρωπος έψαυσε µε τήν ράχιν τής χειρός του τά σφύζοντα µαστίδια τής κορασίδος, χωρίς να φαίνεται ότι έπραττε τούτο επίτηδες. Ταυτοχρόνως, προς µεγίστην χαράν του, επετύγχανε να θέση, επιτέλους, τό προς τά άνω εστραµµένον υπό τήν περισκελίδα πέος του εις τήν σχισµήν τού κώλου τής παιδός, όπου αµέσως ήρχισε να τό πιέζη. Σχεδόν συγχρόνως, η Αγγλίς µελλόνυµφος είπε εις τόν µνηστήρα της: « Ποτέ στη ζωή µου, Χάρρυ, δεν ωνειρεύθηκα για τό ταξίδι µας ένα τόσο ωραίο και τόσο µεγάλο σκάφος! » « Και όµως, αγάπη µου, υπήρχε ήδη όταν έγιναν οι αρραβώνες µας. Η δε ναυπήγησίς του ήρχισε τότε που γνωρισθήκαµε. » « Ναι... Ναι... » εψιθύρισε η νεαρά Αγγλίς. « Υπάρχουν απίστευτες συµπτώσεις, υπάρχουν αφάνταστοι οιωνοί! » Μόλις εξήλθε εκ τών χειλέων τής ερωτευµένης νεανίδος αυτή η φράσις, ηκούσθη µία οξεία φωνή. Η µικρά Ελληνίς, ατενίζουσα πάντοτε τό µέγα πλοίον εξέφραζε τόν θαυµασµόν της. « Κοιτάξτε! Κοιτάξτε, δεσποινίς Μαρία! Κοτζάµ βαπόρι περνά κοντά στην πλώρη τού "Μεγάλου Ανατολικού", και εν τούτοις φαίνεται µπροστά του σαν µικρή βαρκούλα! Είναι κάτι αφάνταστο, κάτι απίστευτο!... Αχ, πότε θα µπαρκάρουµε, δεσποινίς Μαρία;» Πράγµατι, τήν στιγµήν εκείνην, ένα άλλο πλοίον περίπου 1. 000 τόννων, διερχόµενον προ τού σηµαιοστολίστου κολοσσού, έδιδε ζωηρόν ανάγλυφον εις τήν τεραστίαν διαφοράν που εχώριζε τόν χαλύβδινον γίγαντα από όλα τά άλλα σκάφη. Η µικρά Ελληνίς, εν τή εξάρσει της, χοροπηδούσε τώρα επί τόπου, αυξάνουσα τοιουτοτρόπως τήν ηδονήν του πιέζοντος τήν ψωλήν του εις τήν σχισµήν τού κώλου της ναυτικού, όστις, επωφελούµενος πάντοτε τής εξάρσεώς της, ήρπασε έξαφνα τό αριστερόν βυζέττον της και τό έσφιξε δυνατά, ενώ, δια τών σχεδόν αοράτων άλλα ισχυρών ωθήσεών του, έσπρωχνε µε ακόµη

(6)

µεγαλυ-τέραν δύναµιν τήν εκ τών κάτω προς τά άνω κινουµένην, ως νευρόσπαστον, εν τώ ενθουσιασµώ της, ωραίαν παιδίσκην και επίεζε τό ούτως αυνανιζόµενον ογκώδες ερωτικόν του µόριον, µεταξύ τών ανερχοµένων και κατερχοµένων σφριγηλών γλουτών της τόσον ζωηρώς και τόσον αποτελεσµατικώς, που ασφαλώς θα εξετόξευε τό σπέρµα του εντός ολίγου. Όµως η εκσπερµάτωσις δεν έλαβε χωράν, διότι αι τελευταίαι ωθήσεις τού φιληδόνου ανδρός υπήρξαν τόσον ισχυραί, που η µικρά Ελληνίς συνεκρούσθη βιαίως µε τόν προ αυτής ιστάµενον θεατήν, επάνω από τούς ώµους τού οποίου έβλεπε τό µέγα πλοίον. Η ψωλή τού ναυτικού εξετοπίσθη προς στιγµήν από τήν οπισθίαν σχισµήν τής κόρης και εχαλαρώθη η επαφή τής παλλόµενης πούτσης του µε τόν στρογγυλόν της κώλον. Η παίς, νοµίζουσα ότι παν ό,τι συνέβη ωφείλετο εις τά σκιρτήµατά της, εζήτησε συγγνώµην από τόν ιστάµενον προ αυτής θεατήν, έπειτα, στρεφόµενη προς τόν λάγνον ναυτικόν και µειδιώσα επιχαρίτως, εζήτησε και από αυτόν συγγνώµην. Ο ηδονιζόµενος ανήρ δεν έχασε τήν ψυχραιµίαν του, και επωφελούµενος τής αγαθής του τύχης και τού γεγονότος ότι η παιδαγωγός εφαίνετο ρεµβάζουσα και υπεκρίνετο αφηρηµένη εις τάς ερωτήσεις που τής έθετε εκ νέου η µαθήτριά της, ετοποθέτησε άλλην µίαν φοράν τόν εξωγκωµένον πούτσον του µεταξύ τών γλουτών τής κόρης, και, µένων κολληµένος επ' αυτών, ήρχισε να τρίβη και να πιέζη τό γεννητικόν του όργανον εις τήν σφικτήν σχισµήν τών δύο ελαστικών ηµισφαιρίων, αποφεύγων τήν φοράν αυτήν να ψαύση τά τιτθία της, ώστε να µην εφελκύση κανενός τήν προσοχήν. Εις µικράν απόστασιν από τάς δύο Ελληνίδας, και εις απόστασιν κατά τι µεγαλυτέραν από τό ζεύγος τών µελλονύµφων εραστών, ίσταντο δύο άνδρες και συνωµίλουν. Οι άνδρες αυτοί εφαίνοντο να είναι οι µόνοι που είχαν αντιληφθεί τι έκαµνε ο άνθρωπος µε τάς µακράς παραγναθίδας. Ο ένας εξ αυτών ήτο υψηλός και νευρώδης. Ο άλλος ήτο µετρίου αναστήµατος και µάλλον πυκνικός. Κάµνων εν νεύµα δια τής κεφαλής προς τήν µικράν Ελληνίδα, ο πυκνικός έλεγε προς τόν σύντροφόν του γαλλιστί, άλλα µε ισχυράν ρωσσικήν προφοράν: « Καϋµένε Άλτζερνον, είσαι ένας αδιόρθωτος σάτυρος. Κοιτάζεις και αυτήν τήν νέα κοπέλλα, µε τήν ίδια λαγνική λαιµαργία µε τήν οποία κοίταζες προ ολίγου τό όµορφο εκείνο κοριτσάκι. Μα τόν Θεό, δεν διαφέρεις πολύ απ' αυτόν τόν σιχαµένον άνθρωπο, που ακόµη τρίβεται επάνω στη µικρούλα κατά τόν πιο αισχρό και άσεµνο τρόπο. » « Αγαπητέ µου Σέργιε », απήντησε ο υψηλός και νευρώδης άνδρας, προδίδων µε τήν προφοράν του τήν αγγλικήν του καταγωγήν. « Σε ευχαριστώ πολύ που µε ονοµάζεις σάτυρο, τι άλλο καλλίτερο θα µπορούσα να είµαι; Μακάρι να είσουν έτσι και συ. Όσο για αυτόν τόν ναυτικό µε τις µπαρµπέτες, βεβαίως δεν διαφέρω πολύ απ' αυτόν. Κοίτα τον! Κοίτα τον! Βλέπεις πως σπρώχνει τήν µικρούλα; Βλέπεις πως τρίβεται στο κωλαράκι της; Οµολογώ πως τόν ζηλεύω. Είναι αλήθεια πολύ όµορφη η µικρή. Μα τόν Θεό, θα ήθελα να είµαι στη θέσι αυτού τού ανθρώπου... » «Άλτζερνον πρόσεχε. Αν εξακολούθησης έτσι, αυτό που δεν µε άφησες να κάνω προ ολίγου, θα σπεύσω να τό κάνω τώρα... Θα φέρω τήν αστυνοµία να συλλάβη τό αισχρό αυτό υποκείµενο αµέσως. Έτσι, ίσως συναισθανθής και συ τι είναι αυτά που λες » είπε ο Ρώσσος αστειευόµενος µόνον εν µέρει. Ο Άγγλος εγέλασε και αφού έρριψε εν φλογερόν βλέµµα επί τής µικράς Ελληνίδος, είπε εις τόν Ρώσσον φίλον του: « Γιατί, Σέργιε Ιβάνοβιτς, θέλεις να φέρης τήν αστυνοµία; Γιατί; Θα

(7)

αναστάτωσης όλον τόν κόσµο αδίκως, θα γελοιοποιηθής ο ίδιος, και τίποτε δεν θα αλλάξη. Μόνο που θα πάνε µέσα έναν φουκαρά, για δύο ή τρείς µέρες, χωρίς κανένα αποτέλεσµα. Να είσαι βέβαιος, αγαπητέ µου, ότι µόλις βγη αυτός ο άνθρωπος από τό κρατηρήριο, πάλι τά ίδια θα αρχίση. Άφησέ τόν λοιπόν να κάνη τό κέφι του. Άφησε τήν φύσι να κάνη τό έργον της. Είναι απείρως σοφώτερη απ' όλους τούς ανθρώπους. Σε λίγο ο ναυτικός θα χύση και θα ησυχάση αυτοµάτως — ίσως για µιά, ίσως για δύο ώρες. Έπειτα θα ξαναρχίση πάλι, γιατί έτσι τό θέλει, Σέργιε, η φύσις. Ακούς; Είπα η φύσις. ∆ιότι αυτό που κάνει ο ναυτικός στο κοριτσάκι, είναι φυσικό και ηδονικό. Για δες τον... Βλέπεις τήν έκφρασί του; Είναι ολοφάνερο πως λυώνει από τήν γλύκα. Φίλτατε Σέργιε, γιατί θέλεις καλά και σώνει να τόν στείλης µέσα; » « Μα αν σου έλεγα ότι... » « Αν µου έλεγες ότι θέλεις να τόν παν φυλακή, για να πάρης εσύ τήν θέσι του, θα σκεπτόµουν ως έξης: Αντιζηλία είναι, υπάρχει ένας λόγος. Αλλά εσύ, καλέ µου Σέργιε, δεν πας γι' αυτό. Άφησε λοιπόν τόν άνθρωπο ήσυχο, άφησέ τον να τελείωση αυτό που άρχισε. Άφησέ τον να απόλαυση όσο µπορεί περισσότερο τό όµορφο κοριτσάκι. Άλλωστε, δεν είναι µόνο καλός τεχνίτης, είναι και διακριτικός. ∆εν βλέπεις; Η γκουβερνάντα τής µικρής ακόµη δεν πήρε χαµπάρι. Έπειτα, δεν σκέπτεσαι, Σέργιε, και τήν µικρούλα; Μπορεί να τής αρέση αυτό που τής κάνει ο ναυτικός. ∆εν είδες που προ ολίγου τής έπιασε τό βυζί και εκείνη γύρισε και τού χαµογέλασε; Άφησέ την λοιπόν και αυτήν να απόλαυση. Είναι τόσο χαριτωµένη! » « Μα αν είναι αθώα, Άλτζερνον; Εγώ είµαι βέβαιος πως είναι αθώα. » « Αν είναι αθώα, πρέπει, αργά ή γρήγορα, να µυηθή. Καλλίτερα γρήγορα παρά αργά. Αλλά δεν αποκλείεται να µην είναι καθόλου αθώα και να καµώνεται µόνο πως δεν καταλαβαίνει, για να µη διακόψη ο θαυµαστής της αυτό που τής κάνει, και χάσει τήν απόλαυσι και αυτή και εκείνος. Άφησέ τους λοιπόν να χαρούν και οι δύο, και µη µε κάνεις να µετανοιώσω που σου εφανέρωσα τήν όµορφη σκηνή. Μα έχω και κάτι άλλο να σου πω. Εσύ, αγαπητέ µου, καταφέρεσαι από τό πρωί ως τό βράδυ κατά τών οργάνων τής τάξεως και τής αστυνοµίας. Πως θέλεις, λοιπόν, να προκαλέσης τώρα τήν επέµβασί των; Νοµίζεις πως η αστυνοµία µπορεί να τά βάλη µε τήν φύσι; » « Καλέ µου Άλτζερνον, όλο για τήν φύσι µου µιλάς. Για πες µου, σε παρακαλώ, πρέπει να αφήνουµε τήν φύσι να κάνη ό,τι θέλει και όταν ακόµη οδηγή στη µαλακία, (εδώ ο Ρώσσος εχαµήλωσε τήν φωνήν του, δια να ψιθυρίση τήν λέξιν µαλακία, και τήν ύψωσε πάλιν δια να συνεχίση) σαν τούτη εδώ αυτού τού αναίσχυντου ναυτικού, επάνω στο κακόµοιρο τό κοριτσάκι; Σε ερωτώ, πρέπει να αφήνουµε τήν φύσι, να κάνη τά παιδιά και τούς µεγάλους να µαλακίζωνται; » (Εις τό σηµείον τούτο, ο Ρώσος εχαµήλωσε πάλιν τήν φωνήν του, για να προφέρη τάς δύο τελευταίας λέξεις. ) Χωρίς να χαµηλώση ποσώς τήν ιδικήν του φωνήν, ο Άγγλος απήντησε αµέσως: « Μάλιστα, Σέργιε Ιβάνοβιτς. Η µαλακία, δεν είναι, βέβαια, η κυριωτέρα, ούτε η σπουδαιοτέρα έδρα τού τεραστίου αδάµαντος που ονοµάζεται Έρως, είναι όµως, οπωσδήποτε, µιά έδρα του αναπόσπαστη, ένα φαινόµενον ερωτικό ουχί άνευ σηµασίας και χρησιµότητος. Φαντάσου, φίλε µου, τι θα γινόταν, αν τά παιδιά και όχι σπάνια και ωρισµένοι ενηλικιωµένοι άνθρωποι, στερούµενοι για τόν ένα ή τόν άλλο λόγο τής δυνατότητος να ολοκληρώσουν πλήρεις ερωτικάς συµπράξεις µε άλλα άτοµα, οσάκις τό επιθυµούν, φαντάσου, φίλε µου, τι θα γινόταν, αν δεν είχαν τήν διέξοδον τής µαλακίας. Τότε θα τρελλαινόντουσαν,

(8)

τότε θα αρρώσταιναν, και όχι όπως τούς λέγουν, µαζύ µε αυτόν τόν βλάκα τόν Τισσώ, γονείς, παιδαγωγοί, γιατροί και δάσκαλοι, ότι θα τρελλαθούν ή θα αρρωστήσουν, σωµατικώς και ψυχικώς, µαλακιζόµενοι. Από τό 1830 που πρωτοβγήκε η "Πραγµατεία περί Αυνανισµού", τού επιπόλαιου εκείνου ψευδοεπιστήµονος, καθώς και από τήν εποχή που πρωτοτυπώθηκε τού ιδικού µας ηλιθίου Μπέκκερς τό περιβόητον σύγγραµµα "Ονάνια", (το οποίον, άλλωστε, κυρίως ενέπνευσε τόν Τισσώ) ο αυνανισµός θεωρείται περισσότερον παρά ποτέ νόσος φοβερή, πράξις ακατονόµαστη, ενώ είναι απλώς ένα από τά πολλά φαινόµενα τού ερωτισµού τού ανθρώπου. ∆εν ξέρω αν διάβασες, ή αν εµελέτησες τόν Μπέκκερς ή τόν Τισσώ, ή αν είσαι θύµα άλλων αυνανισµοφόβων, πάντως είσαι και συ, αγαπητέ µου Σέργιε, αν τά πιστεύης όλα αυτά, βαθύτατα πεπλανηµένος.» « Μα, φίλε µου, οι περισσότεροι σοφοί τού κόσµου υποστηρίζουν ότι ο αυνανισµός... » « Καλέ µου Σέργιε, οι περισσότεροι σοφοί είναι ηλίθιοι. Άλλωστε η πολυγνωσία, όπως και η πολυπραγµοσύνη, δεν αποτελούν πάντοτε γνώσι αληθινή, ούτε πραγµατική σοφία. Πρόσεξε, φίλε µου, αυτό που θα σου πω. Η µαλακία δεν είναι µόνο µιά έδρα τού καθολικού και πλήρους έρωτος, είναι και µία φάσις, ένα στάδιον στη φυσική εξέλιξί του προς τήν ολοκληρωµένη του µορφή, που βρίσκεται και πραγµατοποιείται στην φυλετεροφιλία. Αν µερικοί άνθρωποι αργούν περισσότερο από άλλους, και µερικοί δεν κατορθώνουν ποτέ να ξεπεράσουν εν µέρει ή εντελώς τόν αυτοερωτισµό, δεν έπεται ότι η µαλακία είναι διαστροφή, ή πράξις κακή, ή αµαρτία. Αγαπητέ µου Σέργιε, η φυσιολογία είναι τελείως ξένη προς τήν ηθική, και τήν φύσι ποτέ δεν τήν κατάλαβαν οι ηθικολόγοι. Και ακόµη κάτι. Εσύ, έστω και σήµερα, όταν χαϊδεύης µιά γυναίκα, έως τήν στιγµή που θα είσδυσης µέσα της, έως τήν στιγµή που θα αρχίσης να τήν γαµάς, κάνοντας τις γαµικές κινήσεις σου µέσα στον κόλπο της, µήπως και συ ο αυνανισµόφοβος, δεν κάνεις κατά έναν τρόπο, χρήσιν αυνανιστική τού έρωτος, όπως όλος ο κόσµος, κατά τήν φάσι τών θωπειών; Θέλεις να σου πω και κάτι άλλο; Μάθε ότι υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, τόσο απορροφηµένοι από τόν εαυτό τους, που και όταν ακόµη εισδύουν ορθοδόξως στο αιδοίον τής γυναίκας, ή, µάλλον, για να τό πω καλλίτερα και πιο εκφραστικά, όταν εισδύουν στο µουνί της, (πρέπει να µάθης, Σέργιε, να λες τήν ωραία λέξι Μ Ο Υ Ν Ι και τό χαρίεν υποκοριστικό ΜΟΥΝΑΚΙ) υπάρχουν άνθρωποι, που και τότε ακόµη, δηλαδή την ώρα που γαµούν, (αγαπητέ µου, πρέπει να µάθης να χρησιµοποιής ελεύθερα και τό "ΓΑΜΩ", τό εξαίσιο αυτό ρήµα), υπάρχουν λέγω, άνθρωποι, που και σε τέτοιες στιγµές ακόµη, ουσιαστικώς δεν γαµούν, µα αυνανίζονται — δηλαδή, ψυχολογικώς, δεν κάνουν τόν έρωτα µε τήν γυναίκα, αλλά µε τόν εαυτό τους. Αχ, Σέργιε, Σέργιε, τι να σου πω! Με όλες σου τις γνώσεις, δεν ξέρεις τίποτε, όχι µόνο από φυσιολογία, µα ούτε από ψυχολογία. » « Άλτζερνον, είσαι ένας πολύ περίεργος άνθρωπος. » είπε µε κάποιαν δυσαρέσκειαν ο Ρώσσος. « Από τήν µία πλευρά, εκθειάζεις τόν ολοκληρωµένον άνθρωπο και τήν νικήτρια ρώµη, αγαπάς τούς θριαµβευτάς και τούς µεγάλους άνδρας, και από τήν άλλη πλευρά, ανέχεσαι, δικαιολογείς και ακόµη υποστηρίζεις, καµώµατα και πράξεις που αποτελούν τήν καταισχύνην τού ανθρώπου.» Ενώ ο Ρώσσος ωµιλούσε ακόµη, ο Άγγλος εκοίταζε τό µέγα υπερωκεάνειον, όπως κοιτάζει κανείς έναν φίλον µε τόν οποίον συνεννοείται απολύτως. Τά µάτια του έλαµπαν πολύ και τό όλον ύφος του έδειχνε έξαρσιν µεγάλην. Έπειτα

(9)

κατευθύνων τό βλέµµα του, οτέ µεν προς τόν ηδονιζόµενον ναυτικόν και τήν µικράν Ελληνίδα, οτέ δε προς τόν Ρώσσον, ο Άγγλος είπε: « Ναι, φίλε µου, διότι για µένα, ο έρωτας µε όλα του τά φαινόµενα, και όχι ως µία έννοια ανεδαφικώς τυποποιηµένη από τήν ηθική, ο έρωτας λοιπόν εν τή πληρότητί του, ο έρωτας ο αληθινός, ο έρωτας ο βιολογικός και πάσα ωστική φορά ή δύναµις είναι εν και τό αυτό — δηλαδή ενέργεια ερωτική και ηδονική τού σώµατος και τής ψυχής, τουτέστιν η πλήρης, ενιαία και αδιαίρετη ουσία, όχι µόνο τού ατόµου, άλλα και τής καθολικής υπάρξεως τού κόσµου. Η ζωή για µένα, Σέργιε, είναι ο Έρως, άλλα ο Έρως πλήρης, µε όλα του τά φαινόµενα αλληλένδετα, συνυφασµένα και συγκρατούντα τήν ολοκληρωτικήν υπόστασιν και µορφήν του. Ενώ εσύ, φίλε µου, βλέπεις µε άγχος τά επιµέρους στοιχεία και ζητήµατα ενός πλήρους και ακεραίου συνόλου, εν ώ επιτυγχάνοµεν ή αποτυγχάνοµεν, αναλόγως µε τόν βαθµόν εις τόν όποιον δεχόµεθα ή δεν δεχόµεθα τό σύνολον τούτο, και τό άγχος σου αυτό, αγαπητέ µου, που δεν διαφέρει καθόλου από τόν φόβο τής κολάσεως τών χριστιανών, σε εµποδίζει, Σέργιε, να δής τόν έρωτα στα µάτια, δηλαδή να δής τήν ζωή εν τή υπερόχω και συµπαγεί, άνευ Καλού ή Κάκου ακεραιότητί της, όταν, εν θριάµβω, µέσα από τούς έρωτας και µέσα από τάς µάχας, εν ηδονή και εν δυνάµει ολοκληρούµεθα. » Ένα ρίγος διέτρεξε τό σώµα τού Ρώσσου συζητητού, επί τώ ακούσµατι τών τελευταίων λέξεων τού Αγγλοσάξονος φίλου του. ∆ια µίαν στιγµήν τού εφάνη ότι, εκεί, δίπλα του, επί τής αναπεπταµένης προκυµαίας, εν τώ µέσω τού βοώντος πλήθους, που απεθαύµαζε τόν « Μέγαν Ανατολικόν », τού εφάνη ότι ίστατο υπό τά ενδύµατα ενός ανδρός τού 19ου αιώνος, ουχί ο Άγγλος φίλος του, αλλά, ως παρουσία ενός θεού ενσαρκωµένου, τού εφάνη ότι ίστατο εκεί, µέσα εις τήν δόξαν τού εκθαµβωτικού εαρινού ηλίου, στιλπνός και παντοδύναµος ο Πάν. Υπό τό κράτος τής ισχυράς του συγκινήσεως, ο Ρώσσος κάτι ήθελε να πή. Όµως παρ' όλην τήν ζωηρότητα τών αισθηµάτων του, ως φαίνεται, δεν είχε ακόµη συντελεσθεί εις τήν ψυχήν του τό πλήρωµα τού χρόνου, και µολονότι είχε σεισθεί ολόκληρος από τά λόγια τού Άγγλου φίλου του, και ησθάνετο επιτακτικήν τήν ανάγκην να εκφράση τά συναισθήµατα που τού εγεννήθησαν από τά λόγια αυτά, ο Ρώσσος έµεινε βωβός, προσπαθών να κάµη χρήσιν, ουχί τού ενθουσιασµού του, αλλά τής πτωχότατης λογικής, εκεί που εχρειάζετο ο παλµός, ο οίστρος τής καταφάσεως, η στύσις. Και ενώ είχε συγκλονισθεί βαθύτατα από τά λόγια τού συντρόφου του, που ως αστραπαί είχαν φωτίσει προς στιγµήν τό σκότος τό βαθύ, όπου επάλαιαν τά ορµέµφυτά του µε τάς επιταγάς και τάς απειλάς τής ηθικής, µε άδηλον τήν έκβασιν τού αγώνος, παρ' όλον ότι ήτο άνθρωπος ειλικρινής και καλής πίστεως αυτός ο Σλαύος, κάτι τόν ωθούσε να αρνηθή ό,τι, εάν τό εδέχετο, θα απετέλει µίαν συνέπειαν, όχι όπως λέγουν λογικήν, µα φυσικήν τής συγκινήσεώς του. Ούτω, ενώ ο Ρώσσος κατά βάθος ήθελε και αυτός να εισδύση, να χύση, να γαµήση, και εκσπερµατίζων να εκτοξευθή ολόκληρος προς τήν άπειρον ηδονήν τού έρωτος, και ενώ, προς στιγµήν, ήνοιξε τό στόµα του, δια να εκβάλη αλαλαγµόν αγαλλιάσεως, εν τέλει, αντί να εκστοµίση τό « γαµώ » τού ιµερικού του πάθους (που άλλοι, επιθυµούντες να κάµουν τό ίδιον, αντί τής λέξεως αυτής λέγουν « Ελελεύ », ή « Σε αγαπώ », ή « ∆όξα εν υψίστοις »), ο Σλαύος αυτός είπε, εν τέλει, όχι « Γαµώ », ή «Θέλω να γαµήσω », αλλά ως µία οικοκυρά περιδεής και πολύ-πολύ γραία, ή, ως κοσµήτωρ αυστηρός παίδων τυραννουµένων, ο Σλαύος αυτός —ο δονηθείς, εν τούτοις, ως εκ σεισµού µόλις προ ολίγου— είπε, όσον τό δυνατόν

(10)

πλέον πεζά, όσον τό δυνατόν πλέον αυχµηρά και δήθεν ψυχραίµως: « Άλτζερνον, πάµε να φύγουµε απ' εδώ. Ο τόπος αυτός δεν είναι κατάλληλος για τέτοιες συζητήσεις. Τά λέµε άλλη ώρα, αύριο, ίσως, στο βαπόρι. Τούτο µόνο θα σου ξαναπώ: είσαι ένας πολύ περίεργος άνθρωπος και άλλο τόσο περίεργες είναι οι θεωρίες σου. » « Τόσο τό καλλίτερο, αγαπητέ µου, » απήντησε ο Άγγλος. « Τόσο τό καλλίτερο και για τούς φίλους µου και δι' εµέ. Έτσι, ούτε σείς, ούτε εγώ θα πάθουµε ποτέ ανία. » « Μήπως θέλεις να πής µε αυτό, ότι εγώ είµαι ανιαρός άνθρωπος, επειδή δεν λέγω εξωφρενικά πράγµατα; » « Όχι, Σέργιε, µη κάνεις τόν κουτό. ∆εν είσαι εσύ ανιαρός. Ανιαρές είναι οι σοσιαλιστικές και κατά βάθος χριστιανικές θεωρίες σου, και όχι εσύ ο ίδιος. Φαντάσου που θα καταντούσε ο κόσµος, αν επικρατούσαν, έστω και για ένα βραχύ µόνο διάστηµα, οι δοξασίες σου! » Οι δύο φίλοι, τών οποίων αι κοσµοθεωρίαι ήσαν εκ διαµέτρου αντίθετοι εµειδίασαν, (το µειδίαµα τού Σεργίου ήτο καταφανώς πλαστόν) και ήλλαξαν θέµα. Εξ όσων έλεγαν τώρα, απερχόµενοι, προέκυπτε ότι και αυτοί επρόκειτο να ταξιδεύσουν µε τό µέγα υπερωκεάνειον τού οποίου η αναχώρησις ωρίσθη δια τήν µεσηµβρίαν τής εποµένης. Ο ήλιος επλησίαζε εις τήν δύσιν και ο κόσµος, ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε να αποχωρή. Εν τούτοις, τό πλήθος ήτο ακόµη αρκετά πυκνόν πέριξ τών δύο Ελληνίδων, ώστε να δύναται ο φιλήδονος ναυτικός να µένη προσκεκολληµένος εις τούς γλουτούς τής κορασίδος, χωρίς να προδίδεται η λαγνοπραξία του εις τούς πολλούς. Μεταξύ τών ευρισκοµένων εισέτι επί τής προκυµαίας, ίστατο και τό ζεύγος τών µελλονύµφων, οίτινες, οτέ µεν αντήλλασσαν µε περιπάθειαν φράσεις τρυφεράς, οτέ δε ητένιζαν σιωπηλοί τό µέγα πλοίον, προς τό όποιον έπλεαν ακόµη, έµφορτοι, πολλαί λέµβοι, άκατοι και φορτηγίδες. Όµως παρ' όλην τήν επί µακρόν χρόνον παραµονήν του εις τήν ηδονικήν του θέσιν, ο άνθρωπος µε τάς µακράς παραγναθίδας, διακοπτόµενος κάθε τόσον από τούς προσερχόµενους ή απερχόµενους θεατάς και από τάς κινήσεις τών πλησίον του ισταµένων, µολονότι απελάµβανε εις µεγάλον βαθµόν τούς προεξέχοντας σφικτούς γλουτούς τής µικράς Ελληνίδος, και µολονότι ήθελε διακαώς να χύση επ' αυτών, δεν ηδυνήθη να εκσπερµατίση. Βλέπων δε ότι, κατά τά τελευταία λεπτά, ο κόσµος ήρχισε να αραιώνη µε ολονέν ταχύτερον ρυθµόν, και φοβούµενος µήπως αναγκασθή και αυτός να αποχώρηση, πριν λάβη χωράν η εκτόξευσις τού ψωλοχύµατός του, ο λάγνος ναυτικός ενέτεινε τήν πρόστριψιν τού εξωγκωµένου πέους του επί τών οπισθίων θέλγητρων τής ξανθής παιδός. Αλλά τήν φοράν αυτήν, αι άσεµνοι κινήσεις του είλκυσαν τήν προσοχήν τής εξελθούσης προ ολίγου εκ τού ρεµβασµού τής παιδαγωγού, ήτις, µόλις διεπίστωσε τι έκαµνε ο ναυτικός, τόν εκεραυνοβόλησε δι' αυστηρότατου βλέµµατος και δρασσοµένη πάραυτα τής µαθητρίας της, τήν έσυρε προς τό άλλον της πλευρόν. Ο λάγνος ανήρ κατησχυµένος και έξαλλος, άλλα µε τήν ψωλήν του ακόµη εν στύσει, ετράπη εις φυγήν, υβρίζων ενδοµύχως τήν διδασκάλισσαν Μαρίαν. Ο ήλιος ήρχισε να βυθίζεται. Ήδη µόνον τό ήµισυ τού εν πορφύρα εξαφανιζοµένου δίσκου ήτο ορατόν. Τήν ιδίαν στιγµήν, ολίγαι ριπαί αρκούντως δροσερού ανέµου υπενθύµισαν εις τούς αναµένοντας εις τήν προκυµαίαν περιέργους, ότι ο µην ήτο Μάιος και ότι η πόλις τού Λίβερπουλ ήτο αρκούντως βορεινή, ώστε, τήν εποχήν αυτήν, να είναι αισθητόν, µετά τήν δύσιν τού ηλίου, τό ψύχος. Οι θεαταί γρήγορα διεσκορπίσθησαν, επιστρέφοντες οίκαδε, ή

(11)

σπεύδοντες αλλού, και η προκυµαία έµεινε σχεδόν έρηµος. Τώρα, εις τό σηµείον εκείνο, ίσταντο ελάχιστοι µόνον άνθρωποι, και, µεταξύ αυτών, τό ζεύγος τών µελλονύµφων και αι δύο Ελληνίδες. Η παιδαγωγός ύψωσε τόν γιακάν τού επενδύτου της. Έπειτα έκυψε οπίσω από τήν ράχιν τής µαθητρίας της, και, προσποιούµενη ότι διευθετεί τό λεπτόν εαρινόν της φόρεµα, εξήτασε µε αγωνιώδη προσοχήν τό ύφασµα δια να εξακριβώση εάν τούτο έφερε ίχνη σπέρµατος εις τά σηµεία που εκάλυπταν τούς γλουτούς. Πεισθείσα ότι τοιαύτα ίχνη δεν υπήρχαν, η διδασκάλισσα έρριψε επί τών ώµων τής παιδός τό επανωφόριόν της, που τό εκράτει µέχρι τής στιγµής εκείνης εις τάς ιδικάς της χείρας, και, εγειροµένη, είπε µε ύφος προδίδον µεγάλην ταραχήν: « Ειρήνη, είναι αργά και κάνει ψύχρα. Πρέπει να επιστρέψουµε γρήγορα στο ξενοδοχείο. Όµως, πριν φύγουµε, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Τόση ώρα που στεκόµαστε εδώ, δεν κατάλαβες ότι σε έσπρωχνε αυτός ο άνδρας από πίσω; » « Πώς, τό κατάλαβα » απήντησε µε δροσεράν αφέλειαν η κορασίς. Η παιδαγωγός κατέστη πελιδνή και µε αύξουσαν ταραχήν ηρώτησε: « Και γιατί δεν διαµαρτυρήθηκες; Γιατί δεν µου είπες τίποτε; » «Γιατί να διαµαρτυρηθώ; Ήτο µεγάλος ο συνωστισµός και όλοι σπρωχνόµαστε.» « Μα δεν σου έκανε τίποτε εντύπωσι; » « Όχι... Μόνο που µου φάνηκε ότι αυτός που στεκόταν πίσω µου είχε κάτι πολύ µεγάλο και σκληρό στην τζέπη του, µπροστά...» « Και τι νοµίζεις πως είχε στην τζέπη του; » Με τήν ιδίαν πάντοτε αφέλειαν η αθώα παιδίσκη είπε: « Θα έλεγα ότι είχε εκεί µέσα, κάτι µακρύ, χοντρό και στρογγυλό, που ακουµπούσε µε δύναµι επάνω µου. Κάτι σαν ένα µεγάλο αγγούρι, ή ένα γουδοχέρι, ή ένα στειλιάρι από σφυρί... Μα γιατί σας ενδιαφέρει τόσο πολύ, δεσποινίς Μαρία; » Η παιδαγωγός εδάγκασε τά χείλη της και επί τινα δευτερόλεπτα έµεινε σιωπηλή. Η αµηχανία της ήτο µεγάλη. Τέλος η διδασκάλισσα ελευθέρωσε τά χείλη της και είπε: « Μα δεν θυµάσαι που σου είπα πολλές φορές να µην αφήνης κανέναν άνδρα να σε εγγίζη; Άλλη φορά, να προσέχης πιο πολύ... Ακόµη και στους συνωστισµούς... Μου τό υπόσχεσαι; » « Ναι, τό υπόσχοµαι, » απήντησε η κορασίς µε έκφρασιν απορίας εις τό πρόσωπον της. Έπειτα έχουσα υπ' όψιν της ότι επρόκειτο να εγκαταλείψουν τήν προκυµαίαν, εστράφη βιαστικά να ιδή άλλην µίαν φοράν τό µέγα υπερωκεάνειον και ήρχισε να µετρά τούς ιστούς και τάς καπνοδόχους του. « Ένα... δύο... τρία... πέντε φουγάρα!... Ένα... δύο... τέσσερα... έξη κατάρτια!... Ω, τι µεγάλο που είναι! ... ∆εσποινίς Μαρία, πόσους επιβάτες λέτε να σήκω... » Η µικρά Ελληνίς δεν επρόλαβε να συµπλήρωση τήν ερώτησίν της. Τήν στιγµήν εκείνην, τό βλέµµα της συνέλαβε τούς δύο µελλονύµφους, οίτινες, επωφελούµενοι τού γεγονότος ότι κατά τά διαρρεύσαντα λεπτά, εκτός τών δύο Ελληνίδων, άπαντες οι άλλοι θεαταί είχαν αποχωρήσει από τό σηµείον αυτό τής προκυµαίας, ενηγκαλίσθησαν και ήνωσαν τά χείλη τών εις φίληµα περιπαθές µεγάλης διαρκείας. «∆εσποινίς Μαρία! » ανεφώνησεν εν τέλει τό κοράσιον. « Για δέστε αυτούς τούς δύο που φιλιούνται... Γιατί βαστάει τόση ώρα τό φιλί τους; » Η παιδαγωγός όµως δεν απήντησε. Εφαίνετο τώρα περίλυπος και λαµβάνουσα εκ τής χειρός τήν ξανθήν παίδα, εγκατέλειψε τήν προκυµαίαν, ενώ ο µνηστήρ

(12)

ησπάζετο ακόµη τήν νεαράν Αγγλίδα εις τό στόµα. Περί τά εκατό µέτρα πάρα κάτω, ενώ αι δύο Ελληνίδες διήρχοντο µεταξύ δύο σειρών από µεγάλα βαρέλλια, πλησίον εις εν εξ αυτών, η παιδαγωγός διέκρινε τόν ναυτικόν, που προ ολίγου ετρίβετο εις τούς γλουτούς τής µαθητρίας της. Τό µέρος εκείνο ήτο τελείως έρηµον. Ο ναυτικός, ιστάµενος προ τού βαρελλίου, προσεποιείτο ότι ουρούσε, αλλά η παιδαγωγός αµέσως παρετήρησε ότι δεν επρόκειτο περί ουρήσεως, αλλά περί άλλου τινός. Ο φιλήδονος άνδρας εκίνει γοργά τήν δεξιάν του χείρα επί τού πέους του και ηυνανίζετο. Όταν αντελήφθη ότι κάποιος επλησίαζε, έκαµε εν πλάγιον βήµα για να κρυφθή οπίσω απ' τά βαρέλλια, αλλά µόλις ανεγνώρισε τάς δύο Ελληνίδας, όχι µόνον δεν εκρύφθη, άλλα στρεφόµενος προς αυτάς, επέδειξε τόν ογκώδη πούτσον του και εξηκο-λούθησε τόν αυνανισµόν απροκαλύπτως. Η παιδαγωγός έγινε κάτωχρος και επετάχυνε τό βήµα. Αλλά η παιδίσκη είχε ήδη διακρίνει τόν αυνανιζόµενον άνδρα και εκοίταζε τήν τεραστίαν ψωλήν του, τούς ταλαντευοµένους από κάτω βαρείς όρχεις, καθώς και τήν ζωηράν χειρονοµίαν που έκαµνε επί τού ερωτικού οργάνου του ο λάγνος ναυτικός, τρίβων αυτό σταθερώς, και καλύπτων και αποκαλύπτων συνεχώς τήν οµοιάζουσαν µε µεγάλην προύµνην χονδρήν και σφύζουσαν ερυθράν κεφαλήν του, και η µικρά Ελληνίς, µε τά µάτια της υπερµέτρως ανοικτά, µε τό βλέµµα της καρφωµένον επί τής σπαργώσης πούτσης και τής ταχέως κινούµενης επ' αυτής χειρός, ηρώτησε έκθαµβος τήν παιδαγωγόν της: «∆εσποινίς Μαρία, τι κάνει εκεί αυτός ο άνθρωπος; » και αίφνης, αναγνωρίζουσα τόν ναυτικόν τής προκυµαίας, ανεφώνησε: «Καλέ είναι αυτός που µε έσπρωχνε στην παραλία!... Αχ, τι είναι αυτό τό πελώριο πράµα που έχει εµπρός του; Αχ, πήτε µου, τι τού κάνει; Γιατί τό τρίβει έτσι; τι έχει µέσα τό σακκούλι που χοροπηδάει από κάτω; » « Ειρήνη, µη τόν κοιτάς » είπε µε τόνον επιτακτικόν η διδασκάλισσα και πλησιάζουσα ολονέν µε τήν ξανθήν κορασίδα, έφθασε προ τού µαλακιζοµένου ανδρός, κοιτάζουσα αδιαλείπτως και ωσάν µαγνητισµένη τό ογκώδες πέος του και τήν ενεργουµένην επ' αυτού ηδονικήν τρίψιν, χωρίς να απαντά εις τάς ερωτήσεις τής µαθητρίας της. Καυλοπυρέσσων και µε τό βλέµµα του προσηλωµένον εις τήν χαρίεσσαν παίδα, ο ναυτικός έκαµνε τώρα µε διάπυρον περιπάθειαν: « Ωωχ!... Ωωχ!... » και « Ααχ!... Ααχ!... » έχων έκφρασιν απεριγράπτου λαγνείας εις τό πρόσωπόν του, µόλις δε έφθασε προ αυτού η µικρά κόρη µε τήν συνοδόν της, επετάχυνε τόν ρυθµόν τού αυνανισµού, ωσάν να ήθελε να επισπεύση τήν άντλησιν τού ψωλοχύµατός του, ώστε να χύση προτού αποµακρυνθούν πολύ αι δύο Ελληνίδες. « Αχ, µα τι κάνει αυτός ο άνδρας; τι είναι αυτό τό πελώριο πράµα µε τό κόκκινο κεφάλι; Γιατί τό τρίβει έτσι; Γιατί κουνάει τό χέρι του, επάνω του, µπρός-πίσω; τι έχει µέσα η σακκούλα που κρέµεται από κάτω; Αχ, µα γιατί βογγάει έτσι; » ηρώτησε εκ νέου η κατάπληκτος παιδίσκη, κοιτάζουσα µε φλογεράν περιέρ-γειαν τόν τρίβοντα τόν ερωτικόν σωλήνα του ναυτικόν. Η διδασκάλισσα όµως, και τήν φοράν αυτήν, δεν ικανοποίησε τήν περιέργειαν τής µαθητρίας της. « Μη τόν κοιτάς. Μη τόν κοιτάς » είπε πάλιν επιτακτικώς, και σύρουσα δια τής χειρός τήν τείνουσαν να επιβραδύνη τό βήµα της κορασίδα, επροχώρησε και εντός ολίγου άφησε οπίσω τόν αυνανιζόµενον άνδρα. Η καρδία τής παιδαγωγού επάλλετο δυνατά. Η έκφρασις τού προσώπου της επρόδιδε διέγερσιν µεγάλην, αλλά συγχρόνως και ταραχήν αγχώδη. Μόλις

(13)

επέρασαν, η παίς, παρά τήν απαγόρευσιν εστράφη και εκοίταξε πάλιν τόν µαλακιζόµενον ναυτικόν. « Ειρήνη, σου είπα, µη τόν κοιτάς » επανέλαβε ακόµη πλέον επιτακτικώς η διδασκάλισσα και εξηκολούθησε τόν δρόµον της. Μολονότι ο αυστηρός τόνος τής παιδαγωγού και τό αγχώδες ύφος της ηύξησαν τήν περιέργειαν τής µικράς κόρης, η Ειρήνη τήν φοράν ταύτην υπήκουσε. Όµως η παιδαγωγός, ωθούµενη από εσωτερικήν παρώθησιν βαθείαν, και µη δυναµένη να αντισταθή εις τόν πειρασµόν, τοσούτω µάλλον που ησθάνετο ότι, από στιγµής εις στιγµήν, επρόκειτο να εκσπερµατίση ο ναυτικός, παρ' όλον ότι δεν επέτρεψε εις τήν µαθήτριάν της να ιδή τό ωραίον και συγκλονιστικόν τούτο θέαµα, παρ' όλον ότι ηγωνίζετο απεγνωσµένως η ιδία να επιβληθή εις τόν εαυτόν της, δια να µη πράξη και εκείνη ό,τι είχε κάµει και η κορασίς, έστρεψε τήν κεφαλήν της και εκοίταξε τόν αυνανιστήν, τήν στιγµήν ακριβώς που ανέβλυζε από τό πέος του µε ορµήν τό σπέρµα. Με τόν νουν της φλεγόµενον και µε άγριον παλµόν καρδίας, η διδασκάλισσα Μαρία συνέχισε τόν δρόµον της µε τήν Ειρήνην. Αφού επροχώρησε ολίγα βήµατα, έστρεψε πάλιν τήν κεφαλήν της και εκοίταξε άλλην µίαν φοράν τόν αυνανιστήν. Ο λάγνος ναυτικός είχε τελειώσει και εκούµβωνε τό παντελόνι του. Η πόλις τού Λίβερπουλ και ο λιµήν της, µετά τόν µόχθον και τήν τύρβην τής ηµέρας, ητοιµάζοντο να απολαύσουν τήν ανάπαυσιν. Απέναντι, εις τό µέσον τού πόταµου Μέρσεϋ, ο « Μέγας Ανατολικός », επί τού οποίου ήρχισαν, εδώ και εκεί, να λάµπουν φώτα, ωµοίαζε τώρα εις τό λυκόφως, µε κολοσσιαίον µεγαθήριον τού Τεταρτογενούς, αφαντάστως ογκώδες και επιβλητικόν, αλλά ουδόλως στερούµενον χάριτος, µιας χάριτος γοητευτικής, µιάς χάριτος παραδόξου. —

(14)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2 Περί τήν δεκάτην πρωινήν τής εποµένης, οι επιβάται ήρχισαν να καταφθάνουν. Εις σειράς ατελευτήτους, που ωµοίαζαν µακρόθεν µε αναρριχωµένας επί δένδρων κάµπας, αναρίθµητοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ανήρχοντο διά τών υψηλών κλιµάκων επί τού υπερωκεανείου. Τά βαρούλκα ανεβίβαζαν εν σπουδή τάς αποσκευάς. Φίλοι και συγγενείς τών επιβιβαζοµένων έσειαν εντός λέµβων τά µανδήλιά των ευχόµενοι καλόν ταξίδιον εις τούς αναχωρούντας. Φωναί εγέµιζαν τόν αέρα. Οι πέπλοι τών ταξιδιωτισσών και τά µαλλιά τών λυσικόµων κορασίων εκυµάτιζαν εις εκάστην πνοήν τού ανέµου ενώ, εις τήν ακραίαν κεραίαν τού πρυµναίου ιστού, εκυµάτιζε υψηλά η κυανή και ερυθρά σηµαία τού εµπορικού στόλου τής Μεγάλης Βρεταννίας. Περί τήν δεκάτην και ηµίσειαν, έφθασε ο δήµαρχος τής πόλεως, τό δηµοτικόν συµβούλιον, αι λιµενικαί αρχαί, αντιπρόσωποι τού εµπορικού επιµελητηρίου, µερικά επιφανή µέλη τών µεγάλων βιοµηχανικών οργανισµών, πολλοί δηµοσιογράφοι και τρείς βουλευταί τής περιφερείας. Ολίγον αργότερον έφθασε ο αντιπρόσωπος τής Βασιλίσσης, µε τούς ναυπηγούς και τούς διευθυντάς, καθώς και οι κυριώτεροι µέτοχοι τής εταιρείας εις ην άνηκε τό µέγα πλοίον. Εις τάς ένδεκα, επί τού αχανούς πρωραίου καταστρώµατος, ετελέσθη αγιασµός, παρουσία όλων τών επισήµων, πολλών επιβατών, τών αξιωµατικών και σχεδόν ολοκλήρου τού πληρώµατος, υπό τού αρχιεπισκόπου τής µεγίστης πόλεως τού Λανκασάϊρ, ήτις ήτο συγχρόνως και ο πρώτος λιµήν τού Ηνωµένου Βασιλείου διά πάσαν υπερατλαντικήν συναλλαγήν και εµπορίαν. Μετά ταύτα εξεφωνήθησαν τρείς σύντοµοι λόγοι, προσεφέρθησαν αναψυκτικά και ταχυδροµικά δελτάρια φέροντα τήν εικόνα τού « Μεγάλου Ανατολικού », ηκούσθησαν, έπειτα, άπειρα χειροκροτήµατα και ζωηραί επευφηµίαι και, τέλος, εις τάς δώδεκα ακριβώς, οι επίσηµοι, αφού απεχαιρέτησαν τόν γηραιόν, άλλα θαλερόν κυβερνήτην τού υπερωκεανείου Τζάκ Άντερσον, εγκατέλειψαν τό σκάφος. Οι δύο γιγαντιαίοι τροχοί εις τά πλευρά τού νεότευκτου κολοσσού και η τεραστία έλιξ εις τήν πρύµνην ήρχισαν να περιστρέφονται βραδέως, και ο « Μέγας Ανατολικός », εν µέσω αφρόεντος παφλασµού, ήρχισε, ευθύς µετά τήν ανέλκυσιν τών αγκυρών του, να κινείται πρόσω ήρεµα, κατευθυνόµενος προς τήν έξοδον τού λιµένος, εντός πανδαιµονίου πανηγυρικών συριγµών όλων τών ελλιµενισµένων ατµοπλοίων, οδηγούµενος από δύο προπορευοµένας πλοηγίδας και επευφηµούµενος από τά παραληρούντα εις τά κρηπιδώµατα και τάς προκυµαίας πυκνότατα πλήθη. Κατερχόµενον µε κατά τι ηυξηµένην ταχύτητα τόν Μέρσεϋ, τό µέγα υπερωκεάνειον επλησίαζε ολονέν εις τάς εκβολάς τού πόταµου και µετ' ολίγον εισήρχετο εις τήν θάλασσαν. Εις τό σηµείον τούτο, τά δύο πλοηγικά πλοιάρια απεχαιρέτησαν τόν κολοσσόν, και ο « Μέγας Ανατολικός », προωθούµενος από τούς δύο τεραστίους τροχούς και τήν ισχυράν του έλικα, ανέπτυξε όλην του τήν ταχύτητα και ελεύθερος πλέον, ήρχισε τό παρθενικόν ταξίδιόν του και τήν ιστορικήν πορείαν του, προς τήν πέραν τού Ατλαντικού ήπειρον, κοµίζων εις τόν Νέον Κόσµον τόν χαιρετισµόν τής ανθηροτάτης πάντοτε γηραιάς Ευρώπης. Η ηµέρα ήτο ωραία. Ο ήλιος έλαµπε, ο ουρανός ήτο ανέφελος και µία αύρα ελαφρά εθώπευε τό πελώριον σκάφος και εδρόσιζε τά πρόσωπα και τά σώµατα τών αναριθµήτων επιβατών. Εις τάς λεύκας ως κιµωλία ακτάς τής νοτιοδυτικής Αγγλίας, η θάλασσα προσέθετε τήν διηνεκώς ανανεουµένην δαντέλλαν τού αφρού της. Υψηλότερα, εις τούς κυµατιστούς λειµώνας, όπου

Referências

Documentos relacionados

Μια από τις τομές των διεθνών προτύπων είναι η εισαγωγή της εύλογης αξίας fair value, όπου αυτή ορίζεται ως το ποσό με το οποίο ένα στοιχείο του ενεργητικού θα μπορούσε να ανταλλαγεί ή

Όπως σε όλες τις εταιρείες έτσι και σε μια ναυτιλιακή εταιρεία παίζει σημαντικό ρόλο να γνωρίζει την απήχηση που έχει στον κόσμο, καθώς και όσα δημοσιεύονται για αυτή αν είναι θετικά ή