• Nenhum resultado encontrado

B. 1. Η Παράδοση του Άνθους των χαρίτων

5. Μεταβολή στην αρχή της λέξης

b>p:

Περνάρδοσ (GV <Bernardo), παρπιέρη/παρπιέρον (Ε)·

g ή ç(=z)>γ:

Γερµίνοσ/Γερµάνοσ (GVAE <Germino), Γιοβενάλεσ/Γιουβενάλεσ (Α

<Çiovenal), Γουαλφερέδοσ GA <Galfredo).

d>δ:

δεκρέτον (GAV <decreto), ∆ελφίνοσ (GVAE <Delfino), δεµέστιχοσ (G

<domestico, δοµέστιχοσ Α), δεσπεραροσύνη (GVA <disperazione), διαφεντεύω/διαφέντεψη (GVA <defendere

),

εδεσπεραρίστη (GΑ)·

k>γ:

γυψέλι (GV· γυψέλιν Α· γυψελίου Ε)·

n>γn:

γνέφω (G)·

p>b:

µπαίδευσην (G· µετά απο ν), µπέσει (G· µετά από ν), µπράγµα(ν)/µπράµα (GVΑ)·

t>θ:

θρέφεισ, θρέφουν, θροφήν (GVA και τροφήν).

6. Ανάπτυξη στην αρχή της λέξης

του γ-:

γνέφω (G <νεύω), Γαρδίγοσ (Ε· <Argido)·

του ν-:

νίστια (V <ιστία).

7. Ανάπτυξη τελικού συµφώνου

του -ς:

διότισ (V), ετότεσ (G), πάντοτεσ (Ι), τίποτεσ (GVΑΙ και τίποτε), τίποτασ (GI)/τίποτισ (G και τίποτα/τίποτι), τότεσ (Α)·

του -ν: Ουσιαστικά: αρσενικά, γεν. εν.:

γειτόνουν (G· πριν από του, ίσως γειτόνουiν του;), ψεύτην (V· πριν από την, ίσως όµως διττογραφία)·

πρβ. και τη µεταβολή στην κατάληξη της ον. εν.

: άµµον (G), άνδραν (Α), φαραών (G), φίλον (VΑ)·

θηλυκά, ον. εν.:

αγάπην (G), αλήθειαν (Α), διαφωνίαν (GV), ειρήνην (Α), ζηλείαν (GΑ), εκδίκησην (Α), καλοθέλησην (G), κληρονοµίαν (Α), όρεξην (GA), συγκερνότηταν (Α), χάρην (GVA), χαροποιότηταν (G), υποµονήν (G),

υποταγήν (V), τιµήν (V)·

αιτιατ.:

αλουπούν (G), µαhµούν (G· µαµούν (Α), ρίναν (Ε και ρίνα)·

ουδέτερα, ον. και αιτ. εν.:

’µάρτηµαν (G), ανακάτωµαν (GVA), γέλασµαν (Α), ελάττωµαν (GA), θέληµαν (GΑ), κόµπωµαν (VΑ), όνοµαν (G), παρακάθισµαν (V), πράγµαν/πράµαν (G), σήκωµαν (Α), στόµαν (GA), φόρτωµαν (GVΑ), χάρισµαν (Α), γράµµαν (Ε).

Επίθετα: θηλυκά, ον. εν.:

διαφορότερην (G),

ον. αιτ. ουδ.:

βαρύν (Α), γλυκύν (Α).

Αντωνυµίες:

εµέναν (GΑ), εσέναν (GV), κάτιναν (Α)·

ον. και αιτ. ουδ.:

το κάθεν (G), ουδεκανέναν (Α),εκείνον (Α).

Αριθµητικά, αιτ. ουδ.:

έναν (GΑ).

Ρήµατα: Ενεστώτας, οριστ. γ΄προσ::

αναγιγνώσκειν (G), αποθάνειν (Α), αποµένειν (G), εβλέπειν (G), ευτυχείν (Α), λείπειν (G), ολπίζειν (Α), προβλέπειν (G), συχύζειν (G), χορταίνειν (Α)·

υποτ., γ΄προσ.:

να έχειν (Α), να µεταγνώθειν (Α), να προσέχειν (G)·

προστ., γ΄προσ.:

σώνειν (G), πρβ. και το πιθανό β΄ προσ. ήκουεν του χφ G (διόρθ.· χφ ήκουαν).

Παρατατικός, β΄προσ.:

εφοβάσουν (GV), εφοβείσον (Α)·

γ΄προσ.:

απεκρίνατον (Α), εγένετον (G), εγίνετον (GVΑ), εδύνετον (GV· εδύνατον A), εκάθετον (GVΑ και εκάθητον V), επολέµαν (G),επαιδεύετον (V), ετόρµαν (G), εφοβείτον (G), εφαίνετον (VΑ), ήστον (Α), ήτον (GΑ) κτλ., βλ. και 8.3.2.

Αόριστος, οριστ., γ΄προσ

.: αναπαύθην (G), απεκρίθην (G), αποκρίθην (GV), απελογήθην (V), εβουλήθην (G), εγγαστρώθην (G), εδιέβην (GVΑ), εθαυµαστώθην (Α), εθυµήθην (G), έµαθεν (G), εξέβην (V), εσέβην (V), εσηκώθην (G), εχάθην (V)·

υποτ., γ΄προσ.:

να εξεβείν (G), να έχειν (A), να ιδείν (Α), να οµοιάσειν (Α)·

Μετοχή, ον. εν.:

απογνωσµένην (G), πετώνταν (G)·

Επιρρήµατα:

αραιάν (G), ατάµαν (G), εντάµαν (G), βέβαιαν (G)·

Σύνδεσµοι:

αφούν (G).

ΙΙ. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

1. Τονισµός

Περιπτώσεις καταβιβασµού και σπανιότερα αναβιβασµού του τόνου στην

ονοµαστική και τις πλάγιες πτώσεις ονοµάτων και επιρρηµάτων παρατηρήθηκαν

κυρίως στο χειρόγραφο G.

2

Αρκετές είναι και οι περιπτώσεις καταβιβασµού του τόνου στα ρήµατα.

1.1. Ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυµίες:

Καταβιβασµός στην ονοµαστική:

αγγέλοι (;) (G· χφ ἄγγέλοι), αστενείεσ (G), δεκάρχοι (Α), εκατοντάρχοι (Α), ευγενεία (VΑ), µελίσσα/µελίσσεσ (Α), πολεµάρχοι (Α), χαλάζα (G), χαρίτεσ (GΑ), χιλιάρχοι (Α), χιλίεσ (Α)

και τα µη αποδεκτά:

καλοκαιρίν (G), λιβαδίν (G), παιγνιδίν (G), σφοκαρίν (G), µελίν (Α)·

Αναβιβασµός στην ονοµαστική

: γυναίκεια (GVA)

,

δούλειαν/δούλειεσ (G), σύστατοσ (Α· συστατόσ G)·

Καταβιβασµός στις πλάγιες πτώσεις:

αλώνεσ (Α), βοτανών (ΑΕ), γειτόνου (GΑ και γειτόνουν G), δεκατεσσάρουσ (VΑ), δεντρού (G), εκεινό (G), εκεινού (GV), εκεινών (G), εκεινούσ (G), ελαττωµάτου/ελαττωµατού (GΑ), καβαλαρίουσ (G· καβαλαρέουσ A), καλογέρων (G), καλογέρουσ (G), µελίσσασ (Α), παντών (G), Ρωµανούσ (G), τριακοσίουσ (GVAE), χωρι<α>τικήν (Α)· πρβ.

και τα µάλλον απίθανα δουλευσήν, δρακόν, ελαττώµαν, καλαντράν, Ρωµήσ, τροπόν (G).3

Αναβιβασµός στις πλάγιες πτώσεις:

βότανων (G), βέλουδα (G), έξοδου (G), πύραν (Α)·

πρβ. και τον καταβιβασµό και σπανιότερα αναβιβασµό του τόνου στα κύρια ονόµατα µε ξένη προέλευση: Αλτιµούν (Ε <Altimon), Αραξών (Α <Asaron), Αρδίτοσ (Α <Argido)/Γαρδίγοσ (Ε), Βερνίκοσ (VA <Bernico), Γερµίνοσ/Γερµάνοσ (GVAE <Germino), Πρισιανόσ (GVE αλλά και ωσ ασυνίζητο Πρισίανοσ VA), Σένεκασ/Σένακασ (GVAE) και τον αναβιβασµό και σπανιότερα καταβιβασµό του τόνου σε ελληνικά ονόµατα: ’Πολύτησ (GVA <Ιππόλυτοσ), Καλλιµούρχοσ (GVAE<Καλλίµαχοσ), Ιασούσ (GVAE <Ιάσων),

βλ. και Πίνακα κυρίων ονοµάτων.

2 Οι διπλοτονισµοί και οι πολλαπλοί τονισµοί σε όλες σχεδόν τις λέξεις του χφ G έχουν σχολιασθεί και σε άλλο σηµείο της εισαγωγής αυτής. Στο κεφάλαιο αυτό σηµειώνονται οι παρατονισµοί σε όλες τις λέξεις που φέρουν µόνο ένα τονικό σηµάδι και πολλές από αυτές επαναλαµβάνονται περισσότερες φορές από µία (π.χ. δουλευσήν (3 φορές), δούλειες (2 φορές), τροπόν (4 φορές), χαρήν (25 φορές) κ.α.), µε σκοπό να επισηµανθούν οι τονικές ιδιαιτερότητες του χειρογράφου, πολλές από τις οποίες παρατηρούνται και σε άλλα δηµώδη κείµενα (βλ. Βουστρ., Εισαγωγή, σσ. 149-152). Ελάχιστες από τις παραπάνω ιδιοµορφίες είναι αποδεκτές, γι' αυτό το λόγο και δεν διατηρήθηκαν στην έκδοση.

Παρόµοια φαινόµενα έχουν αποδοθεί σε αυθαιρεσίες των γραφέων, στο φαινόµενο της εσωτερικής υπαγόρευσης ή σε ύπαρξη προτύπου µε άτονες λέξεις ή γραµµένου στο λατινικό αλφάβητο (Βουστρ., ό.π.). Οµαλότερα και συνηθέστερα φαινόµενα καταβιβασµού του τόνου απαντούν στο χειρόγραφο Α.

Ακόµη λιγότερα φαινόµενα εξαιτίας της εξοµάλυνσης από την παρέµβαση του επιµελητή παρατηρήθηκαν στην έκδοση V. Το χειρόγραφο Ε ακολουθεί σε όλες τις περιπτώσεις λόγιο καταβιβασµό του τόνου. Εξαίρεση αποτελεί µόνο η γενική βοτανών όπου παραβιάζονται οι κανόνες τονισµού (εκτός και αν υφίσταται επίδραση του θηλυκού βοτάνη).

3 Παρόλο που το χφ G παρουσιάζει πολλαπλούς τονισµούς και µεγάλο τονικό σάλο, οι λέξεις αυτές έχουν µόνο ένα τόνο.

1.2. Ρήµατα: οριστική και υποτακτική

: ακούεν (G), ακούσαν (G), αφήκε (GA), εγκαλέσαν (G), εθαρρεύσαν (G), εθαυµαχήσαν (G), εκάµεν (G), εκάµναν (V), εκαταπιαστήκαν (Α), επίασεν/επίασαν (VA), επέσεν (G), εποίκεν/εποίκαν (GVA), εσφάζε (Α), ετροµάξεν (G), ηκούεν (G), ηµαρτεύαν (G) ηθέλαν (G), ηθελήσαν (G),4 πρβ. και ηµπόρει (=ηµπορεί, G)·

προστακτική:

εβλέπε (G), εξοδίαζε (V· εξόδιαζε G

).

1.3. Επιρρήµατα:

αραία (G), εµπρόστεν (G), τοτέσ (G).

2. Συνίζηση-ασυνίζητα

Σε όλα τα χειρόγραφα παρατηρήθηκαν αρκετοί αποδεκτοί ασυνίζητοι τύποι σε ουσιαστικά και επίθετα. Η υπεροχή των ασυνίζητων τύπων στην έκδοση V (µε εξαίρεση τα επίθετα γυναίκεια και καθάριον) είναι δυνατό να απεικονίζει τις τονικές προτιµήσεις του επιµελητή της έκδοσης

.5

ακριβεία (GVΑΕ και ακρίβειαν V), αµαξίου (GVΑ), αποκοτία (GVA), αρεσία(ν) (GVΑ), αρνίου (VΑ· αρινίου G), ασχηµίαν (Α· ασκηµία G), ασυνιβασία(v) (GVA), ατσαλία (GVA), αφεντία (GV· αυθεντία ΑΕ), γεννησιµίον (GA), γλυκεία (GV), γριβία (GVA), δαιµοναρία (G), δουλεία(ν) (GVΑ), δίκιον (G), δροµίον (GA· δρόµιον V), δροσίαν (VA· δροσιάν G), εγνωριµία (GVA), ερωτία (V), ευθηνεία (GV και φθήνεια), ευνουχεία (GVA), ζηλεία(ν) (GVA· και ζήλειαν V), ζηµία(ν) (GVΑΕ και ζηµιάν G), θανατία (Α), ιατρείεσ (VA· ιγιατρειέσ G), ιστία (GA), καραβίου (GV), καρδίαν (GVΑΕΙ), κορµίου (GVΑΙ και κορµιά), κουρτεσία (GVA και κουρτεσιάν G), κλεψία(ν) (GVΑΙ), κληρονοµία(ν) (GΑ), κουπία (GΑ), κυβερτίου (Α), λωλία (GVΑ), µαλλία (GVΑ), µαντρία (G· µανδρία VΑ), µεθυσίαν (Α), µελίου (VΑ), µελισσίου (Α), µερίαν (Α), µοναστηρίου (GVΑ), οκνηρίαν (A), οµµατίων (GVA και οµµατιών), ορδινία (GVΑ), ορωτία (Α), οσπιτίου (Α· οσπιτιού G), οφρυδίων (VΑ), παιδία (GVAΕ και παιδιά Α)/παιδίου (GVΑΕ), παλατίου (GVA), παρθενία(ν) (GVΑ και παρθενιά G), πειρασία/πειρασίεσ (Α· πειρασέσ G), πονηρίαν (V), πουλία (GAΕ)/πουλίων (Α), πτωχεία (GVAΕ), σκορπίου (ΑΕ), σκουρίαν (Α), σπαθίου (G), συντροφία (GVAΕ), συνηθείαν (Α), συνηθείασ (V), φαλσία (GVΑΕ), φαµιλία (G· φαµελίαν VΑ), φθηνεία (GVA), φιδίου (GV και φιδιού· οφιδίου Α), φορεσία(ν) (GVΑ), φουµησίαν (Α), φωτία (GVAΙ), χαρτία (GVΑ)/χαρτίου (Α), ψαρίου (GV)·

πρβ. και Πρισίανοσ (VA) από τα κύρια ονόµατα, καθώς και: βαρέα (GV), γλυκέα (G), γονέουσ (V), δαιµοναρέα (V· δαιµονιαρέα Α), µακρέα (επίρρ., GA), µαλέα (GA), µερέαν (Ε), οστέα (GVA), πάλεοσ (Α· πάλιον V), παχέα (GVΑΕ), στανέο/στανίο (GVΑ· αλλά και στανιό), φωλέαν (GVΑΕ).

4 Πρβ. και τα µη αποδεκτά: αποµακραινούν, αρεσούν, γηραζούν, δωσούν, µανθανούν, φαγούν, φυλαγούν (G).

5 Βλ. παραπάνω, Κεφ. Γ, σ. 96 σηµ. 8.

3. Άρθρο

Αρσεν.: ο, του, τῳ (

τῳ βιβλίῳ, τῳ κόσµῳ κ.ά. πολλά στο λόγιο Ε

), τον/το (

το πλούτον, το ψεύτη, το κίντυνον –αλλά εδώ ίσως έχει µετατραπεί σε ουδ.- και συχνότερα όταν το επιτρέπει η φωνητική: το βασιλέα, το λάκκον, G· το Θεό, V

)

,

ω (

ω θάνατε

,

ω ισχυρότατε, ω νου, GVAE

), οι, των/τω (

όταν το επιτρέπει η φωνητική: τω φρονίµων, τω µικροτέρων· G),

τοις (

τοισ πράγµασιν, τοισ κακοίσ, τοισ ανθρώποισ, τοισ ποσί, τοισ µύρµηξιν, τοισ έµπροσθεν· Ε)

, τους·

Θηλ.: η, της, τῃ (

εν τῃ οδῴ V· τῃ ορέξει, τῃ καρδίᾳ, τῃ ψυχῄ κ.ά. πολλά στο λόγιο Ε),

την/τη (

τη ρόκα

·

V

), ω

(ω κρίσισ, ω υψηλότητα, ω κουρτεσία, ω χαρά, ω αποκοτία, ω ευγένεια/ευγενεία, GVAE· ω ευφροσύνη, Ε),

οι/αι (

οι αγάπεσ (GA), οι βουλέσ (G)

,

οι γυναίκεσ (GVA)

,

οι δούλεψεσ (GA),οι εµορφέσ/εµορφάδεσ/εµορφίεσ (GVA)

,

οι έξοδεσ (GVA), οι ευτυχίεσ (GA), οι θυγατέρεσ (GVA), οι µάθησεσ (GA), οι µέλισσεσ (Α), οι µητέρεσ (GA), οι πατούσεσ/πατούνεσ (GA), οι ορέσ (GAΙ), οι χάριτεσ (GVA)

). Το λογιότερο αι παρατηρήθηκε σε λίγες περιπτώσεις στα χειρόγραφα ΑΙ και στην έκδοση:

αι γυναίκεσ (Α), αι γυναίκεσ (VAΙ), αι ορέσ (V) αι πατούχεσ (Ι)

και σε όλες τις ονοµαστικές πληθυντικού στο Ε

: αι αρεταί, αι χάριτεσ, αι χείρεσ, αι αγάπαι, αι γυναίκεσ, αι µαθήσεισ, αι ουραί, αι αποτολµίαι, αι ασθένειαι

), τες/τας, (στα χφφ GAΙ και στην έκδόση V κυριαρχεί ο τύπος τες. Το λογιότερο τας παρατηρείται στις εξής περιπτώσεις

: τασ γλώττασ (GV), τασ γυναίκασ (G), τασ ιστορίασ (V), τασ καλογραίασ (GV), τασ µελίσσασ (Α)

και στις περίεργες αιτιατικές αρσενικού

τασ πόδασ (G), τασ ιχθύασ (V)

αν δεν είναι λάθη αντιγραφής. Στο χειρόγραφο Ε ο τύπος τας κυριαρχεί µε συχνότητα 70%. Εξαιρέσεις

: τεσ δωρεέσ, τεσ ευτυχίεσ, τεσ δυστυχίεσ, τεσ Ιστορίεσ τησ Ρώµησ

).

Ουδ.: το, του, τῳ (

µόνο στο χειρόγραφο Ε

:

τῳ βιβλίῳ, τῳ θέρει, τῳ µέλλοντι, τῳ κόσµῳ, τῳ Παλαιῴ, τῳ Πατερικῴ, τῳ πράγµατι, τῳ πραιτωρίῳ, τῳ πρωί, τῳ σώµατι

), το, τα, των, τα·

4. Ουσιαστικά 4.1. Αρσενικά

Άκλιτα:

φρα

∆ιπλοτυπίες:

άρχων/άρχοσ (V· άρχων GAE), βασιλεύσ (µε αιτ. βασιλέαν/βασιλέα), γέρων/γέροσ (GVA), δεκρέτον (G)/δεκρέτοσ (A), καβαλάρησ/καβαλάριοσ (GVA), κόραξ/κόρακασ (VA), µπαρµπέρησ/µπαρµπιέρησ (G)/µπαρπιέρησ/παρπέροσ/παρπιέροσ (Ε), πατήρ/πατέρασ (GVA), φάλκων (GE)/φάλκοσ (VA), φαραώ (Α)/φαραών (G)/

φαραώσ (V), φίλοσ/φίλον (VA), άµµοσ (G)/άµµον (V).

Εναλλαγή µε ουδέτερο γένος:

αγoύρι/άγουροσ (G· αγόρι V), ο πλούτοσ/το πλούτοσ (G και αιτ. το πλούτον).

Αρσενικό αντί ουδετέρου:

ο δεκρέτοσ (G· ο δεκρέτον Α, αλλά και το δεκρέτον), ο θάρροσ (G· αλλά και το θάρροσ), ο πουρνόσ (G αλλά και το πουρνό).

Αρσενικό αντί θηλυκού:

του χαρίτου (γεν. από ον. χάρην/χάρη/χάρισ G· εκτόσ και αν πρόκειται για λάθοσ του γραφέα) ο άµµοσ/άµµον (GV και αλλού η άµµοσ GA).

Ονοµαστική εν.: -ας:

άντρασ (G), ρήγασ (GVA), γείτονασ (GΑ), λιµνιώνασ (GA), λιµένασ (V), κούνουπασ (V), κόρακασ (GVA), µέρµηγκασ (GV), σάρακασ (GVAE), φύλακασ (GV)·

-ης:

συνεπαστήσ (Α), συρτήσ (G), αυθέντησ/αφέντησ (GVAEI), δηµηγέρτησ (GVA), ερηµίτησ (GVΑΕ), κουρσάρησ (GVAE), µπαρµπέρησ/µπαρµπιέρησ/µπαρπιέρησ (GVAE), τεχνίτησ (GVAE) κτλ

-ος:

αετόσ (GVAE), γαµβρόσ/γαµπρόσ (GVAEI), γερανόσ (GVAE), κλαυθµόσ/κλαθµόσ (GVAE), σταµόσ (G), αναλιγωµόσ (Α), εγκαλεσµόσ (G), άρχοσ (V), βίοσ (GA), βρόµοσ (GVAE), δούλοσ (GVAE), γάδαροσ (Α), καλόγεροσ (GVAE), κίνδυνοσ (GVA), ναύκληροσ (VA), τύραννοσ (GVA) κτλ.·

το συνηρηµένο

νουσ

και τριτόκλιτα: -ων:

άρχων (GVE), γέρων (GVAE), δρυµών (GVΑ· από γενική του δρυµώνοσ),

καθώς και τα:

βασιλεύσ (GVAE), πατήρ (GVA), κόραξ (VA), φοίνιξ (GVAE), ιχθύσ (GA), βουσ, συγγενήσ, πένησ (GVA)·

πρβ. και τα:

γέλωσ (από αιτ. γέλωτα· G), αστήρ (από αιτ. πληθ. αστέρασ· G), πουσ (από αιτ. πόδα/πόδασ· Α).

Τα περισσότερα τριτόκλιτα απαντούν στο λόγιο κείµενο Ε:

αποστειλάτωρ (από αιτ. πληθ. αποστειλάτορασ), γείτων, γέρων, πουσ, σκώληξ, παώσ,

πρβ. όµως και τα

: κουρσάρησ, καβαλλάρησ/καβαλλάριοσ

και το ιδιωµατικό

παρπέρησ/παρπιέροσ.

Γενική: -η:

δηµηγέρτη (GA)·

-ου:

γειτόνου (GΑ· ον. γείτονασ

),

συγγενού (G και συγγενούσ)

και τα δευτερόκλιτα:

αδελφού (GVAΕ), ανθρώπου (GVΑ), δρόµου (GVΑ), ηγουµένου (GVA), καλογέρου (VA),

γεν.

Αµού (ον. Αµόσ· V)

από τα κύρια ονόµατα·

-ος, -ως, -οντος, -ωνος:

γέροντοσ (GV), δρυµώνοσ (GVΑ), κόρακοσ (V), ανδρόσ (GVA), βασιλέωσ (GVA), κτλ. και αυθεντόσ/αφεντόσ (GVΑΕ· ον. αυθέντησ)·

πρβ. και τις γενικές:

του γειτόνουν (G· πριν από του, γρ. γειτόνουiν του;), του ψεύτην (V· πριν από την, ίσως όµως από διττογραφία του ν)

.

Συντηρητικές καταλήξεις στο Ε:

ερηµίτου, ληστού, εχθρού, ανδρόσ, άρσενοσ, νοόσ, ποδόσ.

∆οτική: µόνο στο λόγιο Ε

: οίκῳ, βαθµῴ, εχθρῴ, Θεῴ, κόσµῳ, κύκλῳ, µόχθῳ, φόβῳ, ανδρί.

Αιτιατική: -αν:

δρυµώναν (GVΑ), κόρακαν (V), άντραν (G), πατέραν (G) κτλ.·

iον:

γέρον (V), θάρρον (G), πλούτον (V), φάλκον (G), κτλ.·

-α:

πένητα (GA), πόδα (Α), φάλκονα (VA)·

περιπτώσεις έλλειψης τελικού -ν:

αφέντη (G), αέρα (G), κόρακα (ον. κόρακασ αλλά και κόραξ· Α), πατέρα (G· ον. πατήρ αλλά και πατέρασ), ρήγα (GAV αλλά και ρήγαν, από ον. ρηξ, ρήγασ), πουρνό (G)·

ονοµαστική σε θέση αιτιατικής

: τον πατήρ (GV), ένα πουλί/πουλίν (όρνεον V) τό λέγουν φοίνιξ (GVA).

Στο Ε

: τον ερηµίτην, τον εωσφόρον, τον έπαινον, τον γέροντα, τον λέοντα, τον παών, τον νουν.

Κλητική:

αδελφέ (GVΑΕ), άγουρε (G), ω θάνατε (GVΑΕ), κύριε (GVAΕ), µοναχέ (Ε), ω νου (GVAΕ), βασιλεύ (VE), πάτερ (V), Ιησού Χριστέ µου (Α)·

πρβ. και

αυθέντη βασιλεύσ (G).

Ονοµαστική πληθ.: -αι:

κρατάρχαι (VA)·

-οι:

αδελφοί (GVA), εχθροί (GVA), κρατάρχοι (G), καβαλάροι (G), πολεµάρχοι (Α)·

-ες:

άρχοντεσ (V), γέροντεσ (GV), ειδωλολάτρεσ

-είς:

βασιλείσ (G), γονείσ (V)

και « τριτόκλιτες » καταλήξεις ον. και αιτ.:-άδες:

αγοραστάδεσ (GVΙ)·

Στο Ε:

κυνηγοί, γέροντεσ κτλ.

Γενική πληθ.:

αντρών/ανδρών (GVA), αρχόντων (GVA), αφεντών (V), καλογέρων (V), ποδών (Ε).

∆οτική: µόνο στο λόγιο Ε:

ανθρώποισ, µύρµηξιν, ποσί

.

Αιτιατική πληθ.: -ους:

γαµπρούσ (G), καβαλαρίουσ (G), καλογέρουσ (GV), γονέουσ (V), καβαλαρέουσ (Α)·

-ας:

άρχοντασ (VΑ), αστέρασ (G), άνδρασ (VΕ), ιχθύασ (V), πόδασ (GVΑ)·

-ες:

άνδρεσ (G)·

-άδες:

δουλευτάδεσ (GVA), πραµατευτάδεσ/πραγµατευτάδεσ (GVA), τραγουδιστάδεσ (GΑ).

Τριτόκλιτες καταλήξεις -ας στο λόγιο Ε

: αµπελώνασ, αποστειλάτορασ.

Κλητική:

αδελφοί (GΙ).

Στο χφ Ι δευτερόκλιτες γενικές –ου:

ανθρώπου, δούλου, ηγουµένου, καλογέρου, λαού

και η λόγια γεν.

ψεύτου·

-ός:

αυθεντόσ, νοόσ

· αιτ. -ην:

αφέντην, κλέπτην·

-ον

: άνθρωπον, κόσµον, κόπον, κόρφον

και το συνηρηµένο

νουν,

κλητ.:

αδελφέ·

ον.

πληθ. -οι:

άνθρωποι, πόρνοι·

-ες:

γέροντεσ·

-άδες:

αγοραστάδεσ·

αιτ. πληθ.: -ους:

ανθρώπουσ, λόγουσ, όνουσ·

-εις:

συγγενείσ·

-ας:

αυθέντασ, αλαζόνασ, άνδρασ·

-άδες:

πραγµατευτάδεσ.

4.2. Θηλυκά

Άκλιτα: το προτακτικό

κυραi (κυραi’λουπού· V)

∆ιπλοτυπίες:

γη/γησ (Α), γνώσισ/γνώση (GVA), γυνή/γυναίκα (GVA), ευγένεια/ευγενεία/ευγενάδα (Α), εξεδούλευσισ/ξεδούλευση (GV), εκδίκησισ/εκδίκηση /εξεκδίκηση (GV), θυγάτηρ/θυγατέρα (GV), όρεξισ/όρεξην/όρεξη (GVA), µήτηρ/µητέρα (GVA), νεότηταν/νεότη (G), συγκερνότηταν/συγκερνότητα (Α), χάρη/χάρην/χάρισ (GVA).

Εναλλαγή µε αρσενικό γένος:

ο φωλεόσ (Ε· αλλά και η φωλεά),

πρβ. και:

τασ πόδασ (G), τασ ιχθύασ (V) (αν δεν πρόκειται για αντιγραφικά λάθη).

Eναλλαγή µε ουδέτερο

: αρκούδα/αρκούδιν/αρκούδι (Α), βότανων (G)/βοτάνων (V)/βοτανών (ΑΕ), καµήλα (GA)/καµήλιν (GV), κεφαλή/κεφάλιν (GV), χάλαζα (GE)/χαλάζι (VA).

Ονοµαστική εν.: -α:

αναπνοά (GVA), κυρά (GVA), ορά (GVA), ασυγκερνότητα (GVA), άρκλα (GVA), βίγλα (GVA), βούζα (GVAEI), γλώσσα (GVA), άλωνα (Α), θάλασσα (GVA), µάχαιρα (Ε), τράπεζα (Ε), όρνιθα (GVA) κτλ

.· ουσιαστικοποιηµένα επίθετα σε -ισσα:

αρχόντισσα (Ε), ειδωλολάτρισσα (GVAE), κληρονόµισσα (GVΑ)·

-ια/-ιά:

αδικία, αλαζονεία, αµαρτία, αποκοτία, αρεσία, αρσενοκοιτία, ζηλεία (GVAEΙ) κτλ

-η:

ακοή, αρχή, αφορµή, ανταµοιβή, ειρήνη, δεσπεραροσύνη (GVAΙ) κτλ.·

πρέπει να σηµειωθεί ότι η µεγαλύτερη εξοµοίωση ανάµεσα σε πρωτόκλιτα και τριτόκλιτα παρατηρείται στο χφ G:

αίστηση (GV), ανάπαυση (G), άργη (GV), δεσπεραροσύνη (V), διάκριση (GV), διάλεξη (G), δύναµη (G), εκδίκηση (G), κράτηση (G), λεπτότη (G), όρεξη (G), πίστη (G), τύπωση (G), ύπαρση (G· από γενική ύπαρσησ), χάρη (G)·

-ού:

αλεπού/αλωπού/αλουπού (GVAE), µαhµού (GV· µαµού Α)·

-ος:

αδελφόσ (από αιτ. πληθ. τασ αδελφούσ V), άµµοσ (V), παρθένοσ (GVΑ), έξοδοσ (GVA), παράδεισοσ (GVA)

και

πτέρυξ/πτέρυγα (από γεν. πληθ. πτερύγων· GVAΕ), θυγάτηρ (GVE).

Στα χφφ GΑ παρατηρήθηκαν περιπτώσεις «παρασιτικού» -ν στην ον.

εν., βλ. παραπάνω Β, 7.

Τριτόκλιτες ονοµαστικές:

αγαλλίασισ (GΑΕ), ακρίσ (GVAE), ανάπαυσισ (GVAEI), απόγνωσισ (GVA), απόκρισισ (GVA), ασυγκερνότησ (V και γενική ασυγκερνότητοσ στα GVAE), γέννησισ (GA), γνώσισ (GVAE), δύναµισ (GVAΕΙ), διάλεξισ (Α), εξεκδίκησισ (V), έπαρσισ (GVAEI), κάκωσισ (Α), καληθέλησισ/καλοθέλησισ (VA), κράτησισ (VA), κρίσισ (GΑΕ), µάθησισ (GVAI), όργησισ (G), όρεξισ (GVΑΕ), όρθωσισ (VA), παίδευσισ (G), πίστισ (VAΕ), προσκύνησισ (GVA), σάλεψισ (GVA), σύστασισ (GVA), τάξισ (ΑΕ), ταπείνωσισ (GVAE), φύσισ (GVAΕ), χάρισ (GVAΕ).

Στο χφ Ε παρατηρήθηκαν περισσότερα δευτερόκλιτα θηλυκά:

άρκτοσ, κάµηλοσ (από γεν. τησ καµήλου), θέµεθλοσ,

και περισσότερες τριτόκλιτες ονοµαστικές:

αλώπηξ, βεβαίωσισ, δύναµισ, δειλότησ, δουλότησ, ελπίσ, κτήσισ, λύσισ, µαταιότησ, προαίρεσισ, στερεότησ, φρην (από αιτ. φρένα)·

επίσης στο χφ Ι:

βίβλοσ, γλυκότησ, κατάληψισ, δειλιότησ, διόρθωσισ, ενθύµησισ, έπαρσισ, θέλησισ, κόλασισ, κρίσισ, προσκύνησισ, σάλεψισ.

Γενική: -ας:

ατσαλίασ, εγκρατείασ, ευγενείασ κτλ. (GVA)·

-ου:

έξοδου (G)·

-ης:

θαλάσσησ (GVA), γλώσσησ, γραµήσ, γνώµησ, γραφήσ, κάµαρησ κτλ. (GVA), µάθησησ (G), διάκρισησ (GA), ύπαρσησ (G), υψηλότησ (GΑ· υψηλότητοσ V)·

τριτόκλιτες γενικές:

γυναικόσ (GVΑΕ και γυναίκασ), σαρκόσ (GVAE), ρινόσ (Α), χάριτοσ (GVA), ανυποστάσεωσ (GΑΕ), ασυγκερνότητοσ (GVΑΕ), δυνάµεωσ (GVΑ), ισχυρότητοσ (GVA), ορέξεωσ (VA), ορθότητοσ (GVA), παιδεύσεωσ (GVA), προβλέψεωσ (GVA), συγκερνότητοσ (GVA), συστάσεωσ (V), ταπεινότητοσ (GVA), υποστάσεωσ (VΑΕ), υψηλότητοσ (GVA)·

ιδιόµορφος σχηµατισµός της γενικής κατά τα δευτερόκλιτα:

τησ θαλάσσου6 (V), του (=τησ;) χαρίτου (G),

πρβ. και γεν:

τησ έξοδοσ (Α).

Συντηρητικές καταλήξεις πρώτης, δεύτερης και τρίτης κλίσης στο Ε:

µαχαίρασ, αµάξησ, θαλάσσησ, καµήλου, γεύσεωσ, δυνάµεωσ, επάρσεωσ, ελπίδοσ, ισχυρότητοσ, µητρόσ, τριχόσ κτλ.,

πρβ. και

γλώσσησ/γλώσσασ.

∆οτική:

αρχῄ (V· στο λόγιο απολίθωµα εν αρχῄ), οδῴ (V)

και πολλές στο Ε

: αγαλλιάσει (Ε), ασθενείᾳ (Ε), δυνάµει (Ε), θαλάσσῃ (Ε), νυκτί (Ε) κτλ.

Αιτιατ.: -αν, -ην: Επικρατεί γενικά το -ν

: γυναίκαν (GVA· από ον. γυναίκα), ευγενείαν (V), θάλασσαν (G), καλάντραν (G), νύκταν (G και νύκτα από ον. νύκτα), χάριταν (GA)·

- ούν:

αλουπούν (G), µαhµούν (G· µαµούν A· µαhµού V),

βλ. και παραπάνω Β, 7.

Απαντούν αρκετές περιπτώσεις έλλειψης τελικού -ν, οι περισσότερες στο χφ G:

αγάπη (Α), αδικία (G), αδυναµία (G), αλαζονεία (G), αλήθεια (G), αµαρτία (G), ανυποστασία (G), απόγνωση (G), αποκρισία (G), αρεσία (G), αρχή (G), αρχόντισσα (G), αστένεια (G), ατιµία (VΑ), ατσαλία (G), ατυχία (G), αφεντία (V), αφορµή (G), δεσπεραροσύνη (GV), ∆ιαθήκη (G), δουλεία (G), δουλοσύνη (G), δύναµη (G), δυσιντερία (V), εγνωριµία (V), ειδωλολάτρισσα (GV), εγκράτεια (GV), εκδίκηση (G), εξουσία (G) ευνουχεία (GV), ελευθερία (G), ζηµία (GΑ), ηµέρα (Α), ισότητα (G), ιστία (GΑ), κολόνα (GV), µετροσύνη (G), νεότη (VΑ), ξεδούλευση (G), ’στία (V) συγγένεια (G), συνιβασία (G), συντροφία (G), τιµή (V), φύση (G· µε την προθ. από), χάρη (G).

Ονοµαστική σε θέση αιτιατικής:

την µήτηρ (G και µητέρα/µητέραν).

Στο Ε απαντούν καταλήξεις -αν, -ην για τα πρωτόκλιτα:

αποτολµίαν, ασθένειαν, αρχήν

· -ον για τα δευτερόκλιτα:

άρκτον, κάµηλον, οδόν

και αρκετές τριτόκλιτες καταλήξεις:

αλώπεκα, γυναίκα, θυγατέρα, νυκτερίδα, ορθότητα, ρίνα, τρυγόνα, χελιδόνα·

αναλογικό -ν στην αιτιατική

: ρίναν.

Κλητική:

αγάπη µου (Α), ω αποκοτία (GVA), ω ευγένεια (GVE)/ ευγενεία (A), ω ευφροσύνη (Ε), ω κουρτεσία (GVA), ω κρίση (GVA), ω υψηλότητα (GVAE), ω χαρά (GVAE).

Ονοµαστική πληθ.: -ες:

αστένειεσ/ασθένειεσ (GVA), γυναίκεσ (GVAE), έξοδεσ (GVA· από ον.

έξοδοσ), µάθησεσ (GVA), όρθωσεσ (GVA), χάριτεσ (GVΑ· από ον. χάρισ)

· -ιες:

εµορφίεσ (V),

πρβ. και τα:

γενεέσ (G), εµορφέσ (G)·

« τριτόκλιτη » καταληξη -άδες:

εµορφάδεσ (A).

6 Για τη γεν. θαλάσσου βλ. Λεξ. Κρ. στη λέξη.

Ον. πληθ. -αι/-ες στο λόγιο Ε:

αγάπαι, αποτολµίαι, αθλιότητεσ, χείρεσ κτλ.,

πρβ.

όµως και

γροθέσ.

Γενική:

χειρών (GVΑ), ρινών (GV), πόλεων (G), χαρίτων (GVA), καλογραίων (V).

∆οτική: µόνο στο λόγιο Ε:

γραφαίσ (Ε)

,

γυναιξίν (Ε), δωρεαίσ (Ε), ευτυχίαισ (Ε), υποθέσεσιν (Ε)

.

Αιτιατική: -ες:

απόκρισεσ (GVΑ), δύναµεσ (GVA), κρίσεσ (GVΑ), τάξεσ (GVA)·

-ίες:

απιλογίεσ/απολογίεσ (GVA), ατσαλίεσ (GVA), κακοπαθείεσ (GVA)·

πρβ. και

γενέσ (Α), γροθέσ (VΑ), καλογρέσ (V), πειρασέσ (G· πειρασίεσ A)·

-εις:

υποθέσεισ (GΑ· υπόθεσεσ V) τάξεισ (G)

· -ας:

γλώττασ (G), ηµέρασ (V), καλογραίασ (VΑ), χείρασ (Α)·

-ούς:

τεσ αδελφούσ (V)

και η « τριτόκλιτη » κατάληξη -άδες:

αδελφάδεσ (Α).

Στο χφ Ε καταλήξεις -ας για τα πρωτόκλιτα:

αιτίασ, αφορµάσ, γραφάσ, µαυλίστριασκτλ.

και καταλήξεις τρίτης κλίσης:

αθλιότητασ, γυναίκασ κτλ.

Στο Ι γεν. εν. -ας, -ης:

ελευθερίασ, δικαιοσύνησ,

-ου:

βίβλου

και πολλές τριτόκλιτες γενικές:

γυναικόσ, διορθώσεωσ, δολιότητοσ, δυνάµεωσ, ορέξεωσ, ορθότητοσ, συστάσεωσ, υψηλότητοσ, φρονήσεωσ, φύσεωσ·

αιτ. πληθ. -αν/-ην:

γούλαν, γνώµην κτλ., πρβ. και γυναίκα

και καταλήξεις ον. πληθ. -ες:

απόκρισεσ, απολογίεσ, γενεέσ.

4.3. Ουδέτερα

∆ιπλοτυπίες:

αγριόβοδον (G)/άγριο βόδιν (VΑ), ανώγιον/ανώγιν (A), αρµελίνιν (G)/αρµελίνιο (G)/αρµελίνο (Α), αρνίον/αρνίν (Α), κάστρον (VΑ)/κάστρο (G)/κάστροσ (Α), κέντρον/κέντροσ (=κεντρί Ε), κούρσοσ (G)/κούρσον (V)/κούρσο (A), µέτρον/µέτροσ (GVA), πάλιον (V)/πάλεοσ (A), τσάκισµα (GA)/τσακισµόσ (V), φρένον (VA)/φρένασ (G).

∆ιπλοτυπίες -ιν/-ι:

αρκούδιν/αρκούδι, ασήµιν/ασήµι, γυψέλιν/γυψέλι, κελίον/κελίν, κεντρίν/κεντρί, κεφάλιν/κεφάλι, λουρίν/λουρί, µέλιν/µέλι, µερµήγκιν/µερµήγκι, µοναστήριν/µοναστήρι, παιδίον/παιδίν/παιδί, παλάτιν/παλάτι, ποδάριν/ποδάρι, πουλίν/πουλί, σπίτιν/σπίτι, τυρίν/τυρί, φαρµάκιν/φαρµάκι, ψωµίν/ψωµί (GVA)·

-α/αν

: ελάττωµα/ελάττωµαν (GA), όνοµα/όνοµαν (Α), πράγµα/πράµαν (G), στόµα/στόµαν (G), ψεύµα/ψέµαν (G).

Εναλλαγή µε αρσενικό γένος:

το αρµελίνιν/αρµελίνιο/ο αρµελίνοσ (G), ιχθύον/ιχθύσ (G), µερµήγκιν (GV) / µέρµηγκασ (Α), ποτάµι/ποταµόσ (V).

Εναλλαγή µε θηλυκό:

κεφάλιν/κεφαλή (GVA), µελίσσι/µέλισσα (Α).

Σε πληθυντικό αριθµό:

διδύµια (GA) /’δύµια (V).

Ονοµαστική: Οι περισσότεροι τύποι λήγουν σε -ιν:

αµάξιν, βόδιν/βούδιν, γυψέλιν, εξόµπλιν, καµήλιν, καράβιν, καστόριν, λεοντάριν, λουρίν, µάτιν, µερµήγκιν, µεσάλιν,

τορνήσιν κτλ.

Αρκετοί τύποι σε -ι παρατηρήθηκαν στις δηµώδεις παραλλαγές, κυρίως όµως στο χφ G:

αγούρι (G), αµάξι (V), αρκούδι (GI), ασήµι (GV), βουνί (V), γυψέλι (GA), κατώγι (Α), κελί (Α), κεντρί (GV), κυβέρι (G), λιθάρι (V), µαντήλι (V), παγόνι (G), παιγνίδι (Ι), παιδί (GVA), ποδάρι (G), ποτήρι (GVΙ), πουλί (GE), σαλιβάρι (GVA), σελί (G), σκουλήκι (GVA), τραγούδι (GV), τυρί (V), φαρµάκι (GVA), φίδι (Ι), χελιδόνι/χιλιδόνι (GVA), χέρι (GVA), ψωµί (G)·

-ιον:

ανώγιον (A), γερόντιον (GVA), δρόµιον (GVA), ιχθύον (G), κελίον (V), κολάκιον (G), µαρτύριον (VA), µοναστήριον (GVAEI), ξυρίον (Ε) κτλ.,

πρβ. και

ανώφλεον (Α)·

-ον:

βλέψιµον (GVA), δένδρον (GVA), δόσιµον (GVA), ζώον (GVAΕ), κέντρον (Ε), κέρατον (GVA), νερόν (GVA), οστέον (GVA· από αιτ. πληθ. οστέα), στάσιµον (Ι) και ιχθύον (Ε)·

τύποι σε -ο:

αρχοντόπουλο (G), βιβλίο (G), δίκαιο (G), δόκανο (G), νερό (Ι), παιδόπουλο (V), ρεµούρο (GΑ), ριζικό (G), χόρτο (G)·

-µα/µαν:

αίµα (GVA), αµάρτηµα (GVAΕ), ανάθεµα (GVA), ανακάτωµαν (GVA), γέλασµαν (GVAE), δέρµα, έγγισµα, σπάρµα, φόρτωµαν (GVΑ), κτλ

. (

για το «παρασιτικό» iν βλ. και Β, 7

)

·

-ος:

άνθοσ (GVAEI), γένοσ (GVAE), γνέφοσ (G), δείλοσ (GVΕ), θάρροσ (VAΕ), κάστροσ (Α), κέντροσ (Ε·

=κεντρί), κέρδοσ (GVAI), κούρσοσ (GVΑ), µέτροσ (GVΑ), πάλεοσ (Α), πλήθοσ (G), πλούτοσ (V), σκότοσ (GVA), τέλοσ (G), τέµπλοσ (GVΑ), φούµοσ (VΑ)·

-ας:

άλασ (GVA), γήρασ (GVAE), κρέασ (GVAE), φρένασ (G)·

επίσης

: oυσ (GVA), ύδωρ (GVΑ), πυρ (Ε).

Στο χφ Ε είναι αρκετοί οι συντηρητικότεροι τύποι σε -ιον:

παιδίον, πραιτώριον, σχοινίον κτλ.,

πρβ. όµως και τους τύπους σε -ιν/ι

: κλαδί, κλωνί, κονδύλιν, µεσάλιν, µοναστήριν (και µοναστήριον), σπίτιν, συντρόφιν, τραγούδιν, τυρίν (αλλά και τυρόν).

Γενική: -ου:

αλόγου (G), δεντρού (G), κέρδου (G), νερού (V) κτλ.·

-ίου/ιού:

αµαξίου (GVA), καραβίου (GVA) κτλ.·

-ατος:

ελαττώµατοσ (GVΑ), θελήµατοσ (GΑ), σώµατοσ (G), ύδατοσ (GVΑ), κτλ.·

-ους:

κέρδουσ (GΑ)·

πρβ. και

ελαττωµάτου (GΑ) /ελαττωµατού (G)

.

Στο χφ Ε κανονικοί λογιότεροι τύποι:

βουκολίου, αµαρτήµατοσ, µέλιτοσ.

∆οτική:

µοναστηρίῳ (V), ονόµατι (V), βαλαντίῳ (Ε), δένδρῳ (Ε), πράγµατι (Ε), προσώπῳ (Ε), χρώµατι (Ε).

Αιτιατική: τύποι σε -ιν/ι, -ιον, -ον/-ο, -µα/µαν κτλ. βλ. παραπάνω, ονοµαστική εν.,

θέληµαν (GA),κάστρο (G), κούρσον (V· κούρσοσ GΑ)

κτλ., πρβ. και τα:

κούρσο (G), φούµο (V).

Συντηρητικές καταλήξεις στο Ε, πρβ. όµως και την αιτ. εν.:

γράµµαν.

Ονοµαστική πληθ.: -α:

άλογα (G), ασήµια (G), ζώα (GVΑΕ) κτλ., αµαρτήµατα (G), βήµατα (G), άσµατα (Ε) κτλ.·

-η:

άνθη (GVAΕ), κέρδη (VΕ), χείλη (VΑ) κτλ., ιχθύα (G), ύδατα (GVΑ), ώτα (GVΑ).

Γενική:

βότανων/βοτάνων/βοτανών (GVAE), ελαττωµάτων (GVA), οµµατίων

/

ιών (G), ωτίων (VΑΕ), υδάτων (Ε).

∆οτική: µόνο στο λόγιο Ε:

ιµατίοισ (Ε), πεδίοισ (Ε), ποιήµασιν (Ε), πράγµασιν (Ε).

Aιτιατική:

κρέη (GVAE), οστέα (GVA), ύδατα (GVΑ) κτλ.

Εκτός από τις κανονικές καταλήξεις πρβ. και τα

: δέντρη/δένδρη (GVA), έργατα (G), τροφίµατα (GV).

5. Επίθετα

∆ιπλοτυπίες:

καθαρόσ/καθάριοσ (GVΑ), καλλιότεροσ/κάλλιοσ (GVA), µεγαλιότεροσ/

µεγαλότεροσ (GVΑΙ)/µεγαλύτεροσ (VΑΙ), πλεότεροι/πλιούτεροι (G).

Περιφραστικοί σχηµατισµοί µε επίρρηµα

: η άνωθεν (GVΑ), τα καθόλου (GA), ο παρακάτω (GVA), οι πλέο (G), τοισ έµπροσθεν (Ε), τουσ παρακάτω (Ι).

Ουσιαστικοποιηµένο επίθετο συγκρ. βαθµού:

έναν νεότερον (= ένα νέο· V).

Ρηµατικό επίθετο σε -τος:

εµπορετόσ (G).

Eπίθετα σε -ος, -ον:

άγιοσ, ακριβόσ (GVAΙ), µετρόσ (G), κινδυνόσ (G)κτλ.,

πρβ. και θηλ.

άφοβοσ (V)

· -ιος/ιός:

αλαζονιάριοσ (GVA), καθάριοσ (GVA), γεννησιµιόσ (G), κινδυνισιµιόσ (G· κινδυνησιµαίοσ και θηλ. κινδυνισιµαία Α)·

-ικος:

αγγελικόσ (GVΑ), αλαζονικόσ (GVA), δυναστικόσ (Ε), ελεηµονετικόσ (G), κουρτέσικοσ (GΑ), λωλικόσ (GA), φοβητσιάρικοσ, (GVA), φυσικόσ (GVA), χωριάτικοσ (GVA)· i

ιµος:

κουρτέσιµοσ (VA)· i

ινος:

αληθινόσ (GVA), ανθρώπινοσ (GA), υστερινόσ (GVA)·

-ης -α -ικο:

αλαζονιάρησ (GΑ)

,

ζηλιάρησ (GVAΙ), φοβετσιάρησ (G),

πρβ. και

: υποµονήσ (G)·

-υς -εία -ύ:

βαρύσ (GVAE), γλυκύσ (GVAΕΙ και θηλ. γλυκεία), ήµισυσ (A

·

ουδ. το ήµισο V), µακρύσ (Α), παχύσ (GΑ), πλατύσ (GA)·

-ων:

αλαζών (V· από αιτ. αλαζόνασ), ευδαίµων (Α)

και το σιγµόληκτο

ευγενήσ (GVA).

Στο λόγιο Ε επίθετα σε -ος -α -ον:

πονηρόσ iά iόνκτλ.,

δικατάληκτο θηλ. σε -ος:

µάχιµοσ (από γεν. µαχίµου)

και σιγµόληκτα σε -ης:

αηδήσ, αληθήσ, ανωφελήσ, γλωσσώδησ, οικογενήσ.

Κλίση: Θηλ. ον. εν.:

διαφορότερην.

Ουδ. ον./αιτ.:

βαρύν (Α· βαρύ GV), γλυκύν (A·

αλλά και γλυκύ).

Συντηρητικές καταλήξεις στο Ε:

διπλούν.

Γεν.:

πάσησ (Α)

και συχνά λόγιος καταβιβασµός τόνου

: µεγαλοτέρου (G) κτλ.

Στο χφ Ε ο λόγιος καταβιβασµός του τόνου παρατηρείται χωρίς εξαιρέσεις:

µαχίµου κτλ.

∆οτ.: Μόνο στο λόγιο Ε:

φθονερῴ (Ε), παντί (Ε).

Αιτ.: ∆ιπλοτυπίες:

µεγαλιότερην/µεγαλιοτέρα (G).

Σποραδική έλλειψη τελικού -ν:

οµορφότερη, καλλιότερη.

Κλητ.:

άσπλαχνε, γλυκύτατε, πικρέ κτλ.

Ον. πληθ.:

δυναµότεροι, έµορφεσ, παιγνιώτριεσ (Α), τραγουδίστριεσ (Α), παχέα (GVA) κτλ.

Στο Ε καταλήξεις -αι για το θηλυκό γένος:

καλαί κτλ., αλλά και καλέσ

.

Γεν.:

όλων/ολονών (GVA)/ολουνών (G), συµβουλευτρών (G).

∆οτ.:

λαµπροίσ (Ε), πάσι (Ε).

Αιτ.:

αλαζονιάρουσ (GΑ), ζηλιάρουσ (GΑΙ)·

αναβιβασµός τόνου:

γυναίκεια (GVA)

και στο Ε συντηρητικές καταλήξεις:

κρυφίασ κτλ.

Παραθετικά

:

Συγκριτικός βαθµός:

i

ότερος:

ακριβότεροσ (GVΑΕ), διαφορότερην (G), δυναµότεροσ (GΑ), ελευθερότερον (G), εµορφότερη/εµορφότερεσ (G), ισχυρότατοσ (GVAE), καλλιότεροσ (GV), λωλότεροσ (Α), µεγαλότεροσ (GVΑ), µικρότεροσ (GVΑ), οµορφότερη (VΑ), πλεότεροι (GVA), υποκειµενότερον (G), χειρότεροσ (GVA), ωραιοτέρα (Ε)·

-ύτερος:

µεγαλύτεροσ (VΑΙ)·

πρβ. και:

κάλλιοσ (GA), οι πλέοι (G).

Στο λόγιο Ε απαντούν κυρίως συντηρητικότεροι τύποι

: βέλτιον, έλαττον, κρείσσον/κρείττον, κρείττονα, πλείονεσ, χείρων

και το µεταγενέστερο

µειζότεροσ, µειζοτέρα, µειζότερον,

πιθανόν από υπερδιόρθωση.

Στο Ι διπλοτυπία

µεγαλιότεροσ/µεγαλύτεροσ

και υπερδιορθωτικά ουδέτερο συγκριτικού βαθµού

σκληροτερότερον.

Περιφραστικά µε πλέον+θετικό βαθµό

: πλέον ακριβόν (V), πλέον άξιον (G), πλέον ελεύθερον (V), πλέον έµορφον (V), πλέον µέγα (G), πλέον τίµιον (G), πλέον φοβετσιάρησ (G) κτλ.·

επίσης µε πλέον+συγκριτικό:

πλέον γοργότερον (V).

Υπερθετικός βαθµός: -ότατος:

ισχυρότατοσ (GVAΕ), υψηλοτάτη (GVA), ωραιότατον (Α), ωραιοτάτη (Ε)·

-ύτατος:

γλυκύτατε (GV)

και περιφραστικά µε άρθρο+θετικό ή συγκριτικό βαθµό

: τον πλέο άτυχον (GVA), το πλέον µετρισµένον (GΑ), το πλέο πορνικόν (GV), ο πλέον/πλέο/πλιο σκάρσοσ (GVΑΕ), το πλέον ταπεινόν (GV), η πλέο τιµητική (GVA), ο πλέον/πλιο ακριβότεροσ (GΑΕ), το πλέον ελευθερότερον (G), ο πλέο λωλότεροσ (Α), το πλέον ταπεινότερον (A).

Στα δηµωδέστερα GVA η σύγκριση γίνεται συνήθως µε επίθ. συγκριτικού βαθµού+παρού/παρά/από/απέ:

διαφορότερην απέ την ελεηµοσύνηνκτλ.

ή µε πλέον+επίθ.

θετικού ή συγκριτικού βαθµού+παρά:

πλέον φοβητσιάρησ παρά άνθρωπον

ή µε επίθ. θετ.

βαθµού+παρά:

έναι (η βάσταξισ) πολλά µεγάλη χάρη παρού την συγκερνότητα κτλ.,

καθώς και µε το επίρρ. πλέον/πλέο+παρού/παρά:

πλέον παρού οπού πρέπει.

Στο λόγιο Ε η σύγκριση γίνεται συνήθως µε επίθ. συγκριτικού βαθµού+γενική:

διαφορικοτέρα τησ ελεηµοσύνησ κτλ.

ή επίθ. συγκριτικού βαθµού+ή+β΄όρο σύγκρ.:

σπουδαιότερον ήθελε ψοφήσαι ή ίνα φάγει κτλ.

Στο Ι σύγκριση µε επίθ. συγκρ. βαθµού+παρά, πλέον+επιθ. συγκρ. βαθµού+ωσάν

πλέον σκληροτερότερον ωσάν,

πλέον+παρά:

πλέον παρά οπού πρέπει,

επίρρ.

κάλλιον+παρά· πρβ. και επίθ. θετ. βαθµού+από:

µικρόν από των άλλων ζώων.

6. Αντωνυµίες

6.1. Προσωπικές:

εγώ, εσύ, αυτόσ

· αναλογικοί σχηµατισµοί:

εµέν (GΑ), εµένα/εµέναν (GΑ), σεν (GVA), εσέν (G), εσένα (VΑ), εσέναν (VΑ)·

προληπτική χρήση των βραχέων τύπων της προσωπικής αντωνυµίας:

τόν/τονε (GA) i τήν/τηνε (Α) i τό i τούσε (A)

και περιφραστικός σχηµατισµός αντί για το δεύτερο πρόσωπο:

την αφεντία/ (GV)/αυθεντίαν σου (A).

Στο λόγιο Ε:

εµού i εµοί i εµέ i ηµείσ i ηµών i ηµίν i ηµάσ,

πρβ. και GVΑΙ:

ηµείσ (αλλά και εµείσ).

Κλίση: σπανιότατη έλλειψη τελικού -ν:

το φουµίζει (=τον φουµίζει G), έκατσέ το (= έκατσέ τον G)

,

το λέγουν (=τον λέγουν V), το βοηθούσι (=τον βοηθούσι Α), το έκαµαν (=τον έκαµαν Ι).

6.2. Κτητικές:

πλάγιεσ πτώσεισ τησ προσωπικήσ αντωνυµίασ (GVAEΙ)·

εδικόσ (και βραχείσ τύποι τησ προσ. αντων., GVAΙ)·

εµόσ (Ε).

6.3. Οριστικές, ∆εικτικές:

αυτόσ/αύτοσ/ατόσ/ταύτοσ i αυτή/αύτη/ταύτη i αυτό/αύτο/ταύτο (GVAEΙ)·

εκείνοσi εκείνη i εκείνο (GVAEΙ)·

ούτοσ (GVAΕ)·

τέτοιοσ (GVAΙ)/τίτοιοσ (G) i τέτοια i τέτοιον·

τοιούτοσ i τοιαύτη i τοιούτον (GVAEΙ)·

τούτοσ i τούτον (GVΑEΙ)/ετούτοσ (GV) i ετούτη (GV) i ετούτο (GV)·

τόσοσ i τόση i τόσον (GVAΙ).

Στο χφ Ε απαντά και η αντωνυµία

τοσούτοσ i τοσαύτη i τοσούτον.

Κλίση: γεν. εν.:

εκεινού (GV και εκείνου (GVE), ετουτουνού (G),

αιτιατ. εν:

ετούτηνε (Α· ετούτην (GV)

, δοτ.

(ως αντικείµενο): πιστεύουσιν αυτῴ (Α)

και πολλές στο λόγιο Ε:

αυτῴ (Ε) i αυτῄ (Ε), τοιούτῳ (Ε), τούτῳ (Ε),

γεν. πληθ.:

εκείνω (G),

αιτιατ. πληθ.:

αυτούνουσ (Α), εκεινούσ (G).

Συντηρητικότεροι τύποι στο χφ Ε: ον.

πληθ.:

αύται (Ε),

δοτ.

τούτοισ (Ε),

αιτ. πληθ

.: αύτασ (Ε)

κλπ., πρβ. και τον τύπο

τουτονί (Ε).

6.4. Αυτοπαθείς:

εαυτόσ (µου, σου κτλ. GVAΕΙ)·

εµαυτόσ (GVΙ)·

ενιαυτόσ (VΑ)/ενιαυθόσ (G και βραχείσ τύποι).

Στο λόγιο Ε:

εαυτού i εαυτῴ i εαυτόν, εαυτήσ

στις πλάγιες πτώσεις.

6.5. Αναφορικές:

είτισ i είτι (GVAEΙ)·

οποίοσ i οποία i οποίον (GVAΙ)·

όποιοσ i όποιον (GVΑΙ)·

οπού/οπό/που (GVAΙ)·

όσοσ i όση i όσο (GVAΙ)·

όστισ (ΑΕ)·

οίοσ (G)·

όσ i ή i ό (GΕ)

και άκλιτοι τύποι:

το οποίον (GVΑγια να δηλωθεί αρσενικό και ουδέτερο γένος), όπερ (G).

Στο Ε µαζί µε τις λογιότερες

όσ i ή i ό, όσπερ i ήπερ i όπερ, όστισ

απαντά και η αντωνυµία

είτισ.

Στο Ι και η αντ

. όσπερ.

6.6. Ερωτηµατικές:

ποίοσ i ποίον (GVAE)·

τισ i τι (GVAE).

6.7. Αόριστες:

άλλοσ i άλλη i άλλο (GVAΙ)·

έτεροσ i έτερον (GVAE)·

καθείσ (GA)/καθεείσ (GV)/καθενείσ (G)/καθένασ (GΑ)/καθέν (V) i καθεµία (G) i καθέν (GVA)·

καµπόσοσ/κάµποσοσ (GVA) i καµπόση i καµπόσο (GV)·

κάτινασ (GVA) i oκάτινασ (GVΑ)·

ουδείσ/ουδεείσ (G) i ουδεµία i ουδέν (GVAΕΙ)·

ουδετίποτε (GVΑ)/ουδετίποτεσ (GΑ)·

ουδεκανείσ/ουδεκανένασ (GΑ)·

τισ, τι (GVAEΙ)

και άκλιτοι τύποι:

τίποτε/τίποτεσ/τίποτα/τίποτι/τίποτισ, πάσα (GVAΙ).

Στο Ε απαντά επίσης και η αντωνυµία

έκαστοσ i εκάστη i έκαστον

. Στο Ι γεν.

αλλουνού

και οι αντ.

καθαείσ, κανένασ, κάποιοσ.

6.8. Αλληλοπαθείς:

αλλήλωσ των (Α)·

αλλήλοισ i αλλήλοισι (Ε).

7. Αριθµητικά

Απόλυτα

: είσ i µία (GVAΕΙ) i έναν (GA), δύο (GVAΕΙ), τρεισ i τρία, τέσσερισ (τέσσαρεσ VΑ) i τέσσαρα (GVAΕΙ και τέσσερα GΙ), πέτε (G)/πέντε (Ι), έξι/έξε (Α), επτά (GVΙ), οκτώ (GV), εννέα (V), δεκατέσσαρουσ/δεκατεσσάρουσ (VA), εκατόν (GVA), τριακοσίουσ δεκαπέντε (GVAΕ), χίλιεσ (GV)/ χιλίεσ i χιλίουσ (GVΑΕ) i χίλια (VΑ).

Τακτικά

: πρώτοσ, δεύτεροσ, τρίτοσ, τέταρτοσ, πέµπτοσ/πέπτοσ (GΑΕΙ)/πέντατοσ (GVA), έκτοσ, έβδοµοσ, όγδοοσ, ένατοσ, δέκατοσ

και στο θηλ. γένος:

η τρίτοσ (GV), η τέταρτοσ (G), η πέµπτοσ (GΕ), η όγδοοσ (GΑ).

Κλίση: γεν. εν.:

ενόσ/ενού (GVA),

ον. ουδ.:

έναν

και καταβιβασµός του τόνου στην αιτ.:

δεκάτη, τριακοσίουσ, δεκατεσσάρουσ (VA),

πρβ. και ον. πληθ.

χιλίεσ (A).

8. Ρήµατα

Τα ρήµατα παρουσιάζουν µεγάλη µορφολογική πολυτυπία:

αγρικώ

εγρικώ

γρικώ, αποθαίνω

αποθνήσκω, βάλλω

βάλνω

βάνω, βλέπω

εβλέπω, γίνοµαι

γένοµαι, γινώσκω

γνώθω, γλιτώνω

εγλιτώνω, γνέθω

νέθω, γνωρίζω

εγνωρίζω, διαφεντεύω

δεφενδεύω, δέρω

δέρνω, δυσχεραίνω

δυσκερεύω, εβγάζω

εβγάνω, εξηγούµαι

ξηγούµαι, ειρωνεύοµαι

ορωνεύοµαι, επαινώ

’παινώ, επιθυµώ

′πεθυµώ

′ποθυµώ, ερωτώ – οροτώ, εσµίγω

σµίγω, ευρίσκω

ηυρίσκω

βρίσκω, ευφηµίζω – φουµίζω, ζητώ

εζητώ, καίω

κάφτω

καίγω,κάµω

κάµνω, κερδίζω

κερδαίνω, µοιράζω

ηµοιράζω, µπορώ

ηµπορώ, ξανανεώνω

εξανανεώνω, ξεβαίνω

εξεβαίνω

εξηβαίνω, ξεύρω

ηξεύρω, ολιγοστεύω

ελιγοστεύω, οµοιάζω

οµοιώνω, πέφτω

πίπτω, σκοπώ

σκοπίζω, σµίγω

εσµίγω, υπαγαίνω

παγαίνω

υπά(γ)ω

πά(γ)ω, παίρνω

επαίρνω, σβένω

εσβένω, συνηθίζω

συνηθώ, σύρω

σύρνω, φέρω

φέρνω, χωρίζω

ηχωρίζω, φυλάσσω

φυλάττω

φυλάγω κ. ά.

Συντηρητικότεροι τύποι και καταληξεις απαντούν στα χειρόγραφα Ε και Ι: π.χ.

αναγιγνώσκω, αναµιµνήσκω

(Ε), πρβ. όµως και

αναγνώθω

(Ε), βλ. και Γλωσσάρι.

8.1. Αύξηση

Συλλαβική αύξηση στον παρατατικό:

εβάστα (GVA), εβαστούσαν (GVA), εβαλνόντεσαν (G· εβαλλόντεσαν Α), εβρόµα (GVA), ελάµβανε (VΑ)/ελάβανεν (G)

και τον αόριστο:

εβάλθη (GΑ), εβάρυναν (VA)/εβάραινα (G), εγγαστρώθην/εγγαστρώθη (GVA), εγεννήθησαν (GVA), εγήρασεν/εγήρασε (GVA), εγνώρισα (GVA), εγονάτισεν (GVA), έγραψεν (GV), εκαβαλίκευσεν (GVA), εκακοπάθησα (GVA), ετσάκισε (GVA), εσφίχθη (GVA) κτλ. (passim),

πρβ. και αόρ.

έπιεν (GVA).

Αύξηση σε ρήµατα µε αρχικό φωνήεν στον παρατατικό:

ήκουεν (GVA), ηµάρτευαν (GA), ηµπόρει/ηµπόρειε (GVA)

και τον αόριστο:

ηγάπησε (VΑ), ηγκαλίσθη (Α), ηµπόρεσε (GV), ήξευρεν (GVA· ίσωσ όµωσ από εν. ξεύρω), ηρώτησεν (VΑ), ηύραν (GVA) κτλ. (passim),

πρβ. όµως και

έµωσαν (G), εποστασίασεν (G),

καθώς και την αύξηση -η στους τύπους:

ηπήρε (G· ίσωσ από επαίρνω),ηζήτησεν (G ίσως όµως απόεζητώ· εζήτησεVA

) και τα ιδιωµατικά

ήφεραν (GA), ήφηκε (Α)

.

∆ιπλοτυπίες:

ευρέθησαν/ηυρέθη (GVA) ηµπόρειε/εµπόρειε (G), ερώτησεν/ηρώτησεν (VA).

Στο χφ Ε, συλλαβική αλλά και χρονική αύξηση:

εβουλήθησαν, εβόουν, εγεννήθησαν, εγένετο, εδόκει, εδόξαζε, εδωρήσατο, εθεασάµην, εκαθέζετο, εκάµφθην, εκέρδισεν, εκινδύνευσεν, έσχεν, έφη κτλ. (passim), ηβούλετο (και εβουλήθησαν), ηγάπα, ηδύνατο, ηθέλησεν, ηκολούθουν, ηνώθη, ηράσθη κτλ. (passim),

πρβ. και

ήπεµψε.

Στο Ι:

εβαρέθηκα, εβάλθη, εβάρυναν, εµίσεψαν, επάνδρεψε, επήγεν, ηθέλαµεν, ηθέλησε, ηθέλησαν, ήθελαν, ήκουσεν, ηµπόρεσε·

πρβ. και

ήφερεν.

8.1.1. Αναύξητοι τύποι

του παρατατικού:

αγάπα (V), ακούεν (G), αυθέντευε (GΑ), παραπονάτον (G), ορεγόντησαν (GVA)

· του αορίστου:

αγάπησεν (G), άκουσαν (G), αλαζονεύθη (GVA), άναψαν (GV), αναπαύθην (G), απάντησαν (Α), αρνήθη (GVΑ), άρχισεν (GVA), αχάµνισεν (GA), βαστάχθη (G), ορώτησεν (G).

Στο Ε:

ευρίσκετο.

8.1.2. Αύξηση ε σε ρήµατα που αρχίζουν από α

έγγιξεν (Α), εµάρτευσαν (V), επόκτισα (GVΑ), επόκτισεσ (G), εποµείναν (G), εφηγάτον (G), εχάµνισεν (G).

8.1.3. Αύξηση σε σύνθετα

Οι τύποι µε αύξηση εναλλάσσονται µε αναύξητους:

ανέβη (G), ανέγνωσα (Α), ανέζησεν (Α), ανεπαύθη (Α), απέθανεν (GA), απέθανον (V), απεκρίθη (GVA), απεκρίνετον (G)/απεκρίνατον (Α), απελογήθη (V), απέµεινε (A), απεστάλθη (GA), απεστάλθησαν (V), απέστειλε (Α), ενεθυµήθη (VΑ), εξέβη/εξέβην (GVΑ), εξήβαλεν (G), επεθύµησαν (G), επετίµησαν (G), κατέφαγεν (V)·

αλλά και:

αναγέλα (GV), αναπαύθην/αναπαύθη (GV), αποκρένετον (G)/αποκρίνετον (V), αποκρίθην (GΑ), απόθανε (GA)/απόθανεν (V), απόµεινεν (GA), αποστάλθη (V), εγκαλέσαν (G)/εγκάλεσε (V), εδιάβη (V· αλλά και εδιέβη), εκλάβανεν (G), ενθυµήθη (G), υπάντησαν (G).

Στο λόγιο Ε απαντά κυρίως εσωτερική αύξηση:

ανεµνήσθησαν, ανέστη, ανέστρεψε, ανεφύη, ανυποστάτησεν, απεδήµησεν, απέθανεν, απείχον, απέκλεισεν, απεκόλησα, απεκρίθη, απεκρίνατο, απέκτεινε, απέστειλε, απήγαγεν, απήλθε, απήρχοντο, απώλεσεν, απώλετο, διετέλεσε, διήρχετο, κατεπιάσθησαν, κατεσκεύασε, κατέσχον, κατήλθεν, παρεκλήτευσε, προείπον, προσέθηκεν, προσέταξεν, προσέφερον, συνέταξεν, συνετάξατο, συνήγαγον,

πρβ. όµως και τα αναύξητα

ανάγνωσα, συναπάντησαν, επίστρεψεν

. Σε σποραδικές περιπτώσεις παρατηρείται

αναδιπλασιασµός:

αναγάγει, αναγιγνώσκεται (και αναγινώσκεται), αναµιµνήσκειν, πεποιηµένοσ, τεταπεινωµένη, τετυφλωµένοσ.

Στο Ι:

απεκρίθη, απέθανεν, ενεθυµήθη

και τα αναύξητα

εγκάλεσεν, εδιάβη.

8.1.4. Αύξηση σε σύνθετα που δεν παίρνουν εσωτερική αύξηση

εδιάβαιναν (V), εκατάλυσεν (GVA), εκαταπιάστηκαν (GA· εκαταπιάσθησαν V), επαραγγιλεύθη (G), επαρακάλεσα/επαρακάλεσε (Α), επερίλαβε (GA), εσυµπάθησε GVAI).

8.1.5. ∆ιπλή αύξηση

εδιέβαιναν (GA), εδιέβην (GVA και εδιάβη V), εκατήφερεν (ΑE), επαρεθάρρεσαν (Α), επαρεκάλεσεν (G)/επαρεκάλεσε (VΑ), επαρηγγέλθη (Α), επεριέλαβε (Α), επροείδεσ (GΑ), επροείπουν (G)/επροείπα (VΑ).

8.1.6. Αύξηση σε άλλες εγκλίσεις και χρόνους

Στην οριστική ενεστώτα:

απεκοιµάται (G· ίσωσ όµωσ φωνητική µεταβολή), απεκοιµίζονται (G· ίσωσ φωνητ. µεταβολή), απεκρίνεται (Α· ίσωσ φωνητ.

µεταβολή), ηβλέπεισ (G), ηβλέπει (Α), ηγαπά (GV), ηδυναµεί (Ε), ηκούει (G)/ηκούσι(ν) (GV), ηκούγουν (Α), ηµοιράζει (G), ηυρίσκονται (G), ηυρίσκει (G), ηυρίσκονται (G), ηχωρίζει (Α).

στην υποτακτική:

να επληρώσει (A), να ηγαπά (G), να τον ηγοράσεισ (G), να τον ηγοράσει (G), να ηγοράσει (GΑ), να ηγοράσουν (Α), να ηκούσει (G), να τα ηύρουν (Α)·

στην προστακτική:

ηκούσετε (GV), ήκουε (V)· πρβ. και το πιθανό ήκουεν του χφ G (η διόρθ. δική µου· χφ ήκουαν)

στη µετοχή:

εξηχασµένοι (Α), ηγαπηµένοσ (GVA), ηγορασµένουσ (Α), ηκούοντα (GA), ηκώντα (G=ηκούοντα), ησθενισµένην (Α), ηφείσα (Ε· διόρθ. αφείσα)·

στο απαρέµφατο:

ετύχει (G), ηγοράσασθαι (Ε), ηυρεθείν (V).

8.2. Βοηθητικό ρήµα

Οριστική:

είµαι (V), είσαι (GVAΙ), εστίν (GV)/είναι (GVAΕΙ)/έναι (GV)/είν’ (GA)/ ένι (GVA)/έν’

(GA), εισίν (GΙ).

Υποτακτική:

ασ εί (β΄ εν. προσ. G).

Απαρέµφατο:

είσθαι (V), είσθαιν (V), είσται/είσταιν (GVAΙ), έσταιν (Α), είναι (E).

Παρατατικός:

ήµουν (VΙ), ήτον (GVΑΙ)/ήτουν (V)/ ην (V)/ ήτονε (VΑ)/ήντον (Α)/ήστον (Α), ήσαν (GVΑ)/ήταν (GVΑ), ήτασι και ήτα (Α).

Στο Ε:

ειµί, εστί(ν), εισί(ν),

προστακτική από υπερδιόρθωση

είσθα

και µέλλοντας

έσται.

8.3. Οριστική

8.3.1. Ενεστώτας. Ενεργητική φωνή

Βαρύτονα: -ω:

βάνω, θέτω, µοιράζω, πέφτω, υπάγω κτλ.

· -σσω:

αλλάσσω (G)·

-εύω:

αµαρτεύω (GVAΙ), ατυχεύω (GVA), αφεντεύω (GVAΙ), βουλεύω (GV), γυρεύω (GVAΙ), διαφεντεύω (GVA), θαρρεύω (GVA), κουρσεύω (GVA), λωλεύω (V), µισεύω (GVA), ολιγοστεύω (GVAΙ), πανδρεύω (GVAI), πιστεύω (GVAI), συµβουλεύω (AI), χωνεύω (GVA)·

-ίζω/-είζω:

ακονίζω (Α), αναµερίζω (V), αποκτίζω (G), αρχίζω (GVA), αφανίζω (GVA), αχαµνίζω/’χαµνίζω (GVA), βασανίζω (A), γεµίζω (GV), γυρίζω (GVΑ), δανείζω (GVA), ευτρεπίζω (GVA), κτίζω (GVA), λαµνίζω (GVA), µαγαρίζω (GVA), ορίζω (GVA), ορµίζω (GVA), παραµερίζω (GVA), σταλίζω (V), συντσακίζω (GVA), σφαλίζω (GVA), φουµίζω/ευφηµίζω (GVA), φωτίζω (GVA),

πρβ. και τα ρήµατα µε ξενική προέλευση

αφαλίζω (GVA), δεσπεραρίζω (GA), µπαρµπερίζω (Α), προβαρίζω (GVA)·

-αίνω:

αµαρταίνω (Α), βαραίνω (GVA), βασταίνω (V), κερδαίνω (GVAI), λωλαίνω (Ι), ξηραίνω (GA), πηγαίνω (GVA), πικραίνω (GVA), χορταίνω (GVAI)·

-ώνω:

διορθώνω (GVA), δολώνω (GVA), δυναµώνω (GVA), κοµπώνω (GVAI), µαζώνω (GVΑ), οµοιώνω (G), ορθώνω (GVA), σαλιβώνω (GVAI)·

πρβ. και

πίπτω

στο χφ

G.

β΄εν.: -εις:

διώχνεισ (GVA), δίδεισ (GVA)·

γ΄εν.: -ει

: ανασκεπάζει, αναστενάζει (GVA), ατυχεύει (GVA), αχαµνίζει (Ι) κτλ

.

∆ιπλοτυπίες:

τρώγει/τρώει·

εφελκυστικό -ν:

αναγιγνώσκειν (G), αποθάνειν (Α), αποµένειν (G), εβλέπειν (G), ευτυχείν (Α), λείπειν (G), ολπίζειν (Α), προβλέπειν (G), συχύζειν (G), χορταίνειν (Α)·

α΄πληθ.: -οµεν:

αποθνήσκοµεν (GVA), ισχύοµεν (Ε)·

β΄πληθ.: -ετε:

θέλετε (GA), πιστεύετε (GVAΙ)·

γ΄πληθ.: Στο χφ G και την έκδοση V κυριαρχεί η κατάληξη -ουν, παράλληλα όµως συναντώνται και ελάχιστοι τύποι σε -ουσι(ν):

7 δώσουσιν (GV· αλλά και δώσουν V), ηκούσι (V), λέγουσιν/λέγουσι, (αλλά και λέγουν G).

Η κατάληξη -ουν

απαντά συχνότερα και στο χφ Α, αλλά αρκετοί είναι και οι τύποι σε σε -ουσι(ν), οι οποίοι συχνά εναλλάσσονται µε τύπους σε -ουν:

αµαρτεύουσιν,

7 Για την πολυτυπία στο γ΄πρόσ. του πληθυντικού του ρήµατος βλ. τη µελέτη του M. Hinterberger για την αναλογία στη χρήση των καταλήξεων -ουν/ουσι(ν) σε µεσαιωνικά δηµώδη κείµενα της περιόδου 14ος - 17ος αι. και τα συµπεράσµατά του σχετικά µε τη µορφολογική πολυτυπία της γλώσσας. M.

Hinterberger, «Το φαινόµενο της πολυτυπίας σε δηµώδη κείµενα», στον τόµο Θεωρία και πράξη των εκδόσεων ... , σσ. 215-243.

γηράζουσι(ν), έχουσι(ν), λέγουσι(ν), ολιγοστεύουσι, πέφτουσιν, πιστεύουσιν, πλύνουσιν, προβλέπουσι, σηκώνουσι, χάνουσι (και χάνουν).

Προτίµηση στην κατάληξη -ουν παρατηρήθηκε και στο Ι, όπου απαντά µόνο ένας τύπος -ουσιν:

κατεργάζουσιν.

Παράλειψη του τελικού -ν στο γ΄ πληθ.:

λέγου (G), πιάνου (G), διώχνου (Α), κλαίου (Α).

Στο λόγιο Ε παρατηρείται παράλληλη χρήση των καταλήξεων -ουσι(ν)/-ουν σε αναλογία 3:2 και προτίµηση προς την κατάληξη -ουσι(ν):

αναµένουσι, βάλλουσιν, γινώσκουσι, έλκουσι, επιστρέφουσιν, έχουσιν, κατέχουσι, κυκλούσι, λαµβάνουσιν (και λαµβάνουν), λέγουσιν/λέγουσι, µένουσιν, παρέχουσιν, πίπτουσιν, συσφίγγουσι, τρέφουσι, τήκουσι, φθάνουσιν,

πρβ. και

έχοσι·

-ουν:

αναγινώσκουν, αναθρέφουν, αποκτείνουν, αρέσκουν/αρέσουν, βαστάζουν, λαµβάνουν, λέγουν, πλησιάζουν, προθέτουν.

Πρβ. επίσης τη συχνή χρήση των

φῃ και φησίν.

Περισπώµενα: α΄εν.:

εζητώ (A), παρακαλώ (GVA), συµπαθώ (GA) κ.ά.·

β΄εν.: -άς

(αγαπάσ GVAΙ), εγρικάσ (GVA) κτλ.,

-είς:

λαλείσ, ζεισ κτλ. (GVAΙ)·

διπλοτυπίες:

ακούεισ/ακούσ (GVΙ), συνηθάεισ/συνηθάσ (G)·

γ΄εν.: -ά:

αγαπά

,

βαστά, πεινά κτλ. (GVAΕΙ),

-εί:

ακαρτερεί (GVA),

αλλά και

«ασυναίρετοι» τύποι:

ακολουθάει (G), κατηχάει (G)·

πολυτυπία:

αγαπά/αγαπάει (G), ακολουθά/ακολουθεί/ακολουθάει (GΑ), βαστά/βαστάει/βαστάζει (GV), εγρικά/εγρικάει (G), κλωσσά/κλωσσάει (G), κολλά/κολλάει (V), σκοπά/σκοπάει/σκοπεί/σκοπίζει (GV), συνηθά/συνηθίζει (Α), ψοφά/ψοφάει (V), πηδά/πηδάει (V), πολεµεί/πολεµά (GΑ), προξενεί/προξενά (VAΕΙ), προσκυνεί/προσκυνά (V)·

πρβ. και τους «συνηρηµένους» τύπους

ποί'(G· =ποιεί), δει (G· =δίδει)·

β΄πληθ.: -άτε:

αγαπάτε (GVAI)·

γ΄πληθ.: Κυριαρχεί η κατάληξη -ούν:

θρηνούν κτλ.

Ελάχιστοι τύποι σε -ούσι(ν) απαντούν στο χφ G (

κυνηγούσι αλλά και κυνηγούν, πετούσιν

,

υπάσιν και υπάν)

και την έκδοση V (

αγαπούσι και αγαπούν, πετούσιν)

· περισσότεροι στο χφ Α:

αγαπούσι(ν), βοηθούσι, γεννούσιν, θεωρούσιν, καρτερούσι, παρακαλούσι, πετούσι(ν), πιλαλούσιν, ποιούσι(ν) (και ποιούν), πολεµούσιν/πολεµούσι (και πολεµούν) προξενούσι (και προξενούν).

Μία περίπτωση παράλειψης τελικού -ν απαντά στο χφ Α:

πολεµού.

Στο χφ Ε:

βαστά, καταδαπανά, κλωσσά, αναχωρεί, διορθοί, πυροί, αγαπούν, ποιούν, γεννούσιν, θεωρούσι, ποιούσι, πολεµούσι, ζώσιν, εώσιν.

Μέση - Παθητική φωνή

Βαρύτονα -οµαι:

ορέγοµαι (GVA)·

β΄εν.: -εσαι:

αποκρίνεσαι (GVA), γίνεσαι (GA), κείτεσαι (GVA)·

γ΄εν.: -εται:

αναθρέφεται (GVAE), ανασκεπάζεται (GVA), ζηµιώνεται, λαµνίζεται (GVA) κτλ.·

γ΄πληθ.: -ονται:

αποκοιµίζονται (Α)/απεκοιµίζονται (G), γίνονται/γένονται (G), δοκιµάζονται (GA), δυναµώνονται (G),εγνωρίζονται (G), ενδύνονται (VA)/εντύνονται (G), ευρίσκονται (GVA), συντσακίζονται (GVA), συσφίγγονται (G), σφίγγονται (A), τσακώνονται (Α), χάνονται (GA)·

στην έκδοση V υπάρχει προτίµηση στις καταλήξεις -ουνται:

γίνουνται/γένουνται (V αλλά και γένονται), δοκιµάζουνται (V), εγνωρίζουνται (V), έρχουνται (V και έρχονται), ευρίσκουνται (V και ευρίσκονται), µαζώνουνται (V), ξεριζώνουνται (G), ορέγουνται (VΑ), προξενούνται (VΑ), στέκουνται (Α), σφίγγουνται (V), τυπώνουνται (V).

Στο χφ Ε:

αισθάνεται, βόσκεται, ευρίσκεται, βουλόµεθα, δυνάµεθα/δυνόµεθα, αισθάνονται,βούλονται, δύνανται, ίστανται.

Στο χφ Ι

: γίνονται, έρχονται, εγνωρίζουνται.

Περισπώµενα

β΄εν.: -είσαι:

θυµείσαι (G), ενθυµείσαι (Α), λυπείσαι (G), φοβείσαι (GΑ)·

-άσαι:

θυµάσαι (V)·

γ΄εν.: -είται:

αρνείται (GVAI), διηγείται (GVA), λυπείται (G), φοβείται (GVA)

· -άται:

αγαπάται (GVA),βαστάται (GVA), γεννάται (GVI), κερδάται (G), λογάται (G)·

διπλοτυπίες:

λυπάται/λυπείται (GΑ) προξενείται/προξενάται (Α)·

α΄πληθ.: -ούµεστεν:

θυµούµεστεν (G), ενθυµούµεσθεν (V), ενθυµούµενστε (Α)·

γ΄πληθ.: -ώνται:

αγαπώνται (GVA), αφηγώνται/’φηγώνται (G), γεννώνται (Α· αλλά και γεννούνται), ενθυµώνται (G), κοιµώνται (Α), προξενώνται (G),

πρβ. και υποτ.

αγαπιώνται (G)

· -ούνται:

αποκοιµούνται (V), αφηγούνται/’φηγούνται (VA), βαρούνται (G), γεννούνται (GVA), ενθυµούνται (VAI), κοιµούνται (V), φοβούνται (ΑI).

Στο χφ Ε: -άται:

αισχράται, γεννάται· i

είται:

αρκείται, διηγείται, λυπείται, φοβείται·

-ούται:

ταπεινούται, τελειούται, υψούται·

iώνται:

γελώνται·

-ούνται:

ενούνται.

8.3.2. Παρατατικός. Ενεργητική φωνή Βαρύτονα: -α:

ήθελα (GVA)

·

β΄εν.: -ες:

ήθελεσ (GA), εδόξαζεσ (GA)·

γ΄ εν.: -εν:

αφέντευεν, έγραφεν, έστεκεν, ήκουεν/ηκούεν, υπήγαινεν, (GVA) κτλ.,

και

στα χφφ GA σπανιότερα -ε:

αυθέντευε (Α), έδιδε (GVA), εδόξαζε (GVA), έθετε (V),

έκαµνε (GVA), ελάµβανε (Α), εµάθανε (Α), επαίδευε (GVA), επήγαινε (A), έστεκε (Α), ήθελε (G), ήκουε (A).

Τύποι

εδίωχθε

στο χφ Α (

ίσως υπερδιορθωτικά από εν. διώχτω;

Λεξ. Κρ.)

και

ήθεν

. Πρβ. επίσης γ΄εν.

έθετον (Α)·

α΄πληθ.: -αµε(ν):

εµάθαµεν (V), ηθέλαµεν (VAI)/ηθέλαµε (G)·

γ΄πληθ.: -αν:

έβαναν (GVA), εδιέβαιναν (GA· εδιάβαιναν V), έλεγαν (GVΑ), ήθελαν (GVA), ηµαρτεύαν (G), υπήγαιναν (G)·

-ασι(ν):

εκλαίγασιν (Α), επαγαίνασι (Α)·

-ον:

εδόξαζον (Α· εδόξαζαν G)·

Παράλειψη τελικού -ν:

εβάραινα (G), ήθελα (G).

Στο χφ. Ε:

(α΄εν.) απείχον, ήλπιζον, (γ΄εν.) απήγαγεν, (γ΄πληθ.) εσπούδαζον, έφαγον, ήθελον κτλ.,

πρβ. και

εχρήν

.

Περισπώµενα:

α΄εν.: -ουν:

εθάρρουν (G),επεθύµουν (GVΑ)·

γ΄εν.: -α:

αναγέλα (V), εβάστα (GVΑ), εβρόµα (GΑ), ετόλµα (Α) κτλ.·

-αν:

επολέµαν (G), ετόρµαν (G)·

-ει:

εθεώρει (GVA), ηµπόρει (GΑ)·

-ειν:

ηµπόρειν (Α),

-ε:

εµπόρε (V), εµάθανε (GA)·

και τύποι µε επιµήκυνση της κατάληξης: -ειε:

εθάρρειε/εθάρρειεν (GV), ηµπόρειε/εµπόρειε (GVΑ), ωφέλειε (G)·

γ΄πληθ.: -ούσαν:

εβαστούσαν (GVA), επολεµούσαν (GVA), εποιούσαν (GVA).

Στο Ε γ΄πληθ. -ων:

ηρώτων·

-ουν:

απεδήµουν (Ε).

Μέση-παθητική φωνή Βαρύτονα

β΄εν.: -όσουν:

εδυνόσουν (G)·

γ΄εν.: -ον:

αποκρίνετον (GV)/απεκρίνατον (Α) εγένετον (GVΑ), εγίνετον (GVΑ), εδύνετον (GV),εκάθετον (GVΑ)/εκάθητον (V), επαιδεύετον (V), εφαίνετον (GVA) κτλ.

Τύποι χωρίς τελικό -ν:

εγίνετο (VA), εγένετο (G), εδύνατο (A),

πρβ. και

επαιδεύεται (Α)·

γ΄πληθ.:

i

ονταν/οντα:

εµάχονταν (Α)/οµάχονταν (G), ορωνεύοντα (G), εδύνονταν (G)/εδύνοντα (ΑV), επολυπλασιάζοντα (Α)·

-όντεσαν:

εβαλνόντεσαν (G)/εβαλλόντεσαν (Α)

,

ειρωνευόντεσαν (Α)·

-όντησαν:

ορεγόντησαν (GVΑ).

Στο χφ Ε:

εγενόµην, εφοβείσουν, απεκρίνατο/απεκρίνετο, διήρχετο, εκαθέζετο, ευρίσκετο, ίστατο, προσέθετο,απήρχοντο, εµάχοντο, εφωτίζοντο.

Περισπώµενα

β΄εν.: -άσουν:

εφοβάσουν (GV),

-είσον:

εφοβείσον (GΑ)·

γ΄εν.: -άτον:

εφηγάτον (G), παραπονάτον (G)

-είτο:

εφοβείτο (Α)·

Στο χφ Ε:

ηφοβείτο

.

Στο χφ Ι γ΄πληθ.:-ούνταν:

εχρειάζουνταν (Ι).

8.3.3. Αόριστος (Βαρύτονα-Περισπώµενα)

Καταλήξεις σε: -α:

έδραµα, είδα, ήλθα, ήξευρα ηύρα (GVA) κτλ.·

-κα:

άφηκα (V), εγίνηκα (V), έδωκα (V), έθηκα (V), έποικα (GVA), ήφηκε (Α) κτλ.·

-σα:

εγνώρισα (GV), εγύρισα (GVA), εδιάβασα (GVA), έθεσα (V), επεθύµησα (V), εχόρτασα (GVA) κτλ.·

-ξα:

εβάσταξα (GVA), εµάζωξα (V) κτλ.·

-ησα:

αγάπησα

πρβ. και το ιδιωµατικό:

επροείπουν (G). 8

β΄εν.: -ες:

έκαµεσ, έλαβεσ, έµαθεσ (GVA) κτλ.·

γ΄εν.: συχνότερη η κατάληξη -εν:

έθησεν (G), εύρεν (V) κτλ

., παρατηρούνται ωστόσο και αρκετοί τύποι σε -ε σε όλες τις δηµώδεις παραλλαγές:

άρχισε (V), αφήκε (Α), εγκάλεσε (V), εζηµίωσε (V), εζήτησε (A), έθεσε (V), έκατσε (G)/εκάθισε (VA), εκρέµασε (V), έλαβε (G), έµαθε (G), εξέβαλε (V), επάνδρεψε (V), επείραξε (V), έπεσε (V), επήγε (V), επήρε (V), επροσκύνησε (ΑV), έστεκε (Α), έστειλε (G), έστερξε (V), εσυνήθισε (G), εσυµπάθησε (G), έσφαξε (V), έφθασε/έφτασε (GΑ), εχάλασε (Α), έχασε (V), ήλθε (V).

Περισσότερο συχνή στα χφφ GΑ είναι η εναλλαγή των τύπων -εν/-ε:

απέµεινεν/απέµεινε, απέστειλεν/απέστειλε άρχισεν/άρχισε, εσυµπάθησεν/

εσυµπάθησε, εκαβαλίκευσεν/εκαβαλίκευσε, έκραξεν/έκραξε, ελάλησεν/ελάλησε, έµαθεν /έµαθε, ερώτησεν/ερώτησε, εσκότωσεν/εσκότωσε (GVΑ) κτλ.

·

α΄πληθ.: -µεν:

ηύραµεν (GVΑ)·

γ΄πληθ.: -αν:

ακούσαν (G), άναψαν (GVA)

,

άρχισαν (GVA),εβάρυναν (V), εγίνησαν (GVA),εδηµηγέρτεψαν (GVA), εθαρρεύσαν, κτλ.·

-ασιν:

είπασιν (G),είχασιν (G)·

Η παράλειψη τελικού -ν είναι συχνότερη στο χφ Α:

έστησα (G), έπταισα (V), έβαλα (Α), είπασι (Α), ελέγασι (Α), εξηβάλασι (Α), εποίκασι (Α).

Στο λόγιο Ε:

εµόχθησα, απώλεσεν, εραθύµησεν, επώλησεν, εσυµπάθησεν, ετελεύτησεν

κτλ.,

έγηµεν, ένηθεν, έφη

κτλ.

,

πρβ. και

έδωκε

και αρκετοί τύποι β΄αορίστου:

έσχεν, (γ΄ πληθ.): απέθανον, είδον, είπον, εξείλον, έµαθον.

Στο Ι συχνότερη η κατάληξη γ΄εν. -ε:

άρχισε, είπε, επάνδρεψε κτλ. (αλλά και άφησεν, εγκάλεσαν, ήκουσεν).

Μέση-παθητική φωνή

α΄εν.: -θηκα:

εβαρέθηκα (VΙ), εδέχθηκα (ΑV), ορέχθηκα (GA)·

-θην:

αλαζονεύθην (GVA), εγεννήθην (G)·

-θησα:

εκακοπάθησα (GVA)·

8 Τύποι είπουν/είπου απαντούν στο κυπριακό ιδίωµα (Βουστρ.).

γ΄εν.:

αλαζονεύθη (Α), απεκρίθη (GVA), βαστάχθη (G), εγένη (Α), εδέχθη (G), εθροΐστη (G), εκάη (Α), επαντρεύτη (G), επαραγγιλεύθη (G) κτλ.

και τύποι µε εφελκυστικό -ν:

αναπαύθην (G), απεκρίθην (G), απελογήθην (V), αποκρίθην (GV), εβουλήθην (G), εγγαστρώθην (G), εδιέβην (GVΑ), εθυµήθην (G), εξέβην (V), εσέβην (V), εσηκώθην (G), εχάθην (V)·

πρβ. και

εθαυµαστώθην (Α)·

γ΄πληθ.: -θησαν:

απεστάλθησαν (V), εθαυµαχήσαν (G), εθαυµάχθησαν (Α), εκαταπιάσθησαν (V)·

-στηκαν:

εκαταπιάστηκαν/εκαταπιαστήκαν (GA).

Στο λόγιο Ε τύποι µέσου αορίστου:

εθεασάµην, εκτησάµην, εφυτευσάµην, εδωρήσω, εδωρήσατο, απήγξατο, συνετάξατο·

β΄ αορ.:

απώλετο

και παθ. αορ.:

εκάµφθην, ανεµνήσθη, εβουλήθησαν, εγεννήθησαν, ανεµνήσθησαν.

Στο Ι τύποι:

απεκρίθη, εβάλθη κτλ.

8.4. Υποτακτική (Βαρύτονα-Περισπώµενα)

8.4.1. Ενεστώτα:-ω:

µαθάνω/µανθάνω (GVA)

,

πάγω/υπάγω (GVA)·

-ώ:

ακουλουθώ, αγαπώ κτλ.

β΄εν.: -εις :

δείχνεισ, παιδεύεισ κτλ. (GVA),

-άς:

αγαπάσ (G)·

γ΄εν.: -ει:

ανακατώνει (VA), φέγγει (GVA) κτλ.·

-εί:

ακαρτερεί (GVA), καταλεί (GV), κατελεί (A), πονεί (GVA), φανεί (GVA) κτλ.·

-ά:

αγαπά (G), συνηθά (GA), χαλά (GA)·

πολυτυπία

: σκοπάει/σκοπεί/σκοπίζει (G), φάγει/φάει (G)·

εφελκυστικό -ν:

έχειν (Α), µεταγνώθειν (Α), προσέχειν (G)·

α΄πληθ.: -οµε:

σηκώνοµε (V)·

-ώµεν/ούµεν:

θρηνώµεν (G), θρηνούµεν (VA) ειπούµεν (GVA)·

β΄πληθ.: -ετε:

βάλετε (V), δώσετε (GVA), οµώσετε (GVA), ορθώσετε (GVA) κτλ.·

γ΄πληθ. -ουν:

αναθρέφουν, µανθάνουν, φέγγουν κτλ., (GVA)·

-ούν:

παρακαλούν (GV), καυθούν (VΑ) κτλ.·

-ούσι

: συνιβαστούσι (G), επαινούσι (Α), παρακαλούσι (A), προσέχουσι (Α και προσέχουν)·

παράλειψη τελικού -ν:

βαστάζου, παχύνου (Α)·

πρβ.

και τους σχηµατισµούς της υποτακτικής µε τον σύνδεσµο

ίνα

στα χφφ GΑ και την έκδ. V:

ίνα τον πιάσουν (G), ίνα διαλύσεισ (V), ίνα µη κριθείσ (Α)·

Στο λόγιο Ε:

(ίνα)κατέχητε

,

αισχύνουσιν, ποιούσι.

Στο Ι:

σιωπάσ, παρακαλείσ, εξεβείσ, αλησµονεί, ακούει, ανασηκώνοµε κτλ.

Μέση-παθητική φωνή: α΄εν.:-ούµαι:

αφηγούµαι/’φηγούµαι (GVA)·

β΄εν.: -εσαι:

θαυµάζεσαι (Α), υποτάσσεσαι (VA)

· -είσαι:

ενθυµείσαι (GVA), λυπείσαι (GVA), φοβείσαι (G) κτλ.,

πρβ. και

να υποτάσσαιν

του χφ G·

γ΄εν.: -εται:

απογνώκεται (G)·

-άται:

βαστάται (GVΑ), παραπονάται (GVA)·

-είται:

εναντιείται (GA), σκοπείται (G), φοβείται (G),

πρβ. και

προσέχηται (Α)·

γ΄πληθ.: -ονται:

πλησιάζονται (GVA), τσακώνονται (GA)·

-ουνται:

τσακώνουνται (V), φοβούνται (G)·

-ώνται:

αγαπώνται (VA) κτλ.· i

ιώνται:

αγαπιώνται (G).

Στο λόγιο Ε κατάληξη -ηται:

χαίρηται (Ε).

8.4.2. Αορίστου: -ήσω:

αγαπήσω, αµαρτήσω, αφήσω, µιλήσω, ποιήσω (GVA) κτλ.·

-άσω

αναγελάσω (GVA) κτλ.

· -εύσω:

αµαρτεύσω (G), γυρεύσω (GVA)·

-έψω:

αµαρτέψω (GVA)·

-ξω:

αλλάξω, δείξω (GVA) κτλ.·

-σω:

ακούσω (A)·

β΄εν.: -εις:

δείξεισ (GVΑ), αγοράσεισ (VAI· ηγοράσεισ G)

,

οµοιώσεισ (G), ποιήσεισ (GVA) κτλ. ·

-είς:

ενεµπιστευθείσ (VΑ) /ενεπιστευθείσ (G), ιδείσ (GVA), µανιωθείσ (GVA) κτλ.·

γ΄εν.: -ει:

αντιµέψει, αναστήσει, βαστάξει (GV), γελάσει (GVA) κτλ.,

και τύποι µε εφελκυστικό -ν:

εξεβείν (G), έχειν (A), ιδείν (Α), οµοιάσειν (Α)·

α΄πληθ.: -οµεν:

πιστεύσοµεν (GVΑ), σηκώσοµεν (A)·

-οµε:

σηκώσοµε (G)·

β΄πληθ.: -ετε:

ποίσετε (GV)/ποιήσετε (Α) κτλ

. -είτε:

ιδείτε (GVA)·

γ΄πληθ.: -ουν:

ανοίξουν, βαστάξουν, εγρικήσουν, µάθουν, πετάξουν/πετάσουν κτλ.

(GVA)·

-ούσιν:

δώσουσιν (G)·

Στο λόγιο Ε:

(ίνα) εξέλησ, νικήσοµεν, οµώσητε, πράξητε, σαλεύσητε·

στο γ΄πληθ.

παρατηρούνται µόνο δύο «νεότεροι» τύποι -ουν

: αλλάξουν, δηλώσουν·

οι υπόλοιποι λήγουν σε -ουσιν/ωσι:

ανοίξουσιν, δώσουσι, κατακαύσουσι, καύσουσι, κοµίσουσιν, παρέξουσι, απέλθωσι.

Στο Ι τύποι:

ανταµέψεισ, γυρέψεισ, ζηµιώσεισ, αµαρτέψει, παρακαλέσεισ, γυρίσει, ποιήσει, ακούσουν, γελάσουν κτλ.

Μέση - Παθητική φωνή : β΄εν.: -είς:

µανιωθείσ (GVA)·

γ΄εν.: -εί:

αρνηθεί (G), εναντιηθεί (GVA), µεταστραφεί (GA), ωφεληθεί (GA) κτλ.·

γ΄πληθ.: -ούν:

γεννηθούν (GVA),

πρβ. και τους τύπους:

να καφούν (G), να καγούν (Ι).

Στο λόγιο Ε:

(ίνα) αλαζονεύεται, γένηται, κάθηται, θεάσηται, αρθώσι, ενωθώσι, κοιµηθώσιν (και κοιµηθούν).

Στο Ι:

εναντιωθείσ, σαλευθείσ, γεννηθούν.

8.5. Προστακτική Ενεργητική φωνή

8.5.1. Ενεστώτα: -ε:

άκουε (Α), γονάτιζε (V), δάνειζε (G), δείχνε (GVA), δόξαζε (GVA), δούλευε (GVA), έβλεπε/εβλέπε (GA), εξόδιαζε (G· εξοδίαζε VΑ), λέγε (G), µάθανε (GΑ)/µάθαινε (V), παίδευε (GVA), συντύχαινε (GΑ), σφίγγε (GA), φεύγε (Α), χάνε (G)

κ.ά. πολλά· τύποι µε αύξηση:

ήκουε (V και πιθανό ήκουεν G), ήκουε (V)·

-α:

αγάπα (GVA), βάστα (GVA), ζήτα (G), πολέµα (GVA), προσκύνα (VΑ), τίµα (GVA), συνήθα (GΑ), αγαπάτε (GVA)·

-ει:

κάλει (G), κτλ.

και:

δίδου (Α), προσέχου (GVA)

µε ενεργητική σηµασία·

Στο λόγιο Ε:

λέγε, κάτεχε, θεώρει, σκόπει, θεωρείτω.

Στο χφ Ι:

ύπαγε, κλείνε, αγαπάτε.

Μέση-παθητική φωνή: -ού:

ενθυµού (GV)/ενθύµου (Α), λυπού (Α), συµβουλεύου (V), ταπεινώνου (GV), αυξάνεσθε (GVA), πληθύνεσθε (V)/πληθύνεστε (GA),

πρβ. και το ιδιωµατικό

συµβουλεύοσε (G)·9

8.5.2. Αορίστου: Καταλήξεις -ον:

άκουσον (VA), άνοιξον (VΑ), µάθον (G), πίστευσον (VΑ), πούλησον (Α), συµπάθησον (GVA)

· -ε:

βάλε (G), γύρισε (GVA), ειπέ (GA), εξέβαλε/εξήβαλε (GVA), ήκουσε (G), κάµε (A), κατηγόρησε (GA), µάθε (GVA), όρθωσε (GVA), ποίσε (GV)/ποίησε (V), προσκύνησε (GVA), σκύψε (GV), δράµετε (GVAE), ίδετε (G), ζητήσετε (GVΑ), ακούσετε (Α)/ηκούσετε (GV), ποίσατε (G)/ποίσετε (V)·

τύποι µε εκθλιβόµενο το -ε

: άφησ’ (GV), δώσ’ (GVA),

πρβ. και

άφεσ (GVA).

τύποι µε εφελκυστικό -ν:

γονάτισεν (Α), προσκύνησεν (G).

Στο λόγιο Ε καταλήξεις -ον, -ε, -ατε:

δοκίµασον, προσκύνησον, ελθέ, µάθε, ζητήσατε, ποιήσατε,

αλλά και λογιότεροι τύποι:

άφεσ, πρόσθεσ, πρόσχεσ.

Στο Ι:

αγόρασε, βάλε, λάβε, πούλησε, ταπείνωσε, δώσ'.

Μέση-παθητική φωνή: -σου

: εναντιήσου (V· ενατιήσου G), ενθυµήσου (GVA).

Η προστακτική εκφέρεται περιφραστικά µε: ας+υποτακτική:

ασ αποθάνει (GA),

µη/µηδέν+υποτακτική:

µη δοξάζεισ (G· δοξάσεισ VA), µη πιστεύεισ (G), µη τιµάσ (GVA), µηδέν εµπάζεισ (A), µηδέν σεβάζεισ (G), µη βλαστηµήσεισ (GVA), µηδέν αµαρτήσεισ (Α), µηδέν δείξεισ (GVA), µη σαλεύσεισ (GVA), µηδέν θαυµάζεσαι (GΑ), µη υψωθείσ (GVA), µηδέν του εµπιστευθείσ (GVA), µηδέν µανιωθείσ (GVA) κτλ.,

µη+απρµφ.:

µη εναντιηθήναι (G).

9 Για ανάλογους σχηµατισµούς της µέσης φωνής από ενεστωτικό θέµα και κατάληξη –σαι (βλέπεσαι) ή ενεστωτικό θέµα και κατάληξη –ου (κάθοσου, δέρνοσου) βλ. H. Pernot, Études de linguistique néo- hellénique, II, σσ. 300-301.

8.6. Απαρέµφατο

8.6.1. Ενεστώτα. Ενεργητική φωνή: -ει/-ειν:

αξίζει (V), βασταίνει (V), έχει (GVΙ)/ έχειν (A), ηξεύρει (GVA), παρακαλεί (GVA)·

Στο λόγιο Ε -ειν:

ακολουθείν, αναµιµνήσκειν, αποθνήσκειν, απέχειν, γράφειν, διώκειν, ενδύειν, έλκειν, επαινείν, επιτυχείν, θέλειν, κακίζειν, κατέχειν, κλαίειν, κλέπτειν, κρύπτειν, κτίζειν, κυριεύειν, λαλείν, λέγειν, νηστεύειν, ονοµάζειν, πολεµείν, ποτίζειν, προσθέτειν, σκεπάζειν, σµίγειν, συµπαθείν, συντρέχειν, υποφέρειν, φεύγειν, φέρειν·

-άν:

βοάν, κυνηγάν·

Μέση-παθητική φωνή: -άσται:

θυµάσται (V)·

-είσθαι:

θυµείσθαι (V).

Στο Ε: -σθαι:

διέρχεσθαι, οδύρεσθαι, ορέγεσθαι, επαινείσθαι, καλείσθαι, πολεµείσθαι, ίστασθαι.

8.6.2. Αορίστου. Ενεργητική φωνή: -ειν/-είν:

βαστάξειν (A), γενείν (G), ειπείν (GΑ)

,

ευρείν (G)·

-ει/-εί:

αγαπήσει (G), βαστάξει (GV), ετύχει (G), ηκούσει (G), πάρει (GVA), σεβεί (GVΑ) κτλ.·

-αι:

εναντιώσαι (V), ποιήσαι (V), αρνήσαι (G).

Μέση-παθητική φωνή: -εί(ν):

αποθάνειν (Α), γένει/γενεί, (GVA)·

-θεί(ν):

αλησµονηθεί (V), γεννηθεί (GVA), ηυρεθείν (V), ’ποµονευτεί/υποµονευθεί (GVA)·

-στεί:

απολεστείν (Α), απολπιστεί (G),

-θήναι:

ευρεθήναι (Α), µετρηθήναι (G), παιδευθήναι (V).

8.6.3. Παρακειµένου:

είσται κατηγορηµένοσ (GVA), είσται τιµηµένοσ (GVA).

Στο χφ Ε καταλήξεις αορίστου σε -αι:

αγαπήσαι, ανακάµψαι, ανανεώσαι, ανεγείραι, αποκτείναι, αστοχήσαι, βαστάσαι, γνώναι, διαµείναι, διορθώσαι, δοκιµάσαι, δυναστεύσαι, δώσαι, εκκόψαι, εκκρεµνίσαι, επιστρέψαι, ζητήσαι, θάψαι, κτήσαι, νικήσαι, ξυρίσαι, οµοιάσαι/οµοιώσαι, παιδεύσαι, παραµερίσαι, παροµοιάσαι, πληρώσαι, ποτίσαι, σαπίσαι, σκοπίσαι, σώσαι, υπανδρεύσαι, φυλάξαι·

-είν:

αποθανείν, ειπείν, ελθείν, εξελείν, εξελθείν, ευρείν, φαγείν, φυγείν·

Μέση και παθητική φωνή: -ασθαι:

απήγξασθαι, αφηγήσασθαι, γήµασθαι, διηγήσασθαι, εκολλάψασθαι, οµοιώσασθαι, παραπονάσθαι, παροµοιάσασθαι, πλανήσασθαι, ποιήσασθαι, πταίσασθαι·

-εσθαι:

γενέσθαι, δοξάζεσθαι

-θήναι/-ήναι:

αγαπηθήναι, δυνηθήναι, καλεσθήναι, παιδευθήναι, σκανδαλισθήναι, σµιγήναι, ταπεινωθήναι.

Στο Ι:

αγαπήσει, αυξήσει, βαστάξει, λαλήσει, έλθει, πλουτήσει κτλ.

8.7. Μετοχή

8.7.1. Ενεργητικού Ενεστώτα -ων/-ών:

αγαπών (Α), αφήνων (G· αφήνοντα VA), διαφεντεύων (GV), (τουσ) ζώντασ (V), (τον) πάσχοντα (V), πορνεύων (Ι), ταπεινών (Ι)

και πάρα πολλές στο λόγιο Ε:

αγαπώντεσ, αγαπώντων, ακολουθών/ακολουθούντα/

ακολουθούντεσ, αναγινώσκοντοσ, αναπολεµών, απελθών, απελθόντοσ, απελθούσα, αφηγούντεσ (ον. πληθ.), αφορών, γεννηθέντεσ/γεννηθέντασ, γινώσκων, γονυπετών, δεικνύων, διαλύων, διαιρών, διδάσκων/διδάσκοντα, διδούντα, διελθόντων, διορθών, διορθούσα, διψώντασ, διώκων/διώκοντα, δραµόντεσ, ερωτών, εστώσαν/εστώτων, έλκων, εώντα/εώντεσ, εώσα, έχων/έχουσασ, ζηµιούσα, ζητών, ζητούσα, ζώντασ, θέλων/θέλοντα/θέλοντεσ/θελόντων, θεωρών, κατέχων, κοµίζων, κουρσεύων, κυριεύων, λαλών, λαµβάνων, λέγων/λέγοντα/ λέγοντασ, λέγουσα, µανθάνουσα, όντα/όντεσ/όντων, πεινώντεσ, πληρουσών, ποιούντεσ, πολεµών, τελευτώσαν, υποφέρων, φέρων/φέροντεσ, φθάσαντεσ,

πρβ. και

διδούσ/ διδούντα.

8.7.2. Μέσου-παθητικού Ενεστώτα:

ενθυµούµενοσ (V), ευρισκόµενοι (V), κακούµενοσ (G), κοιµούµενον (G)/κοιµώµενον (VΑ), περιλαµπώµενον (Α), φοβούµενοι (Α), χαιράµενοσ/χαιράµενον (G), τρεχούµενον (G), πορνεύουσα (Ι)

και πάρα πολλές στο χφ Ε:

αισθανόµενοσ, αναφεροµένη, ανεγειροµένη, απερχόµενοι, βουλόµενοσ, βουλοµένη, γενόµενοσ/γενοµένουσ, γνωριζόµενον, δεόµενοσ, διδόµενον, διερχόµενον, διερχοµένη, διερχόµενα, διαλογιζόµενοσ, εργαζόµενοσ, ερχόµενον, ερωτώµενον, ευρισκόµενον, ιστάµενοσ, κατεχόµενοσ, λεγοµένη, λιθαζόµενοι, ορθούµενα, παιδευόµενοσ, πετώµενον, πορευόµενοσ, τρεπόµενοσ, τυπτόµενοσ, υβριζόµενοσ.

8.7.3. Μέσου-παθητικού αορίστου:

µανιωθείσ (GV).

Στο χφ. Ε µετοχές αορίστου: -ων:

ειπόντων, εισελθών, εξελούσησ, εξελόντεσ, ευρών/ευρόντεσ, µαθούσησ, πεσών, περιλαβών·

-ας:

ανάψασ, αποστείλασ, άσοντασ, αφήσασα, γήµασ, γονυπετήσασ, εάσασ, ελκύσασ, επιστρέψασ, θεωρήσασ, λαλήσασ, ναυαγήσασ, πέσασ, συµπαθήσασ, σφάξασ·

παθητικού αορίστου -είς:

απελπισθείσ, αποσταλείσ, διαλογισθείσ, δυνηθείσ, παραγγελθείσ, σκανδαλισθείσ, συσχεθέντοσ,

·σφιχθείσ, υψωθείσ.

8.7.4. Μέσου-παθητικού παρακειµένου:

αγορασµένη (GΑ), αναλιγωµένη/αναλιχωµένη (V), αναπαµένοσ (G), απερασµένα (G), απεσταλµένοσ (G), αποθαµένοσ (GΑ), απολιθασµένοι (Α), αυξισµένοσ (G), γελασµένοσ (GVAΕ), γεννησίµενον (V), γραµµένον (G), δαρµένοσ (G), δεµένη (Α), δοξασµένοσ (GVΑΙ), εναλιχωµένη (G), καµωµένοσ (GVA), καταργισµένα (GΑ), κατεργισµένοσ (V), κατηραµένεσ (V), κερδεµένοσ (VAΙ), κερδεσµένοσ (G), λιθασµένοι (G), µαδισµένεσ (GΑΙ), µαθηµένοσ (G), µετρηµένοσ (V), µετρισµένον (GΑ), ορθωµένα (GVΑ), ορθούµενα (G), ορισµένο (GVA), πειρασµένοσ (GVΑ), πιασµένοι (G)/πιασµένουσ (V), πονεµένοσ (GVA), στολισµένο (G), συµπαθηµένοσ (Α), συντροφεµένοσ (G), τιµηµένοσ (GVAΙ), φθιασµένον (G), φορτωµένα (GVAΙ), χαλασµένοσ (G), χαµηλωµένη (GVA)χορταµένον (G)/χορτασµένον (VAΙ). Πρβ.

και τη χρήση ως επιθέτων των: αιµατωµένη (GA), αναγελασµένην (G), ανθισµένον (G), απανωσηκωµένεσ (G), απογνωσµένην (GΑ), αρεσκούµενον (G), αρνισµένα (Α), αστενισµένησ (G), δανεισµένη (GV), διψασµένουσ (V)/διψαµένουσ (Α), διωγµένη (GV), δυναστεµένη (GVΑ), ενεµπιστεµένουσ (GVA), εξεκοµµένη (GVA), ερηµασµένη (GVA),

ηγορασµένουσ (Α), λυπηµένη (GVAΙ), µανισµένοσ (ΑΙ), µανιωµένοσ (GVΑΙ), µατωµένη (V), παραφρονεµένοσ (GA), πεινασµένουσ (GVA), σκοτισµένε (GVA), σκοτωµένον (GA), συνηθισµένην (GA), υπαντρεµένη (Ι),

Στο Ε λογιότεροι τύποι και τύποι µε αναδιπλασιασµό:

ανεωγµένουσ, απολελυκώσ, γεγονώσ, γεγραµµένα, ειωθώσ, ειωθότων, επταικότοσ, πεποιηµένοσ, τεταπεινωµένη, τετυφλωµένουσ.

8.7.5. Άκλιτη µετοχή:

ακούοντα (GVΑ), αφήνοντα (VΑ), βλέποντα/εβλέποντα (GVA), γελώντα (GV), γνωρίζοτα (G)/γνωρίζοντα (V), γρικώντα (G), γυρίζοντα (GA), διαβαίνοντα (GVA), εγνώθοντα (G), εγνωρίζοντα (V), εγρικώντα (G), ενθυµούντα (Α), ηκούοντα (G), θαρρώντα (GVΑ), θέλοντα (GΑ), θέτοντα (GΑ), θεωρώντα (Α), καβαλικεύοντα (GVA), κλαίοντα (V), κοιµώντα (GΑ), κοντεύοντα (GVΑ), λαλώντα (GΑ), λέγοντα (GV), µετανοούντα (G)/ µετανοώντα (V), περιλαβάνοντα (G), περνώντα (GVA), πετώντα (VΑ), πιστεύοντα (GA), πληρώνοντα (GA), ποιούντα (GVA),

’ποκτίζοντα (VΑ), πολοµώτα (G), προσέχοντα (GVA), σκεπάζοντα (GA), σκοπώντα (GVA), στέκοντα (GVΑ), σώνοντα (G), συµπέφτοντα (GVΑ), φεύγοντα (A).

Πρβ. επίσης το συνηρηµένο

ηκώντα (G)

και τον τύπο

πετώνταν (G),

καθώς και τις µετοχές σε –οντας/-ώντας:

ακούοντασ (V), εβλέποντασ (Α), εγρικώντασ (GV), ηκούοντασ (V), θεωρώντασ (V), κάµνοντασ (V), κοιµώντασ (V αντί µέσησ φωνήσ), φεύγοντασ (Α).

8.8. Περιφραστικοί χρόνοι

8.8.1. Μέσος παθητικός ενεστώτας: ενεστώτας του είµαι+µτχ. ενεστώτα:

έν'/έναι χαιράµενον (GVA=χαίρεται, είναι χαρούµενο), έν' χαιράµενη (GVA= είναι χαρούµενη), έναι/ένι χαιράµενοσ (GVA=είναι χαρούµενοσ).

8.8.2. Μέλλοντας εξακολουθητικός: θέλω+απρµφ. ενεστώτα:

θέλει αξίζει (V), θέλει βασταίνει (V), θέλει είσταιν (G)/είσται (V)/έσταιν (Α), θέλουν είσται (GVA), θέλει έχει (GV· έχειν A), θέλουν έχει (GVA), θέλει θυµάσται (G)/θυµείσθαι (V), θέλει ηξεύρει (GVA), θέλει παρακαλεί (GVA).

θέλω+υποτ. ενεστ. να

: θέλει βαστά (V), θέλει θυµάται (A).

8.8.3. Μέλλοντας συνοπτικός: θέλω+απρµφ. αορίστου:

θέλει αγαπήσει (GVΑ), θέλει αλησµονηθεί (V), θέλει ανταµευθεί (GVA), θέλει απολεστείν (A), θέλει απολπιστεί (G), θέλει αρέσει (GΑ), θέλει βαστάξει (GA), θέλει γενείν (Α), θέλει γεννηθεί (GVA), θέλει έβγει (G), θέλει εγνωρίσει (GΑ), θέλεισ εγνωρίσει (V), θέλει έµπει (Α), θέλεισ εύρει (V), θέλουν ηκούσει (G), θέλει ηµπορέσει (G), θέλει θρηνήσει (GA), θέλει κερδίσει (GA), θέλουν κρατήσει (G), θέλετε κριθεί (GΑ), θέλει λαλήσει (GVA), θέλει µετανοήσει (GVA), θέλετε µετρηθεί (Α), θέλετε µετρηθήναι (G), θέλει ξανανιώσει (G), θέλεισ ορθώσει (GVA), θέλει ορίσει (V), θέλει πάρει (GVA), θέλει πάθει (G), θέλει πέσει (GA), θέλουν πιστεύσει (GΑ), θέλει πλουτήσει (GVA), θέλεισ ποίσειν (G), θέλει σέβει (V),

θέλει σεβείν (G), θέλει σώσει (GVΑ), θέλει ταπεινωθεί (Α), θέλει υψωθεί (Α), θέλει χάσει (V), θέλει χρειαστεί (G) κτλ.

θέλω/µέλλω+να+υποτ. αορ.:

θέλουν να τον δώσουν (GVA), θέλει να εξανανεώσει (ΑV), θέλεισ να την εύρεισ (V), θέλει να σε κάµει (A), θέλει να κρίνει (GVA), θέλει να σε ποίσει (GV), θέλει να σκοπήσει (GVA), θέλουν ότι να υπάγουν (Α)· µέλλει να έρθει (GV).

Πρβ. και υποτ. χωρίς το

να: θέλεισ κάµεισ (Α).

θέλω+απρµφ. παρακ.:

10 θέλει είσται κατηγορηµένοσ (GVA), θέλει είσται τιµηµένοσ (GVΑ).

Μονολεκτικός µέλλοντας απαντά µία φορά σε απολιθωµένη φράση

: ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται (V), είτισ υψώνεται ταπεινωθήσεται, είτισ ταπεινώνεται υψωθήσεται (G).

Στο Ε ο µέλλοντας είναι πάντα µονολεκτικός:

διηγήσοµαι, άρξονται, παρέξουσιν, ποιήσουσιν.

Στο Ι συνυπάρχουν περιφραστικοί και µονολεκτικοί τύποι:

θέλει αγαπήσει, θέλει αυξήσει κτλ.

και:

ταπεινωθήσεται, υψωθήσεται.

8.8.4. Παρακείµενος

Ενεργητική φωνή:

έχουν φθιασµένον (G).

Μέση-παθητική φωνή:

έναι αγορασµένον/iο (GA), έναι αγορασµένοσ (V), έναι/ένι ευλογηµένοσ (GA=είναι ευλογηµένοσ), έναι δεµένη (GVA), είσαι ηγαπηµένοσ (=σε έχω συµπαθήσει VΑ), έναι κακιωµένοσ (G), έναι καµωµένοσ (GVA), είν'/έναι καµωµένον (GVA), έν' καταργισµένοσ (GA)/έναι κατεργισµένοσ (V), είν' κερδεσµένοσ (G)/κερδεµένοσ (VA), είναι κρυµµένα (Α), έναι µαθηµένοσ (V), ένι µανισµένοσ (A), έναι µανιωµένοσ (GVA), είναι ορθωµένεσ (GVA=τουσ έχει ανατεθεί), έναι ορισµένον/o (GVA), έναι πειρασµένοσ (GVA), είν' πιασµένοι (GV=έχουν συλληφθεί), εισίν παντρεµένοι (G)/πανδρεµένοι (V)/υπανδρεµένοι (A), έναι συνηθισµένοσ (GVA), έναι συγχωρηµένοσ (V), έναι τιµηµένοσ (GVA), είναι φορτωµένα (GVA), έν'/έναι χαµένο (GΑ)/ έναι χαhµένο (V).

Στο χφ Ι:

έναι δοξασµένοσ, εισίν µαδισµένεσ, είναι µανισµένοσ.

Στο Ε σχηµατίζεται πάντα µονολεκτικός:

γεγήρακε, εξέωσεν, τεθολώνει.

8.8.5. Υπερσυντέλικος: είχα+απρµφ. εν. ή αορ.:

είχεν γένει (GΑ), είχασίν τα δεµένα (Α), είχεν είσται (GV), είχεν εύρει (G), είχεν ηγαπήσει (διόρθ., είχεν ήγαλα χφ G), είχεν θέλει (G).

Μέση-παθητική φωνή: ήταν/ήτον/ήσαν+µτχ. παρακ.:

ήταν απολιθασµένοι (Α), ήτον αποταµένη (G), ήτον αποταγµένη (A), ήταν δεµένα (GV), ήτον ηγαπηµένοσ (V), ήσαν λιθασµένοι (G), ήτον µαθηµένοσ (GΑ), ήτον µανιωµένοσ (GV), ήτονε µανισµένοσ

10 ∆ύο αντίστοιχες περιπτώσεις παρατηρούνται στο Φορτουνάτο. Βλ. D. Holton, «The formation of the future in modern greek literary texts up to the 17th century», στον τόµο Αρχές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ... , τ. 1, σσ. 118-128.

(A), ήτον πιασµένοσ (GVA), ήτουν πιασµένοσ (V), ήτον υποκείµενον (GVA), ήτον υποταµένη (V).

Στο λόγιο Ε:

είχον κατεχοµένουσ, ην ανερχόµενοσ, ην κατεχόµενοσ.

9. Επιρρήµατα, προθέσεις, σύνδεσµοι, µόρια

Επιρρήµατα:

αγάλι (GVA), άδικα (GVA), αδίκωσ (G), αεί (GV), ακόµα (G)/ακόµη (GVA), ακούλουθα (G), ακριβά (GVAI), αλήθεια (GVA), αλλέωσ (GVΑ), άλλοθεν (Α), αµήν (G), ανάθεµα (GVA), ανάµεσο (G)/ανάµεσα (VA), αντάµα (GVA)/ αντάµαν (G)/ατάµαν (G)/εντάµαν (G), άνωθεν (GVA), άξια (GVA), απάνω/απάνου (GVA), απέξω (GVA)/απόξω (Α), απέσω (GVAΙ), απλώσ (G), αποκάτω/αποκάτου (GVA), απόκει/απεκεί (G), αποµέσα (G), αποµπρόσ (Α), αποπάνω (GVA), αποπίσω (GVA), αραιά (GV)/αραιάν (G), αυτού (G), βέβαια (GVΑ)/βέβαιαν (G), γλήγορα (GA), γλυκά (GV), γλυκέα (Α), γοργά (GΑ)/γουργά (G), γοργόν (Α), γοργότερον (GA), γύρον/το γύρον (G), δίκαια (GVA), δυνατά (GVΑ), δωριανά (GVA), εγλήγορα (Α), εδώ (V), εκεί (GVΑ), εκείθεν (GVΑ), έµορφα (GVA), εµπρόσ (G), έµπροσθεν (VΑ)/

έµπροστεν/έπροστεν (G) εµπρωπύτερα (G), ενάντια (G), εναντίον/ο (GVA), ενεµπιστεµένα (G), εξοπίσω (τοπ., χρον., GΑ), έξω (τοπ., αντιθ., VΑ), έσω (G), ετοτεσόν (G), έτσι (Α), ευθύσ (GVΑ), εύκολα/εύχολα (GVΑ), έωσ (τοπ. χρον. VΑ), εωσότου (Α), εωσούν (G)/εωσού (V), καθαρά (GVΑ), καθώσ (GVΑ), κακά (GVA), καλά (GVA), κάλλιο/καλλίο (G), κάλλιον (VΑ), καλλιότερον (GA), καµπόσο (GV), κατέµπροσθεν (Α)/κατέπροστεν (GV), κάτω (GVA), κοντά (GVΑ), κρυφίωσ (GVΑ)/κρυφέωσ (GΑ), µακρέα (GVΑ), µάλλον (GVA), µέσα (GA), µετρηµένα (G)/µεµετρηµένα (Α), µικρόθεν (GVΑ), µοναξώσ (G), µοναχά (G), µόνο/µόνον (GVΑ)/µόνε (V), όθεν (V), ολίγον (GV), ολιγότερον (GVA), ολουοµπρόσ (V), οµοίωσ/όµοιωσ (G), οµού (GA), οµπροστά (Α), οµπρόσ/οπρόσ (χρον. τοπ., GΑ), όξω (Α), οπίσω (GVA), οπόταν (V), όπου/οπού/όπο (τοπ., GVA), ορεκτικά (GVΑ), ορθά (GA), όσον (χρον., ποσοτ., GVA), ουδενόλωσ (Α), ουδέποτε (GΑ), ούτωσ (GVA), πάλιν (GVA)/πάλε (VΑ), πάντα (V), παντελώσ (GVΑ), πάντοτε (GVΑ), παράκαιρα (GV), παρακαιρόν (Α), παρακάτω (V), παραµπρόσ (G), παραµπροστά (GVA), πεζά (GA), περισσά/περίσσα (GVA), περισσό (G), πίσω (G), πλέο/πλέον (GVA)/πλιο (GV)/πλιον (G), πλια (G), πλεότερον (GVΑ), πόθεν (GVΑ), πολλάκισ (GV), πολλά (GVΑ), ποσώσ (GVAI), πότε (GVA), ποτέ (GVA), πούποτε (G)/πούπετα (VΑ), πρότερον (τοπ., χρον., GVΑ), πρώτο (G), πρωτότερον (G)/πρωτότερα (Α)/πρωτύτερον (A), προτού (Α), προχθέσ (GVA), πτωχά (GVA), σιµά (GΑ), στανίο/στανέο (GVA), συνήθωσ (G), σύντοµα(GVΑ)/ σύντοµον(G), συχνά (GVΑ), σφόδρα (GΑ), σωστά (GΑ), ταπεινά (GVA), τότε/τότεσ (GVΑ), τοτεσόν (GA)/τοτεσούν (G)/τοτεούν (VΑ), τώρα (GVA), ύστερον/ύστερα (GVΑ), ωσ (GVΑ), ωσάν (GVΑ), ώσπερ (GVΑ).

Προθέσεις:

από/απέ (GVA), διά (GVA), δίχωσ (GVA), εισ/εισέ (GVA), έξω/όξω (Α), επί (Α), κατά (GVA), παρά (GVA)/παρού (GVΑ), προσ (G), χωρίσ (GVΑ).

Σύνδεσµοι-µόρια-επιφωνήµατα:

αν (υποθ., GVA), ασ (GVA), εάν (υποθ., GVA), αλλά (αντιθ., GVA), αµή/άµη (αντιθ., GVA),11 αφού/αφούν (χρον., G), γουν (GVAI), δια να (GVA), διότι (GVΑ), διότι να (=ώστε, G), διατί (V), έδε (GVA), ειδέ (υπόθ., GVA), ειµή (αντιθ., GVA), εξού/εξότου/εξότα/εξότε (αντίθ., GVA), επεί (GΑ), επειδή (GVΑ), έωσ (GΑ), εωσούν(G)/εωσού (χρον., VE), ήγουν (GVΑ)/ήγου (G), καν (επιτατ., G)/κάνε (Α), και (GVA), λοιπόν (GVA), µη/µην (GVA), µηδέν (GVA), µηδέ (A), µεν (V), ναν (Α), όµωσ (αντιθ., GVA), ουδέν (GVA), ουν (V), όταν (GVA)/όνταν (G)/όντα, ότε (Α), ότι, ότι να (ειδ. συµπερ., GVA), ούτε (G), όχι (GVΑ), ουχ (Α), ουχί (GVΑ), ωσ (GVA).

Στο χφ Ε: Επιρρήµατα:

αδόλωσ, αεί, αλλοτρόπωσ, αναισχύντωσ, αύθισ, βεβαίωσ, έµπροσθεν/έπροσθεν, εναργώσ, ένδον, ένεκεν, έξωθεν, επάνω, επιστηµονικώσ, ευθύσ/ευθέωσ, έξω/έξωθεν, ίσωσ, καθώσ, κάλλιον, κατενώπιον, λοιπόν, µακρόθεν, νυν, ολιγάκισ, ολιγότερον, οµού, οπίσω, οπότε, όπωσ, όσον (ποσοτ.), ουδέποτε, ουκέτι, ούτω, πάλιν, πάντοτε, περισσοτέρωσ, περισσώσ, πλέον, πολλάκισ, ποτέ, πρότερον, προχθέσ, σπουδαίωσ, συχνάκισ, σφόδρα/σφοδρώσ, ταχέωσ, ώδε, ώσπερ.

Προθέσεις

: αντί, από, διά, εκ, εν, εξ, επί, κατά, µετά, παρά, προ, υπέρ. Και ρήµατα σύνθετα µε τισ: ανά (ανανεώνω, ανακάµπτω, αναγείρω, αναθρέφω, αναστρέφω, αναφύοµαι), περί (περιέρχεται, περιλαβών), συν (συναπάντησαν).

Σύνδεσµοι:

(συµπλεκτικοί): και, ουδέ, ούτε, καν (επιτατ.)· (αντιθετικοί): αλλά, δε, ειδέ·

(αιτιολογικοί): επεί, επειδή· (χρονικοί): ηνίκα, όταν, ότε· (τελικοί): ίνα, τοίνυν·

(υποθετικοί): εάν, ει.

Μόρια:

ήτοι, ιδού, ου, ουκ, ουχ, ουχί.

Στο χφ Ι: Επιρρήµατα:

άδικα, ακριβώσ, ανάµεσα, αντάµα, αξίωσ, απάνου/απάνω, απέξω, απέσω, αποκάτω, βέβαια, δηλαδή, δυνατά, εκεί, ελεύθερα, έξω, έτσι, εύκολα, κάλλιον, κρυφίωσ, µετρηµένα, οµού, οπίσω, όποτε, όπου, όσον (ποσοτ.), παρακάτω, παράκαιρα, πάλε, πάλιν, πάντοτε/πάντοτεσ, περισσά, περισσότερον, πλέον, πλιότερον, πόθεν, ποσώσ, ποτέ, στανέωσ, συχνά, σχεδόν, σωστά, ταπεινά, ύστερον/ύστερα, ώσπερ, ωσάν, ωσ.

Προθέσεις:

από, διά, εισ, εκ, κατά, παρά, περί, προσ.

Σύνδεσµοι-Μόρια:

αν (υποθ.), ασ, αλλά, αµή (αντιθ.), γουν, δεν, δια να, διατί, διότι, εάν (υποθ.), επειδή, έωσ (χρον., τοπ.), ήγουν, λοιπόν, µη/µην, µηδέν, να, ου, ουδέ, ουκ, ουν, ουχ, όχι, πλην, ωσάν (χρον.).

11 Για το σύνδεσµο αµή και τους τύπους αµµέ, άµα/αµά, αµµά, αµ µε τους οποίους απαντά σε ιδιώµατα της Κεφαλληνίας, της Θράκης, του Πόντου, της Κύπρου και των ∆ωδεκαννήσων βλ. Στ. Ψάλτη,

«Ετυµολογικά και σηµασιολογικά», Αθηνά 28 (1916) (Λεξικογραφικόν Αρχείον) 38-47. Παρόλο που ο τύπος άµη δεν επιβιώνει σήµερα σε ιδιώµατα, κρίθηκε ότι έπρεπε να διατηρηθεί στην έκδοση επειδή η συχνότητα µε την οποία απαντά είναι πολύ µεγάλη (στο 70% των περιπτώσεων ή 2/3 σε σχέση µε το 30% του τύπου αµή).

ΙΙΙ. ΣΥΝΤΑΞΗ

1. Άρθρα

Η παράλειψη του οριστικού άρθρου στα χφφ GVA δεν αποτελεί συχνό φαινόµενο.

Περιπτώσεις παράλειψης άρθρου παρατηρήθηκαν µπροστά από ονόµατα, επίθετα και αντωνυµίες:

Και εσκότωσεν Άβελ (Α), άνθρωποσ ο πτωχόσ (GΑ), πόνοσ γεννάται µόνον από την µακαριότητα/αν (GA), ωσ ήτον πιασµένοσ βασιλεύσ Μάρκοσ (Α), ότι υποψία δίδει αφορµήν να ποίσεισ κακόν (G γρ. ότ' η υποψία;), άλλοσ φωνάζει οµοίωσ εκείνοσ οµπρόσ εισ τον Θεόν (V), φα‚ το περίσσιον (A), εάν αλαζονικόσ να ανέβει (G· να εδιέβη Α).

Η πλεοναστική χρήση ή επανάληψη του άρθρου απαντά συχνότερα, συνήθως όταν ο επιθετικός προσδιορισµός ακολουθεί το ουσιαστικό που προσδιορίζει:

το ελάττωµαν το εναντίον τησ χάριτοσ (GVA), o άνθρωποσ ο µανιωµένοσ (GVA), τον εχθρόν σου τον παλαιό (GVA), εισ το βασιλέα τον Αλέξανδρον (GV), εισ τον πτωχόν τον κόρφον (G), τα πράµατα/πράγµατα τα όµοια (GVΑ), τουσ εχθρούσ τουσ άλλουσ (GVA), ο άνθρωποσ ο φρόνιµοσ (G), τα ονικά τα τοιαύτα (GVA), το µοναστήριν το εδικόν µασ (GA), ο βασιλεύσ ο Πρίαµοσ (GVA), το σπίτιν το υπέρπλουτον (Α), τουσ δούλουσ τουσ αγορασµένουσ (GV· ηγορασµένουσ Α), τα πράγµατα τα εύτυχα (G), τα πράγµατα τα άτυχα (Α), τα πράγµατα τα έµορφα (V), την µητέραν τουσ την αληθινήν (Ι), η γυναίκα η υπαντρεµένη (Ι).

Σε τρεις περιπτώσεις απαντά επιρρηµατική χρήση του άρθρου αντί χρονικού ή αιτιολογικού συνδέσµου (

τό να= µόλισ: και τό να τον ιδούν οι ιατροί είπαν ότι απόθανε (G)

και

τό = διότι: τό εκείνο οπού δίδει τινάσ ούτε εισ χρειαστικούσ ούτε εισ αξίουσ, είν' χαµένο (GA), τό να εβλέπει κάλλοσ τινάσ και να µηδέν αµαρτεύσει πλέον πράγµα είναι παρού να αναστήσει νεκρόν (Α),

ενώ συχνότερα το άρθρο ουσιαστικοποιεί πλάγιες ερωτηµατικές προτάσεις (

το πώσ, το τι

), βλ. και Υπόταξη. Πλεοναστικά χρησιµοποιείται εµπρός από ειδικές (

το πωσ

), αιτιολογικές (

το ότι

) και προτάσεις του σκοπού (

το ότι να

). Στην έκδοση V παρατηρήθηκε µία περίπτωση έναρθρου απαρεµφάτου:

εωσού του ποιήσαι πτερά.

Στο λόγιο Ε οι περιπτώσεις έλλειψης του άρθρου ίσως υποδηλώνουν συµµόρφωση µε κανόνες της αρχαίας:

εγώ, Σολοµών, βασιλεύσ Ιερουσαλήµ, ευφραινόµενη καρδία θάλλει πρόσωπον, λυπούµενη δε ξηραίνει οστά· ευθύσ άγγελοσ ήρξατο κρύπτειν·

πλεοναστική χρήση:

των αισθητηρίων των σωµατικών, η Εύα η ζηµιούσα, εν τη ευφροσύνῃ τῃ κοσµικῄ, το πράγµα το γεγονόσ, τον πτωχόν τον υπερήφανον.

Το Ε σε πολλές περιπτώσεις παραδίδει έναρθρο απαρέµφατο σε γενική

(του ποτίσαι, του διαµείναι, του µη είναι, του µη πταίσασθαι, του µη φοβείσθαι κτλ

.), σε σηµεία όπου τα

GAV παραδίδουν βουλητικές ή συµπερασµατικές προτάσεις, βλ. παρακάτω, Υπόταξη.

Πολύ συχνά επίσης απαντούν εµπρόθετοι προσδιορισµοί του χρόνου και του σκοπού µε έναρθρο απαρέµφατο σε γενική

(υπέρ του σµίγειν, προ του ποιήσαι)

σε αιτιατική

(εισ το ξυρίσαι, εισ το εκκολάψασθαι, εισ το ιδείν, προσ το πολεµείν, εισ το εξυπνήσασθαι, προσ το ποιήσασθαι αλλαγήν, προσ το δοξάζεσθαι, εισ το επαινείσθαι, προσ το αστοχήσαι, προσ το λαλείν)

και σε δοτική πτώση

(εν τῳ φεύγειν).

2. Παράθεση-Επεξήγηση

Η παράθεση και η επεξήγηση ως οµοιόπτωτοι προσδιορισµοί απαντούν αρκετά συχνά στο κείµενο:

διά τούτο θέλω, εγώ Αριστοτέλησ (G), έναν πουλίν, το γέλωτα, τό λέγουν καλάντραν (G· ένα πουλί τό λέγουν/λέγουσι καλαδρίνον VA), Σολοµών, βασιλεύσ τησ Ιερουσαλήµ (GVA), του αδελφού του, του Άβελ (GVA), τον αυθέντην τουσ, τον Λιστίγιον (GVA), την Μεστεβρίαν, την γυνή/γυναίκα του Ουρία (GV), την Βηρσαβεέ, γυναίκα του Ουρίου (Α), µε την χάρην του µεσαίου, ήγουν µε την ελευτερία/ελευθερίαν κτλ.

Σε πολλά από τα κεφάλαια του Άνθους των χαρίτων ο προσδιορισµός της έννοιας της αρετής ή του ελαττώµατος γίνεται µε επιµερισµό της και παράθεση των αριθµητικών επιθέτων το πρώτον, το δεύτερον, το τρίτον: π.χ.

Λύπη, οπού έναι ελάττωµα τησ χαράσ και εναντίον (V· είν’ ελάττωµαν και εναντίον τησ χαράσ/Α· είν’ εναντίον ελάττωµαν τησ χαράσ), ωσ καθώσ και ο Μακρόµπιοσ είπεν, έναι εισ πράγµατα τρία: το πρώτον έναι όταν ο άνθρωποσ λυπείται από τίποτε/τίποτεσ πράγµα πλεότερον παρού ότι ου πρέπει (V· παρά οπού πρέπει /Α·

παρού ό πρέπει) … Το δεύτερον έν’ όταν ο άνθρωποσ ούτε κάµει/κάµνει ούτε λέγει ούτε σκοπά κανένα πράµαν/πράγµα/πράγµαν … Το τρίτον έν’/ένι όταν διά κανέναν/κανένα ελάττωµα/ελάττωµαν ο άνθρωποσ σκοπίζει πολλά (GVA).

3. Πτώσεις 3.1. Ονοµαστική

αντί αιτιατικής:

έπεσαν µε τον πατήρ αυτών (G), ένα πουλί τό λέγουν φοίνιξ (GVA·

αλλά ίσωσ άκλιτο).

αντί κλητικής:

αυθέντη βασιλεύσ (G)·

βλ. και Μετοχές, ονοµαστική απόλυτη.

3.2. Γενική κτητική

την µορφήν του Θεού (GVA), το φωσ του ηλίου και τησ σελένησ/σελήνησ και των αστέρων (GVA), κορµία όµορφων γυναικών (GVA), ποιήµατα τω/των φρονίµων

(GVA), κορόνα του ανδρόσ (GVA), το φαρµάκιν του φιδίου/φιδιού (GVA), κορµίν του ανθρώπου (GVA), σπάρµα του γειτόνουν/γειτόνου (GA), νουσ/νουν του ανθρώπου (GA), το κάστρο/κάστρον/κάστροσ του εχθρού (GVA), η ζωή του ανθρώπου (GVA), γυναικόσ κεφαλήν (Ε) κτλ.·

της ιδιότητας

χάρην τησ αγάπησ, ελάττωµαν/ελάττωµα τησ ζηλείασ, χάρην τησ χαράσ, ελάττωµαν/

ελάττωµα τησ λύπησ, χάρην/χάρισ τησ ειρήνησ, ελάττωµαν/ελάττωµα τησ µανίασ, χάρην τησ ελεηµοσύνησ (GVΑ) κτλ., τα ίδια τησ χάριτοσ (GVA), πάσα γενεά ανθρώπων (G), το κρίµα τησ ζηλείασ (GV) κ. ά.·

του περιεχοµένου

µαντρία/µανδρία πλήθοσ ζώων (GVA), πλήθοσ χρηµάτων (GVA), το πλήθοσ του λογισµού (GVA), πλήθοσ µελισσίων (GVA), ξύλον παν καρπού (Ε)·

διαιρετική

άνθοσ των χαρίτων (GVAEI), κορφέσ/κορυφέσ των πλέον οµορφοτέρων βότανων/βοτάνων/βοτανών (GVΑΕ), µίαν των ηµερών (Α), τινά των ανθρώπων (Ε), µιᾴ των νυκτών (Ε), τι των βροµερών (Ε), τισ των ανθρώπων (Ε).

υποκειµενική

θεωρία οφθαλµών/οφθαλµού (GΑV), ακοήν ωτίων (GVA), όσφρησην ρινών/ρινόσ (GVA), γεύσην στοµάτων/στόµατοσ (GVA), ψηλάφησην χειρών (GVA), επεθύµια/

επιθυµία (GVA) τησ καρδιάσ, προαίρεσισ του πατρόσ (Α), όρµησην τησ ψυχήσ (GVA), τέλοσ του σταµού/τερµένου (GVA), ανάπαυσισ τησ ψυχήσ (GVA), µαραµόσ τησ γνώσησ (GVA), αγαθοσύνη του νου (GVA), ταπεινοσύνη τησ καρδίασ (GVA), προαίρεσισ πνεύµατοσ (Ε), δύναµισ και βεβαίωσισ τησ ψυχήσ (Ε), γλυκότησ καρδίασ (Ι), καθαρότητα νοόσ (Ι), κ.ά.·

αντικειµενική

αγάπην του Θεού (GVA), αγάπην των γυναικών (GVA), δούλοσ τησ αγάπησ (GVA), εναντία του ανδρόσ τησ (GVA) κ.ά.·

της αιτίας

ζηλείαν του κέρδου (G)/ κέρδουσ (VA)·

συγκριτική

µεγαλοτέρου/µεγαλυτέρου/µεγαλιοτέρου σου (GVA)· πλέον πράττει η χάρισ τησ γλώττασ (G), χάρισ ωραιοτέρα ή διαφορικοτέρα τησ ελεηµοσύνησ (Ε), εισίν µείζονεσ των ετέρων µελισσών (Ε)·

προσωπική

ποίσε/κάµε να σου έρχεται ταπείνωσισ (GVA), του πρέπει (G) κτλ.

Επιρρηµατική χρόνου

τησ ώρασ (GVA), τησ ώρησ (G).

3.3. ∆οτική χαριστική

κτήσισ βουκολίου και ποιµνίου πολλή εγένετό µοι (Ε), η καλή γυναίκα εστί στέφανοσ τῳ ανδρί αυτήσ (Ε)·

αντιχαριστική

αυτῴ γελώντα (GV), είτι µοι συ έκανεσ (Ε)·

προσωπική

εφαίνετο τῳ λαῴ σφόδρα δεινόσ (Ε)·

Επιρρηµατική χρόνου

τῃ νυκτί οπού κοιµώνται (Ε)·

τρόπου

φύσει είναι βολετόν ο καθείσ ... να λέγει (Α), φυσικῴ τινί τρόπῳ έχοσι έχθραν πολεµείσθαι αλλήλοισι (Ε), πλησιάζουν αυτῄ κύκλῳ (Ε)·

3.4. Αιτιατική προσωπική

βασιλεύσ είµαι και πρέπει µε να χαρίζω ωσ βασιλεύσ (Α), φαίνεταί µε ότι ουδέν ήθελεν βρεθεί/ηυρεθείν/ευρεθήναι ουδείσ (GVA) κτλ.

Επιρρηµατική χρόνου

και το τέλοσ εγώ να θέσω τεσ γραφέσ (GV), ηζήτησεν/εζήτησε χάρην ... ηµέρεσ οκτώ (G·

ηµέρασ VA), αυτόν έκλαψαν αρχή και πρώτον οι γονείσ του (Α), και το τέλοσ, εβλέποντα ο ακριβόσ ότι ο σκάρσοσ ουδέν ήθελεν να ποίσει αρχήν να ζητήσει (δεν θέλησε να ζητήσει αρχήν· V) … λέγει (GVA), και αυτά έποικέν τα απέ την ενάτην έωσ τον εσπερινόν µία ηµέραν (G), την δεύτερην/δευτέρα ηµέραν εχώρισεν τον ουρανόν απέ/από το ύδωρ …, την τρίτον/τρίτην/τη τρίτη ηµέραν όρθωσε/έποικεν την θάλασσαν

…, την τετάρτην ηµέραν έποικεν τον ήλιον …, την πέµπτον/πέµπτην ηµέρα/ηµέραν έποικεν/έκαµεν τα πουλία …, την έκτην ηµέραν έπλασεν τον άνθρωπον (GVΑ).

τόπου

επηγαίναν λαλώντα τον δρόµον (GVA), πολεµεί τα δέντρη και εξεριζώνει τα και τα φύλλα οπού είν' το γύρον/γύρo (GVA).

3. Αντωνυµίες Προσωπικές

Πρόταξη του βραχύ τύπου αντωνυµικού αντικειµένου

εάν το φέρουν οµπρόσ εισ τον αστενήν/ασθενήν/ασθενή (GVA), το επεθύµησα (V), ουδέν/µηδέν το είχα (GAV), ουδέν/δεν το εχόρτασα (GΑ), ουδέν του θέλει αρέσει (G), κ.ο.κ.

Επίταξη του βραχύ τύπου αντωνυµικού αντικειµένου

αποδείχνει το ο φιλόσοφοσ (G), ηθέλαµε τα πουλήσει (GΑ), έχω το, έφερέν τον, έποικέν τον, εντύσεν/ένδυσέν τον, εσύρεν/έσυρέν τον (GV), είπε το, φαίνεταί µε (GA), είχεν τα, έσφαξέν τον/εσφάζε τον (GVA), έθεκάν τον (G), έβαλάν τον (A), πιάνει τα (GV), εξηβάζει τα (G), εξηβάλλει τα (V), εβγάνει τα (A), κρατεί τα (G), είδε τον η αλουπού (GA), σύρνει τον (G), έδωκέν τουσ (GVA) κτλ.

Επανάληψη-πρόληψη του βραχύ τύπου αντωνυµικού αντικειµένου

εµένα η αιτία τησ πτωχείασ προξενεί µε και είµαι/γίνοµαι κλέπτησ (GVA), εµέναν ουδέν µε πρέπει (A), διώχνει αυτόν από σιµά του (G) κ.ά.

Στο χφ Ι:

και εκείνη δεν ηθέλησε να την υπανδρεύσει, µόνον άφησέν την, εκείνοσ οπού ποιεί κακόν ... αυτόσ το ευρίσκει ατόσ του, ήφερέν τα οπίσω, εγκάλεσέν τον, ο Θεόσ θέλει σε ελευθερώσει.

5. Ρήµα

5.1. Σύνταξη ρηµάτων

Μεταβατικά ρήµατα µε άµεσο ή έµµεσο αντικείµενο σε αιτιατική

αγαπώ (GVA), ακαρτερώ (GVA), ακολουθώ (GA και µε γεν.), ακούω (GAV και µε γεν.

G), αλλάσσω (GVA), αναγελώ (GVA), αποδείχνω (V), αποκρίνοµαι (GVA), αποστέλλω (GVA), αποσώνω (GVA), αρέσω (GVA και µε γεν.), αρνούµαι (GVΑ), αυθεντεύω (GΑ)/αφεντεύω (V), αφαλίζω (GΑ), αφήνω (GVA και µε γεν.: αφήνει των πουλίων), αχαµνίζω (G), βάνω (GVΑ), βαστώ (GVΑ), γελώ (GVΑ), γυρίζω (GVA), δηµηγερτεύω (GV), δειλιάζω (GΑ), δείχνω (GVA), δουλεύω (GVA· τον δουλεύουν), εγρικώ (GVΑ), εµπιστεύοµαι (GVA και µε γεν.), εναντιώνω (GVA), έρχοµαι (Α), κάµνω (Α), καταφρονώ (V· στο χφ G µε γεν.), λαλώ (GVΑ και µε γεν. GV), λείπω (GVΑ), µανθάνω (GVA), οµώνω (Α), ορέγοµαι (GV), ορθώνω (GVA), ορίζω (GVA), ορωτώ (G), παιδεύω (G), παρηγορώ (G), πιστεύω (GVA και µε γεν.: πιστεύσεισ τινόσ), προσκυνώ (GVA), πταίω (GVΑ και µε γεν.), συµπαθώ (GΑ και µε γεν. στην έκδ. V), συντυχαίνω (GΑ και µε γεν.), σύρω (GVΑ), υποστασιάζω (VΑ), χαίροµαι (GΑ), χαρίζω (GΑV) κ.ά.

Μεταβατικά ρήµατα µε έµµεσο ή άµεσο αντικείµενο σε γενική (κυρίως τα λεκτικά ρήµατα και όσα σηµαίνουν εχθρική ή φιλική ενέργεια ή αποµάκρυνση)

ακολουθώ (GΑV· η τιµή ακουλουθά όλων των χαρίτων), ακούω (G· να µηδέν του ακούσουν), αντιµεύω (G), απαντώ (=συναντώ· Α εχθροί τού απάντησαν), αφήνω

(GVA), βοηθώ (GVΑ· η αλήθεια να του βοηθά), δανείζω (G· του δανείζει), δείχνω (V), δουλεύω (GVA και µε αιτ.), εµπιστεύοµαι/ενεµπιστεύοµαι/ ενεπιστεύοµαι (GVA και µε αιτ.), έρχοµαι (GVΑ· µε γεν. προσ.), θεωρώ (G· να θεωρεί είσ του ετέρου), θυµίζω (G· µε γεν. προσ.), καταφρονώ (G), κερδίζω (GVA), λαλώ (GV και µε αιτ.), οµώνω (GA), οργίζοµαι (Α), πιστεύω (GVA και µε αιτ.), πταίω (GVA), συµπαθώ (V· συµπάθησον άλλου), συντυχαίνω (GVΑ· µε γεν. προσ.), υποστασιάζω (GVΑ), υποτάσσοµαι (GVA)·

πρβ. και ορέγοµαι (GVA· ορεγόντησαν από τόσον πράγµα).

Μεταβατικά ρήµατα µε έµµεσο αντικείµενο σε δοτική

λέγω (V· είπεν αυτῴ), πιστεύω (πιστεύουσιν αυτῴ· Α, πίστευσόν µοι· GVA).

Μεταβατικά ρήµατα µε άµεσο και έµµεσο αντικείµενο σε αιτιατική

αρέσω (GVA· εκείνο που αρέσει άλλον), δείχνω (GVΑ· µηδέν το δείξεισ άνθρωπον/ανθρώπου), δίδω (GA), δοξάζω (G), έρχοµαι (GA· όσεσ δυστυχίεσ να έλθουν τον άνθρωπον), ζητώ (GVA· εζήτησέν τον συµπάθιον και µε γεν.+αιτ.), θέτω (=αναθέτω Α), λαµβάνω (Α να σε λάβει), λέγω (GVΑ· µε αιτ. προσ. αλλά και µε γεν.), κάµνω (GΑ και GVA µε αιτ.+γεν.), ποιώ (GΑ· εποιούσαν τον τρεισ τιµέσ), πολεµώ (GΑ), στέλλω (A), στρογγυλεύω (VA), ταπεινώνω (G), τάσσω (G και µε γεν.), χαρίζω (GA· εχάρισέν τον κάστρον), υπαγαίνω (GVA· υπήγε τα του Αλεξάνδρου).

Με δύο αιτιατικές, όπου η µία κατηγορούµενο της άλλης, συντάσσονται τα ρήµατα

: κάµνω (Α και έκαµέν τον στρατιώτην του), λέγω (V· ουκ ηµπορεί τινάσ δια να την ειπεί αγάπη, δεν τον είπαν εκείνον άνθρωπον), στέλλω (GVA· έστειλάν τον αποκρισιάρην), παίρνω/επαίρνω (VA· επήρε την αδικία γυναίκα).

Μεταβατικά ρήµατα µε άµεσο και έµµεσο αντικείµενο σε αιτιατική και γενική (κυρίως τα ρήµατα

λέγω, δίνω, ζητώ, κάµνω

, τα συνώνυµά τους και όσα σηµαίνουν φιλική ή εχθρική ενέργεια):

αρέσω (VA), αφήνω (GVA), αποδίδω (V), βάνω/βάλλω (GVA· του αλόγου βάνουν/βάλλουν το σαλιβάρι), γράφω (GVA), γυρίζω (G· γυρίζει άλλου διάφορον), δείχνω (V), δίδω (GVΑ), δοξάζω (V), ζηµιώνω (GVΑ· να ζηµιώσεισ τινόσ πράγµα), ζητώ (GVA· ζητάσ δούλευσην/δούλεψην του φίλου σου), θέτω (=αναθέτω V), κάµνω (GVΑ), λέγω (GVΑ), µανθάνω (G· έµαθάν του τα πράγµατα), παίρνω/επαίρνω (GVA), ποιώ (GVA), πολεµώ (GVΑ), στέλλω (V), στρογγυλεύω (G), συµπαθώ (GVA), τάσσω (GV), χαρίζω (V).

Μεταβατικά ρήµατα ως αµετάβατα

σύρω (GVA· µη/µην είπεισ/ειπείσ, του φίλου/τον φίλον σου: «Σύρε»).

Αµετάβατα ρήµατα ως µεταβατικά

αποθαίνω (G· ενθυµήθη να ποίσει να το αποθάνουν),γυρίζω (GVA· γυρίζουν όλην την φωλέαν), κλαίω (Α· αυτόν έκλαψαν).

Ενεργητικά ρήµατα µε µέση σηµασία

ορέγω (Α· τό ορέγουν τινέσ να σµίξουν αντάµα)

,

τυπώνω (G· οι τρεισ χάριτεσ τυπώνουν εισ άλλεσ χάριτεσ)· πρβ. και τη σύνταξη της µτχ. κοιµώντα/κοιµώντασ εισ τεσ αγκάλεσ τησ (GVA).

Μέσα και παθητικά ρήµατα µε ενεργητική σηµασία

άπτοµαι (Α· να µηδέν άψονται από το ξύλον), θαυµάζοµαι (Α· εθαυµαστώθην πολλά).

Στο λόγιο χφ Ε µε γενική συντάσσονται τα ρήµατα:

επιτυγχάνω, κρούω, πιστεύω, προσάπτω, πταίω, συµπαθώ, συντρέχω,

µε δοτική τα:

ακολουθώ, αρέσω, βροµώ, δέοµαι, δοκώ, δουλεύω, έρχοµαι, λαλώ, λέγω, συνάγω, συναντώ, συµπαθώ, φηµί·

δίπτωτα (µε δοτική+αιτιατική) είναι τα:

δηλόω, δίδω, δωρίζω, παρέχω, ποιώ, συµπαθώ, χαρίζω.

Στο χφ Ι, µε γενική συντάσσονται τα ρήµατα:

ανταµείβω, αποστέλλω, ζηµιώνω, κάµνω, παίρνω, συµπαθώ, υποτάσσοµαι·

δίπτωτα (µε αιτιατική+γενική) είναι τα:

αρέσω, δίδω, ποιώ

και (µε δοτική+αιτιατική) τα:

πιστεύω, πταίω.

5.2. Συντάξεις του είµαι και άλλων υπαρκτικών ρηµάτων

Εκτός από το ρήµα

είµαι

υπαρκτική σηµασία έχουν και τα ρήµατα

πράττοµαι, στέκω

:

ουδ' έναι κανέναν πράµαν εισ τον κόσµον να πράττεται ώσπερ την ακρίβειαν (G· να πράττεται ελάττωµαν V), οπού άξια αγαπά, πάντα/πάντοτε στέκει εισ φόβον (GVA).

είναι+να+υποτ. αορ.= πρέπει:

εκείνο οπού δεν είναι να το εξοδιάσει εισε κανέναν τρόπον τησ έξοδού/έξοδοσ του (GA· τεσ έξοδέσ του V), ουκ έν' πράµα κανένα να ποίσει/κάµει τον άνθρωπον πλέον ολίγο(ν) (GVA), η αµαρτία οπού ποιούν εναντίον τησ φύσησ, το οποίον ουδέν έναι να/δια να το ειπούµεν (GAV)·

είναι+να+υποτ. αορ.= µπορεί:

ουδείσ έναι να λάβει/βάλει την ιστίαν εισ τον κόρφον αυτού και να µηδέν καφούν/καυθούν τα ρούχα του (GVA).

5.3. Απρόσωπα ρήµατα

γίνεται:

γίνεται ότι όλοι οι τεχνίται/τεχνίτεσ αγαπώνται αντάµα (GVA)·

γράφει:

διά το ελάττωµαν τησ ζηλείασ γράφει εισ την Παλαιάν ∆ιαθήκην (GVA)·

ευρίσκεται

: διά την ζηλείαν ευρίσκεται ότι ... (GVA)·

έχει+υποτ. αορίστου=πρέπει να:

έχει να ποίσει/ποιήσει (GV· κάµει Α)·

λάχει:

εκεί οπού λάχει (G)·

µέλλει+να+υποτ.:

µέλλει να εξοδιάσει (GVA)·

πρέπει:

να παιδεύεισ άλλον µετρηµένα/µεµετρηµένα µε έργον ή µε λόγον ωσ πρέπει (GVA)·

πρέπει+γεν. προσ.:

οπού του πρέπει/έπρεπε (GVA)·

πρέπει+υποτακτική:

πρέπει να τουσ αγαπάσ (G)·

πρέπει+ προσωπική σύνταξη:

εισ πράγµατα οπού ουδέν πρέπουν (GVA)·

σώνει

: η 'στία/ιστία ... λέγει «σώνειν/σώνει» (GVA)·

τυχαίνει+απρµφ. (GVΑΙ=πρέπει):

τυχαίνει να είσαι κριτήσ του εαυτού σου, οι κρατάρχοι/ κρατάρχαι των πόλεων τυχαίνει να προσέχουν/προσέχουσι (GA), τυχαίνει να ευχαριστείσ τον Θεόν (GVA), οπού ουδέν βαστά τεσ όρεξεσ ... µε τα ζώα τυχαίνει να συντροφέψει/συντροφεύει (GVA) οπού θέλει να φυλάξει άξιαν την ευνουχείαν ..., τυχαίνει να προσέχει (GA· ουδέν φυλάττει V), οπού θέλει να φυλάττει αξίωσ την σωφροσύνην, τυχαίνει να προσέχει πράγµατα έξι (Ι)·

ηµπορεί+υποτακτική (GVA)·

φαίνεται:

φαίνεται+γεν. προσ.+υποτακτική:

φαίνεται του καθενόσ καλόν και όµορφον να ηγαπά/να αγαπά/δια να αγαπά (GVA)·

φαίνεται+αιτ. προσ.+ειδ. προτ

.: φαίνεταί µε ότι ουδέν ήθελεν βρεθεί/ηυρεθείν /ευρεθήναι ουδείσ (GVA)·

φαίνεται+ειδ. πρότ.:

φαίνεται ότι έχει κρατηµοσύνη η γυναίκα (GVA).

Στο χφ Ε απρόσωπα είναι τα:

γράφεται, διηγείται, µέλλει+απρµφ., φαίνεται+απρµφ., εχρήν.

5.4. Υποτακτική-∆υνητική έγκλιση 5.4.1. Υποτακτική

Σε κύρια πρόταση αντί µέλλοντα:

συµπάθησον άλλον, και να είσαι συµπαθηµένοσ (GVA), οπού κατελεί το εδικόν του, άλλου ακριβά να έχει (G· το θέλει έχει V), εισ τεσ ευτυχίεσ πολλούσ φίλουσ να εύρεισ, άµη εισ τεσ δυστυχίεσ ολίγουσ (G), εισ τεσ ευτυχίεσ πολλούσ φίλουσ να εύρεισ, αµή/ειµή εισ τεσ δυστυχίεσ να ευρεθείσ µοναχόσ (VA), πρώτον/πρώτα να γυρεύσω τινά ποιήµατα τω/των φρονίµων οπού είπαν/είπασι καλό/καλόν διά ταύτεσ, ... και το τέλοσ εγώ να θέσω τεσ γραφέσ αντάµα και να δώσω αληθινήν λύσην και να κόψω/κόψουν τεσ γλώσσεσ οπού λέγουν/λαλούν κακά (GVA), είτι ζητήσει ο είσ, να δώσω τον έτερον/του ετέρου διπλόν (GVA), είτισ αναγελάσει την παράκλησήν του, να έλθει εισ πτωχεία (GVΑ), σύρε αγάλι, και εγώ να σε δείξω (GVA), όποιοσ αγαπά την ορθότηταν, η αλήθεια να του βοηθά (GΑ· βοηθάει V), εγώ να ειπώ τώρα εκείνο οπού επεθύµουν (GVA), είτισ θέλει να ακουλουθεί/ακολουθεί/ακολουθά την όρεξήν του, εισ το τέλοσ να έλθει χαhµένοσ (GVA) κτλ.

Με τα

ασ, να, µηδέν

µε προτρεπτική-απαγορευτική σηµασία ή σε θέση

προστακτικής:

αν τύχει τινάσ άνθρωποσ ουδέν πολεµεί καλά, να µηδέν αγαπά κανένα (Α), και να µηδέν εναντιηθεί εισ εκείνο τό είπεν ο Σολοµών (GVA), λοιπόν εκείνοι να

αποµείνουν (VA· να αποµείναν G) εισ το/τον λαµπρόν τησ ιστίασ να τουσ καύσει, εκείνοσ µη κρίνει άλλουσ (GVA) κτλ.

Σε κύρια πρόταση αντί οριστικής:

ουδέν αναστενάζει, αλλά προσέχηται (Α), οι λογισµοί να χωνεύουν εκεί οπού βουλή ουκ έναι (V), από τον δεµέστιχον/δοµέστιχον του οσπιτιού/οσπιτίου να εγνωρίσεισ τον αφέντη (GΑ) κτλ.

5.4.2. ∆υνητική έγκλιση-δυνητικές σηµασίες

ορ. παρατ.:

ουδέν το πιάνουν ..., εάν ουδέν ήτον η ασυγκερνότητα (GVA=θα µπορούσαν να το πιάσουν)

ορ. παρατ. του θέλω+απρµφ. αορ.:

ήθελαν φανεί (GVA), ήθελεν βαστάξει/

βαστάξειν (GVΑ), ήθελα 'ποµονευτεί/υποµονευθεί (GVA), ήθελεν γένει (VA), ήθελεν σεβείν (G), ήθεν είσται (Α), ήθελεν έµπει (A), ήθελεσ ειπείν (GA), ήθελε/ήθελεν χάσει (GA), ήθελεν είσταιν/είσται (GVA), ήθελεν αφήσει (GVA), ηθέλαµε τα πουλήσει (G) κτλ.·

ορ. παρατ. του θέλω+απρµφ. αορ.+να+υποτ.:

ήθελεν ηµπορέσει να βαστάξει (GVA= θα µπορούσε να αντέξει), ήθελεν είσται να έχει (GVA= θα µπορούσε να έχει), ήθελαν ηµπορεί να την έχουν (GVA), ήθελα 'ποµονευτεί να το εξοδιάζω (GVA)·

να+ορ. παρατ.:

εάν ο άνθρωποσ να εδιέβην/εδιάβη/εδιέβη εισ τον ουρανόν και να είδεν την χάρην και την µορφήν του Θεού (GVΑ), επολεµούσαν µε την πλέον τιµήν οπού να ήτον (V)·

να+ορ. αορ.:

και ουδέν ήτον πράγµα οπού να το επεθύµησα και να µηδέν το είχα (GVA)·

να+ ορ. υπερσ.:

να είχεν γένει τίποτε κέρδοσ (GA).

5 5. Μετοχές 5.5.1. Επιθετικές

ο αγαπών την ορθότητα (Α).

Πολύ συχνή η επιθετική µετοχή στο Ε:

τον όντα εν µεγάλῃ πεδιάδᾳ, ο θέλων ευρείν και µαθείν, ο πλέων ηξεύρων, ο ζητών ειρήνην, ο αγαπών τον Θεόν, ο µη αγαπών τα ίδια αυτού, ο ταύτην διώκων, ο θέλων ιδείν, ίνα χαίρεται εν ετέροισ κακοίσ προσ το παιδευθήναι ο έχων, ο ευφραινόµενοσ εν τοισ κακοίσ των ετέρων, ο ορών τον Αλέξανδρον είχεν φόβον εξ αυτού, ο βλέπων αυτόν ουκ έχει φόβον, ο άνθρωποσ ο πτωχόσ ο αναπολεµών, ο εξελθών εκ του αγαθού και ποιήσασ αισχρά, ο απολελυκώσ την πίστην, ο θέλων λέγειν καλώσ, τον θέλοντα ποιήσαι, τον αποκτείναντα, βασιλέωσ Μάρκου του συσχεθέντοσ, περί του Σαµψών του ανδρείου του ποιήσαντοσ, περί τινοσ ληστού του ποιήσαντοσ.12

12 Βλ. και παρακάτω, IV, 2 Αρχαϊσµοί και λόγια στοιχεία.

5.5.2. Τροπικές - χρονικές - χρονικοϋποθετικές - αιτιολογικές

εγρικώντασ (GVA), κλαίοντα (GVA), θέλοντα (GVA), µη εβλέποντα (GVA), σκοπώντα (GVA), γνωρίζοτα (G)/γνωρίζοντα (V), ορώντα (GVA), ποιούντα (GVA) κ. ά. πολλέσ.

Στο Ε:

ερχόµενοσ, τρεπόµενοσ, ελπίζων, θεωρών, δεικνύουσα, προσκυνήσασ, ελκύσασα κ. ά. πολλέσ.

5.5.3. Απόλυτες

Ονοµαστικές απόλυτες:

κοντεύοντα το τέρµενον (GVA), εβλέποντα ο Κάιν (GVA)

,

ταύτα ηκούοντα ο κόρακασ (G), σώνοντα οι χρόνοι ιδ΄ (G), πληρώνοντα ηµέρεσ, ήγουν εννιά/εννέα (GVΑ), έσοντα/έσθοντα καλά το κορµίν χορτασµένον (GVA), έλκοντεσ ίπποι τέσσαρεσ (Ε).

Γενική απόλυτη:

πληρωµένων των εννέα ηµερών (V), πληρουσών ηµερών θ΄ (Ε).

Κατηγορηµατική:

να έλθει χαµένοσ/χαhµένοσ και γοργά χαλασµένοσ (GVA), έβαναν τούτον καθήµενον (Ε)

.

6. Επιρρήµατα, προθέσεις, σύνδεσµοι, µόρια Σύνταξη προθέσεων και επιρρηµάτων

Με αιτιατική

από (GVA)·

δίχωσ (δίχωσ θέληµα· V)·

εισ (εισ την γην· GVA)·

εκ (εκ την γην· G)·

έωσ (GVA)·

κάτω (κάτω την γην· G)·

προσ (προσ τον Θεόν· G)·

χωρίσ+αιτιατική κτλ.· πρβ. και εναντίον το καθέν (GV).

Με γενική

ακούλουθα (G· ακούλουθά του)·

ανάµεσο/ανάµεσα (GVA· ανάµεσο/ανάµεσα αυτών)·

απάνω/απάνου (GVA· απάνου/απάνω σου)·

από (G· από φύσησ, A· από φύσεωσ, G· απ' εκείνου, V· από συνηθείασ, A· από πτωχείασ, V· από του ξύλου, A· από του να ακούει)·

αποκάτω (VA· αποκάτω/κάτω τησ γησ)·

αποπάνω (GVA· αποπάνω του)·

αποπίσω (V· αποπίσω αυτών)·

εκ (G· εκ τησ θαλάσσησ)·

έµπροσθεν/έµπροστεν (GVA· έµπροστέν/έµπροσθέν του)·

εναντίον/εναντίο (GVA· παλεύει ο άνθρωποσ εναντίον πασών των ελαττωµάτων)·

εξοπίσω (GA· εξοπίσω τησ χαράσ)·

έξω (GΑ· έξω θελήµατοσ, GV· έξω δικαίου)·

επί (Α· επί τησ αυρίου)·

εωσού/εωσούν+του (G· εωσούν του µεταποιούν πτερά/ V· εωσού του ποιήσαι)·

κατά (Α· κατά τησ ώρασ ψοφά)·

κατέµπροσθεν/κατέπροστεν (Α· κατέµπροσθεν/ GV· κατέπροστεν του ηλίου)·

µετά (GVA· µετά χαράσ)·

οµπρόσ/οµπροστά (Α· οµπροστά σου/οµπρόσ του)·

οπίσω/οπίσον (GVA· οπίσον/οπίσω του)·

ποτέ (G· ποτέ του)·

χωρίσ (Α· χωρίσ δικαίου, χωρίσ τησ εντροπήσ).

Με δοτική

εν (V· εν µοναστηρίῳ, εν τῃ οδῴ, εν αρχῄ εποίησεν ο Θεόσ).

Με εµπρόθετη αιτιατική ή γενική

απάνω εισ+αιτιατική·

αποκάτω εισ+αιτιατική (GVA· αποκάτω εισ την πέτραν)·

εµπρόσ/οµπρόσ από+αιτιατική (G· εµπρόσ από τον βασιλέα /V· οµπρόσ)·

έµπροστεν εισ+αιτιατική (G· έµπροστεν εισ τον Θεόν)·

έξω/όξω από+αιτιατική (Α· όξω από το δίκαιον/ V· έξω από την φύσην/ G· έξω απέ την ορδινία/ A· όξω από την ορδινία)·

µέσα εισ+αιτιατική (GV· µέσα εισ το/τον δρόµον)·

ολουοµπρόσ εισ+αιτιατική (V· ολουοµπρόσ εισ τον Θεόν)·

οµπρόσ/οπρόσ εισ+αιτιατική (G· οµπρόσ εισ την γυναίκα/ A· οµπρόσ εισ την µανίαν)·

οµπρόσ εισ+γενική (GV· οµπρόσ του).

Στο λόγιο χφ Ε µε γενική συντάσσονται οι προθέσεις και τα επιρρήµατα

άνευ, από, εκ, εναντίον, έξω, επάνω, έωσ, κατά, µετά, οπίσω, παρά, περί, προ, υπέρ, υπό, χωρίσ,

µε δοτική οι

εν, εκ, επί, περί, συν, υπέρ,

µε αιτιατική οι

διά, εκ, επί, προσ, υπό, υπέρ.

7. Παράταξη

7.1. Συµπλεκτικοί σύνδεσµοι

και ... και ... και (GVA).

Σε ορισµένες περιπτώσεις η παρατακτική σύνταξη υποκαθιστά δευτερεύουσα βουλητική, αναφορική, τελική ή συµπερασµατική πρόταση:

εκείνοι που εγεννήθησαν εισ ένα πλανήτην φυσικόν τίποτε είναι και αγαπώνται (=να αγαπώνται), π.χ.

είχα ... και πάσα γενεά/γενεάσ/λογήσ ανθρώπουσ και επολεµούσαν µε/µου την πλέον τιµήν (GVA = οι οποίοι επολεµούσαν), ήτον είσ µέγασ άνθρωποσ, και ήκουεν 'Πολύτησ και είχεν µάχην µε έτερον ..., και ήκουεν Λιστίγιοσ (GVA = ο οποίοσ ήκουεν), διά µία αρχόντισσα και

ήκουεν Ιουρίνα και ηγάπησεν έναν ... και ήκουεν Αµών (= η οποία ήκουεν κτλ)., ένα φιλόσοφον και ήκουεν Κάντιδοσ (GVA=ο οποίοσ ήκουεν).

Αντί τελικής ή συµπερασµατικής πρότασης

: το ονείδισµα ποιεί και χάνει την χάρην (G· τελική ή ίσωσ συµπερ.), το ονείδισµα κάµνει και χάνει την δούλευσήν του (A· τελική ή ίσωσ συµπερ.), όταν αποκοιµηθούν, ποιεί/πολεµεί τουσ και κινδυνεύουν (GVΑ, τελική ή ίσωσ συµπερ.), οι πονηροί λογισµοί ποιούν τον άνθρωπον και χωρίζει/χωρίζουν/ηχωρίζει από τον Θεόν (GVΑ· τελική ή ίσωσ συµπερ.), το κρασίν και οι γυναίκεσ ποιούν/ποιούσι και ξεριζώνουνται/εξεριζώνονται οι άνθρωποι (GVA· τελική ή συµπερ.) κτλ.·

Στο λόγιο χφ Ε η σύνδεση κατά παράταξη είναι σπάνια, αλλά η τάση υπερδιόρθωσης του γραφέα αποδίδει συχνά την τελική πρόταση του αρχικού δηµώδους κειµένου µε άναρθρο ή έναρθρο απαρέµφατο το οποίο συνδέεται παρατακτικά µε προηγούµενη τελική πρόταση:

ίνα αγαπά και προσέχειν, ίνα τιµάσ και δουλεύειν, ίνα θέσω και δούναι, ίνα έχει καθαράν και αξίαν πίστην και µη διώκειν, ίνα γένηται και δουλεύσαι, ίνα δοξάζεισ και ευχαριστείν.

7.2. Αντιθετικοί σύνδεσµοι

Αµή ... ουδέν ... αµή (GVA), µόνον ... είµη µόνον (GVA), ουδέν ... ούτε ... ούτε (G), ουκ ...

ούτε ... ούτε (Α), ουκ ... ειµή (GA), ουδέν ... ουδέ ... ούτε (Α), ούτε ... ούτε ... ούτε ... αµή (GVA), µη ... αµή (V), αµή ... και (V), ουδέν ... αµή ... ουδέν ... και (GA), και ... και ... αµή (GVA), και ... και ... ειµή (GVA), ου ... αλλά (G), ουδέν ... αµή (G), µηδέν ... αµή (VΙ), ουκ ... αλλά (Ε), ου ... ειµή (Ε), ούτε ... ούτε ... ούτε ... αλλά (Ε), ουκέτι ... αλλά ... ούτε ... ούτε (Ε), ουκ ... αµή (Ι), ποτέ ... µα (Ι).

8. Υπόταξη - ∆ευτερεύουσες προτάσεις 8.1. Ειδικές

να+υποτ.:

είµαι βέβαιοσ να είναι εισ την συνείδησην εκείνοσ/εκεινού/εκείνων οπού αναγινώσκει/το αναγινώσκει/το αναγινώσκουν (GVA)·

ότι+ορ.:

εβλέποντα ... ότι ουδέν ήτον (GVA), αφηγούνται ότι (ο Σολοµών) ηγάπησε (GVA), γνωρίζοντα/γνωρίζοτα ... ότι ήτον µωρόσ (GV)·

ότι+πως+ορ.:

ωσ ήκουσεν ότι πωσ έναι µοναξόσ (Α), το δείχνει ότι πωσ έναι δοξασµένοσ (Α)·

ότι+να+υποτ.:

λέγοντα ότι να φαρµακώσει τον Πύρρον (Α)·

πως+ορ.:

είπαν τον/του πωσ έναι παράδεισοσ (GA)·

το πως+ορ.:

είπαν του το πωσ είναι παράδεισοσ (V)·

Παράλειψη ειδικού συνδέσµου στην αρχή της δευτερεύουσας ειδικής

πρότασης:

ουκ είναι µέγα θάµασµα εισ τουσ αλαζόνασ εκείνοι ουδέν ηµπορούν εισ την γην να κατοικήσουν (V), επειδή βλέπω ετούτο σε αρέσει (G).

8.2. Αιτιολογικές

διατί+ορ.: ου πιστεύει ότι είναι/πιστεύει ότι ουδέν είναι εδικά του, διατί ουκ είναι/ένι µαύρα ώσπερ εκείνον (GVA), ουδέν κάµνει χρεία να τες

’φηγούµαι, διατί εισίν φανερές (GV) κτλ·

διότι+ορ.:

και έθεκάν/έθηκέν/έβαλάν την/τη εκεί, διότι ηξεύρει εκείνο οπού µου όρθωσαν ετούτοι να ποιήσω (GVA), µάθε τίποτε τέχνη, διότι τα πράµατα υπάσιν/υπάν και έρχονται/έρχουνται (VΑ) κτλ.·

ότι+ορ.:

µη λυπείσαι ..., ότι πλέον χρήζει είσ λόγοσ εύτυχοσ/καλόσ παρού µέγα χάρισµα(ν) (GVA), µάθε τίποτε τέχνη, ότι τα πράµατα υπάσιν και έρχονται (G) κτλ.·

το+ότι+ορ.:

και το ότι εγρίκα διότι όλα τα καλά είχεν τα απέ τον Θεόν, έσφαξέ τον (G), είσ οπού ήκουεν Λωτ εδέχθη/εδέχθηκεν τουσ αγγέλουσ εισ το σπίτιν του, το ότι ήτον πολλά φίλοσ Θεού (GΑ), το ότι η ψυχή του ουδέν ηµπόρεσε να εξεβεί απέ την ακρίβειαν ..., ο Θεόσ έστειλεν (G).

πρβ. και τις µετοχικές προτάσεις: ότι+µτχ.:

ετούτη η επιθυµία γίνεται από µία ελπίδα ότι ελπίζοντα να έχει εκείνο οπού ορέχθη (G),

και+µτχ.

: βάλλουν άλλουσ δύο και πολεµούν βίγλαν, και φοβούµενοι δια να µηδέν αποκοιµηθούν (A).

8.3. Χρονικές

αφού/αφούν/αφόν+ορ. αορ.:

αφούν/αφόν/αφού εστάθη πολύν καιρόν µετ’ αυτόν, εποίκεν παιδία (GVA), αφόν εξέβην απ’ αύτουσ ήλθεν ο διάβολοσ (GV), αφού εµίσεψεν ετούτοσ ο κλέπτησ απέ/από τον ερηµίτην, τινέσ εχθροί υπάντησάν τον/υπήντησαν αυτόν/τού απάντησαν (GVA) κτλ.

·

αφού+υποτ. αορ.:

αφού τον δοκιµάσεισ, αγάπα τον (GVA) κτλ.·

έως+να+υποτ. αορ.:

ουδέν του αρέσουν έωσ να ποιήσουν µαύρα πτερά (Α)·

εωσότου+να+υποτ. αορ.:

κλωσσά τα αυτά εωσότου να ποιήσουν πτερά (Α)·

εωσού του+απρµφ. αορ.:

κλωσσά τα αυτά εωσού του ποιήσαι πτερά (V)·

εωσούν του+υποτ. εν.:

κλωσσά τα αυτά, εωσούν του µεταποιούν πτερά (G)·

οπού να+ορ. αορ.:

οπού να εγεννήθην … είχα µανδρία πλήθοσ άπειρον (GV), οπού να εγίνη εισ τον κόσµον, είχα µανδρία πλήθοσ ζώων (Α)·

όποταν/οπόταν+υποτ. εν.:

όποταν εβλέπει τα πουλία του ότι γένουνται άσπρα, λοιπόν λυπείται τόσον, ότι µισεύει (V), οπόταν βρέχει, ουδέν ξεβαίνει έξω από την φωλέαν (G)·

όσο+να+υποτ.

: βαστάζουν τον απάνω εισ τα πτερά τουσ όσο να τον φέρουν εισ τον τόπον (Α)·

όταν/όντα+ορ.:

όταν οι άνθρωποι εκέρδισαν όλα τα ελαττώµατα ..., και πάλιν αποµένει το ελάττωµαν τησ έπαρσησ (GVA· χρονικο†ποθετική ή ίσωσ

παραχωρητική), όταν εγώ εγύρισα εισ εκείνο οπού έποικα ... είδα εισ τούτα όλα τα πράγµατα ατυχίεσ (GV), όταν ο Σολοµών ήτον οµπρόσ/οπρόσ εισ το τέµπλοσ, ηγάπησεν µία ειδωλολάτρισσα/µίαν γυναίκαν ειδωλολάτρισσαν (GVA), όνταν εβουλήθην ο Θεόσ (G) κτλ.·

όταν/όνταν+υποτ. εν. ή αορ.:

µάχη έναι όνταν πολεµεί/όταν πολεµεί/πολεµάν ο είσ µε τον άλλον (GVΑ), όνταν φεύγει, σκεπάζει τεσ (οµπλέσ) µε την οράν (G), λυπείται και πλέον/λυπείται πλέον όταν χάσει τα πουλία του παρού άλλον όρνεον (GVA), όταν αποκοιµηθούν, ποιεί/πολεµεί τουσ και κινδυνεύουν εισ την θάλασσαν (GVA), το βον είναι µοιχεία, όταν η γυναίκα η υπαντρεµένη υπάγει µε άλλον (Ι) κτλ.

ότε+να+υποτ.:

η δεύτερη [αποκοτία έναι], ότε να έναι ο άνθρωποσ απόκοτοσ (Α)·

πριν+παρά+να+υποτ. αορ.:

πριν παρά να αγαπήσεισ τον άνθρωπον, δοκίµασε (GVA), πριν παρά να το ποίσει, ο πατήρ του επολέµα όλα τα καλά (G)·

προτού+να+υποτ.αορ.:

προτού να το κάµει ο πατέρασ του, επολέµα όλα τα καλά (Α)·

τό+να+υποτ. αορ.:

και τό να τον ιδούν οι ιατροί, είπαν ότι απόθανε (G)·

ως+ορ.:

ωσ εγένετον ετούτο εδιέβην καιρόσ (G), ωσ εγένετο/εγίνετον ετούτο, ερώτησέν τον ο βασιλεύσ (VA), ωσ ήτον/ήτουν πιασµένοσ ο/είσ βασιλεύσ Μάρκοσ/ονόµατι Μάρκοσ/Μάρκοσ βασιλεύσ, έστειλάν τον εισ την Ρώµην αποκρισιάρην (GVA) κτλ.·

ωσάν+ορ.:

ωσάν έποικαν/επήραν/ήκουσαν την βουλήν, όλοι εστάθησαν εισ τον λόγον του (GVA), ωσάν το εξέβαλεν έξω, ο βασιλεύσ όρισεν δια να τον µάθουν την πίστην των χριστιανών (V) κτλ.

8.4. Υποθετικές

αν/εάν/ει+υποτ. εν. ή αορ.→ ορ. εν.:

ουδείσ ηµπορεί να έναι µέγασ, εάν ο άλλοσ µικρόσ δεν είναι, ούτε ηµπορεί να έναι τιµηµένοσ, εάν ο άλλοσ ουδέν έναι άτιµοσ, ούτε ηµπορεί να έναι πλούσιοσ, εάν ο άλλοσ δεν γένει πτωχόσ (GVA), εάν/αν ουδέν εύρει άλλον..., πολεµεί τα δέντρη (GVA), αν συνηθά την αλήθεια, ου πιστεύουν αυτόν (GVΑ), ειδέ και έν' ότι να εγλιτώσει ο ασθενήσ, στέκει και εβλέπειν τον (G), ειδέ και πταίσει µέγα πταίσιµον, ουδείσ ηµπορεί να τον καταδικάσει (Α), ει µεν έναι αλήθεια ..., ουδέν τυχαίνει δια να χολιάσει κτλ.·

αν+υποτ. εν. ή αορ. → ας+υποτ. εν. ή αορ:

αν εθέλει να ιδείν την χάρην από το ελάττωµαν, ασ ιδεί (Α), αν τύχει τινάσ άνθρωποσ οπού να πολεµά καλά, ασ µηδέν αγαπά (G)·

αν+ορ. αόρ.→ παρατ. του θέλω+απρµφ. αορ.:

η τύχη αν έφθασε/έφτασε ..., ήθελα γενείν(GA)·

αν+υποτ. αορ. → θέλω+απρµφ. αορ.:

ο είσ αν κεφαλιώσει/κεφαλαιώσει τον άλλον, ουδέν θέλουν ορθώσει να συνιβαστούσι/συνιβαστούν οµού (GVA) κτλ.·

αν+υπερσ. → παρατ. του θέλω+να+υποτ.:

αν είχεν θέλει (ο Θεόσ) ότι να είναι τα στάµενα εισ την γην αποκάτω, ουδέν ήθελε ν' αµφήνει τουσ ανθρώπουσ να τα ευρίσκουν (G)·

αν/εάν+υπερσ. → παρατ. του θέλω+απρµφ. αορ.:

ουδετίποτεσ του ήθελαν/ήθελεν φανεί όλεσ οι άλλεσ εµορφέσ/εµορφίεσ, εάν εκείνοσ ουδέν είχεν εύρει άνθρωπον να τεσ εφηγάτον/εφηγάται (GΑ), εάν το πράµαν ετούτο είχεν γένει, όλη η χώρα ήθελε σεβείν/ήθελεν έµπει εισ ρεµούρο (GΑ), αν ήθελα αφήσει να ήθελεν (=είχεν;) γενεί, ήθελεν γένει όλη η χώρα ρεµούρο (V)·

αν+παρατ. του θέλω+απρµφ. αορ.+να+υπερσ. → παρατ.:

αν ήθελεν ετύχει/τύχει να είχεν γένει/έχει τίποτε κέρδοσ ..., εποιούσαν τον τρεισ τιµέσ (GΑ)·

να+υποτ. εν. ή αορ.→ ορ. εν.:

να έναι εισ ένα/έναν δρυµώναν, και ν’ ακούσει µόνον τα φύλλα να σειώνται/σείονται απέ/από τον άνεµον, ευθύσ φεύγει (GA), ότι να έναι εισ έναν δρυµώναν, και να σείονται τα φύλλα από τα δένδρη, παρευθύσ εκείνοσ φεύγει (V)·

εάν+υποτ. εν. → προστ. εν.:

εάν ποιείσ καλά/καλόν, έβλεπε τίναν το ποιείσ (GVA)·

εάν+παρατ. (ή ορ. αορ.) → ορ. εν.:

ουδέν το πιάνουν ..., εάν ουδέν ήτον η ασυγκερνότητα (GVA), εάν (η καρδία του) να έγγιξεν/έγγιζεν τον ουρανόν, εισ το τέλοσ γυρίζει ουδετίποτε (GA)·

εάν+παρατ. → προστ. εν.:

εάν εδυνόσουν να αντιµέψεισ του εχθρού σου και εσυµπάθησέσ τον, σκόπα ότι έποικεσ την ανταµοιβήν (G)·

εάν/αν+παρατ.→ παρατ. του θέλω+απρµφ. αορ.:

εάν οι άνθρωποι ουκ ηµαρτεύαν, την ελεηµοσύνην του Θεού ουδέν ήθελαν ηµπορεί να την έχουν (GVΑ), εάν επαίδευεν ο Θεόσ τον άνθρωπον την κάθε/καθήν φορά οπού πταίει, ολίγοι άνθρωποι ήθελαν είσται/είσθαιν (GVA), εάν οι γυναίκεσ εβαλνόντεσαν/εβαλλόντεσαν εισ τεσ µάθησεσ, όλεσ οι µάθησεσ ήθελαν φωτιστεί απέ/από την λεπτότητάν τουσ (GA), αν ήσουν και εσύ µοναχόσ ..., ήθελα(ν) σε λέγει κλέπτην (GVA) κτλ.·

εάν+παρατ. → αορ. του θέλω+να+υποτ.:

ο σκάρσοσ ουδέν ηθέλησε να ποίσει αρχήν να ζητήσει ..., εάν ο ελεεινόσ ελάβανεν ο έτεροσ δύο τόσον τι (GA), ο σκάρσοσ δεν ηθέλησε να ζητήσει αρχήν, ..., εάν ο ελεεινόσ ελάµβανεν ο είσ ένα και ο έτεροσ δύο τι (V)·

εάν+να+αόρ.→ παρατ. του θέλω+απρµφ. αορ.:

εάν ένασ άνθρωποσ να εδιέβην/εδιάβη/εδιέβη εισ τον ουρανόν και να είδεν την χάρην και την µορφήν του Θεού ..., ουδετίποτεσ του ήθελαν φανεί/φανείν όλεσ οι άλλεσ εµορφέσ (GVA)·

εάν+να+υποτ. αορ.→ ορ. εν.:

εάν αλαζονικόσ να ανέβει εισ τα γνέφη ... εισ το τέλοσ γυρίζει ουδετίποτε (G)·

εάν/ει+υποτ. αορ.→ υποτ. αορ

.: εάν η Φισόγια δεν έλθει, να λάβει ο εγγυτήσ το µαρτύριον (G), ειδέ και δεν έλθει οπίσω, να πάρει το µαρτύριον εκείνοσ (Α), ειδέ και ουδέν έλθει, να λάβει το µαρτύριον εκείνον (V), ειδέ και ουδέν εύρει, να µην την αφήσει (G), αν εκείνοσ ταπεινωθεί, ποτέ µη εµπιστευθείσ (G)·

εξού να/έξω να+υποτ. αορ.→ ορ. εν.:

στέκεται δύο ηµέρασ/ηµέρεσ … και ουδέν πίνει εξού να/ έξω να (V) καθαρίσει (GA)·

8.5. Εναντιωµατικές-παραχωρητικές

αν και+υποτ.:

αν έν' και ο λόγοσ του λωλόσ, πάσα άνθρωποσ τον ηκούει/ακούει διά φρόνιµον (GV)·

ανίσως και+υποτ.:

τυχαίνει να ακολουθεί εκείνον, ανίσωσ και έναι εναντίοσ του θελήµατόσ του (Α), ανίσωσ και ο λόγοσ του έναι λωλόσ, πάσα άνθρωποσ τον ακούει διά φρόνιµον (Α)·

καλά να+υποτ.:

τυχαίνει να ακολουθά εκείνον, καλά να είν’ εναντίον του θελήµατοσ (G), καλά να είναι και ο λόγοσ του φρόνιµοσ, πάσα άνθρωποσ τον ονειδίζει (A)·

καλά αν+υποτ.:

καλά αν έναι και ο λόγοσ του φρόνιµοσ, πάσα άνθρωποσ τον ονειδίζει (V)·

καλά και αν+υποτ.:

καλά και αν έναι ο λόγοσ του φρόνιµοσ, πάσα άνθρωποσ τον ονειδίζει (G).

πρβ. και όταν/όντα+ορ. αορ.:

όταν οι άνθρωποι εκέρδισαν όλα τα ελαττώµατα ..., και πάλιν αποµένει το ελάττωµαν τησ έπαρσησ (GVA)·

βλ. και Χρονικές

.

8.6. Τελικές, βουλητικές

δια να+υποτ.:

να βάλει τον Ουρία/Ουρίαν απέ την µεριά/µερίαν εκείνη/εκείνην οπού θέλουν είσται οι εχθροί πλέον δυναµότεροι δια να τον θανατώσουν (GVA) κτλ.·

διότι/διατί+να+υποτ.:

δια να παιδεύεται εκείνοσ ... διότι να µηδέν αλαζονεύεται (V), σκίζει εισ την µέσην πάσαν την γην, διότι να µηδέν καταλυθεί (V), πολεµούν/κάµνουν πάντα βίγλαν, διότι να µην κοιµηθούν όλοι (GV), εθυµήθησαν να τον κοµπώσουν, διότι εκείνοσ να εσµίξει µετ' αυτέσ (G), όρισεν/όρισε να καύσουν το κορµίν του ..., διότι ο λαόσ να µη πιστεύσουν/πιστεύουν ότι είναι λυτοί απέ/από τον όρκο (GVA), έµαθάν του όλα τα πράµατα, διότι/διατί εκείνοσ να έχει εγνωριµίαν (GV)·

ίνα+υποτ. αορ.:

µη κρίνεισ άλλον χωρίσ αφορµήν, ίνα µη και εσύ κριθείσ (Α), η πονηρά υπόληψισ οπού έχει ο άνθρωποσ ίνα τον πιάσουν (GV· µη τον πιάσουν Α)·

µη+υποτ.:

µη αγαπάσ τον ύπνον, µη σε νικήσει η πτωχεία (GVA)·

να+υποτ.:

ελπίζει να έχει (GVA), θέλει να έχει από/απ' εκείνην (VA) κτλ.·

οπού+να+υποτ.:

καταπατούν τριγύρου τον τόπον ..., οπού να εύρουν άνθη (Α)·

όπως+να+υποτ.:

προσέχει το καράβιν, όπωσ να µηδέν χαθεί (Α)·

ότι+να+υποτ.:

ηθέλησεν ότι να τον δοκιµάσει (GΑ), ιδίδει αφορµήν ότι να αρνηθεί την δουλεία (G), ποίσε ότι το πρόσωπόν σου να έν'/έναι χαιράµενον (GVA), από τίποτεσ όρεξην oπού θέλει απ' εκείνην ότι να έχει (G), εάν εύρει τινάν ότι να την εγγύθει (G), ότι µη ευρούν τεσ οµπλέσ αυτού ..., σκεπάζει (G) κτλ.

· πρβ. και το ότι+να+υποτ., βλ. παρακάτω, Συµπερασµατικές.

8.7. Ενδοιαστικές

δια+να+µηδέν+υποτ

.: και βάλλουν άλλουσ δύο και πολεµούν βίγλαν, και φοβούµενοι δια να µηδέν αποκοιµηθούν (A)

·

να µη/µη/µήπως+υποτ.:

να εβλέπονται µη αµαρτέψουν (G), να εβλέπουν να µη αµαρτέψουν (V), τυχαίνει να προσέχουν µη έχουν συντροφία µε πονηρούσ ανθρώπουσ (G), τυχαίνει να προσέχουσι µήπωσ έχουν συντροφίαν πονηρούσ ανθρώπουσ (Α).

8.8. Συµπερασµατικές

και+ορ.

(και στην κύρια πρόταση τα ρήµατα ποιώ, κάµνω): έποικαν και εδηµηγέρτεψάν τον (GA), έποικεν/έκαµεν και εκρέµασαν ένα σπαθίν (GA)·

όπως+να+υποτ.:

ο βασιλεύσ απέστειλε δια τον Ουρίαν, δια να έλθει εισ το σπίτι του, να εσµίξει µε την γυναίκα του, όπωσ να φανεί εδικόν του το παιδίν (Α)·

ότι+ορ.:

ένι τόσα ζηλιάρικον, ότι κρούει τουσ µε την µύτην του εισ τα πλευρά (GVA), τραγουδεί ούτωσ γλυκά, ότι πολεµά τουσ ανθρώπουσ και απεκοιµίζονται /αποκοιµίζονται (GA), κρούει µε το κέρατόν του δυνατά το δέντρο τόσα/τόσον δυνατά, ότι κολλά/ότι εµπήγεται (GVA), έσυρέ/έσυρέν την ούτωσ/έτσι δυνατά, ότι όλον το τέµπλοσ έπεσεν (GA), εκείνοσ αλαζονεύθη τόσον, ότι εβάλθη να/δια να εναντιηθεί τον Θεόν (GVA), έκαµεν ότι εσκότωσάν τουσ (A)·

ότι+να+υποτ.:

ευθύσ ο βασιλεύσ έστειλεν δι' εκείνον, δια να έλθει ..., να πέσει µετ' αυτήν, ότι το παιδί ... να φανεί εδικόν του (GV), αν ο βασιλεύσ έν'/έναι τόσο γέρων, ότι τα πτερά του να µηδέν τον/τονε βαστούν (GVA), εκείνοσ θέλει ποίσει τόσον, ότι να έλθει απάνου σου το κακόν (G), να κάµουν ότι εκείνοσ να εσµίξει µετ' αύτεσ (Α), να είναι τόσα απόκοτοσ, ότι να µη φοβείται τίποτεσ (GA), τόσην έχει την έπαρσην µεγάλην (τόσην έπαρσην V· τόσην την έπαρσην A), ότι όλην την ηµέραν είν' όλη του η όρεξισ (η όρεξή/όρεξήν του έναι· VA) ότι ν' ανακατώνει τα πτερά του (G).

το ότι+να+υποτ.:

δια να παιδεύεται εκείνοσ ..., το ότι να µηδέν αλαζονεύεται (G· ή ίσωσ του σκοπού), εκείνη τον έσφαξεν ..., το ότι ο πατήρ τησ να δώσει ο νουσ του εισ το παιδί(ν) το σκοτωµένον (GA· ή ίσωσ του σκοπού), σκίζει εισ την µέσην πάσαν του την τροφήν, το ότι να µηδέν καταλυθεί (G· ή ίσωσ του σκοπού)

·

ώστε+ορ.:

τραγουδεί ούτωσ γλυκά, ώστε κάµνει τουσ ανθρώπουσ και αποκοιµούνται (V).

8.9. Παροµοιαστικές

ως καθώς+ορ.:

ωσ καθώσ γράφει και ο φιλόσοφοσ (GVA), ωσ καθώσ το προβαρίζει/αποδείχνει ο φρα Τοµάσοσ (GVA), ωσ καθώσ το διδάσκει και η χάρισ (GVA), ωσ καθώσ το επροείπα (GVA) κτλ.·

ωσάν+ορ.:

εν'/και έναιψεύδοσ οπού το λέγουν διά όρεξην ωσάν είν'/είναι οι µύθοι και τα νοήµατα (GV), ωσάν εκείνοσ ήτον αυθέντησ τησ γλώττασ του, έτσι είµαι και εγώ αυθέντησ τησ γλώσσασ µου (A), εάν οι πόρνοι ήτον απολιθασµένοι ωσάν ήτον τον πρώτον καιρόν (A)·

ωσάν+να+ορ.:

και ένεθε και την ρόκαν ωσάν να ήτον ένα παιδί (Α), πέφτει εισ τον κάµπον και στέκεται εξαπλωµένη ωσάν να ήτον ψόφια (Α)·

ωσάν+να+υποτ.:

µεγαλύτερη µανία ουδέν ηµπορεί να ποίσει, ωσάν να δείξει ότι ουδέν φροντίζει (GA)·

ώσπερ+ορ.:

ώσπερ δοκιµάζουν το ασήµι και το χρυσάφι εισ την ιστίαν/φωτίαν, ούτωσ/ούτω δοκιµάζονται/δοκιµάζουνται και οι άνθρωποι (GVA), ώσπερ ο σάρακασ κατελεί/καταλεί τα φορέµατα/το φόρεµαν (GVA), ώσπερ εκείνοσ είν' αυθέντησ τησ γλώττασ αυτού, ούτωσ είµαι εγώ τησ γλώττασ µου και του νου µου (GV), εάν οι πόρνοι ήσαν λιθασµένοι ώσπερ ήτον τον πρώην καιρόν (G), ώσπερ του αλόγου βάνουν/βάλλουν το σαλιβάρι δια να το βαστούν/βαστούσιν, ούτωσ τυχαίνει να σαλιβώσουν/και να σαλιβώνει την όρεξην τησ γούλασ (GVA) κτλ.·

ώσπερ+να+ορ.:

πέφτει εισ τον κάµπον και στέκεται εξαπλωµένη, ώσπερ να ήτον ψόφια (GV)·

ώσπερ+να+υποτ.:

εκείνο οπού δίδει τινάσ ούτε εισ χρειαστικούσ ούτε αξίουσ/εισ αξίουσ είν' χαµένο/χαhµένο ώσπερ να ρίξεισ/ρίψει νερό/νεκρόν εισ την θάλασσαν (GVA).

8.10. Αναφορικές, αναφορικοϋποθετικές, αναφορικοαιτιολογικές

είτις+ορ. ή υποτ.:

έχασεν ... είτι και αν είχεν/είχε εισ τον κόσµον (GVA), είτισ εισ δύο εχθρούσ είν'/έναι φίλοσ οµού τον σύρνουν πάντα/και πάντοτε εισ υποψίαν/εποψίαν (GVA), είτισ αναγελά/αναγελάσει την παράκλησήν του, να έλθει εισ πτωχεία(ν) (GVA), είτισ εξοδιάζει (GVA)·

να+υποτ.:

έναι πολλά µεγάλη χάρη ... ότι να µηδέν έχεισ καµία ηδονήν του κόσµου από µία όρεξη να µηδέν είναι δικαία (G), τον λαµπρόν τησ ιστίασ να είναι εισ τα άχυρα (GV· ίσωσ όµωσ υποθετική)·

οίος+ορ.:

οίοσ θέλει να εγνωρίσει την χάρην από το ελάττωµα, ασ ιδεί εκείνο που θέλει ποιήσει, εάν ορµίζει από την χάρην τησ αγάπησ (G), οίοσ βάνει την αγάπην του εισ τον κόσµον ετούτον, πολλέσ φορέσ ατυχεύει (G)·

όπερ+ορ.:

να λάβει ο εγγυτήσ το µαρτύριον εκείνο όπερ µέλλει τησ Φισόγιασ (G), µηδέν θαυµάζεσαι διά την ασθένεια όπερ έχεισ (G)·

όποιος+ορ. ή υποτ.:

όποιοσ θέλει να ποιήσει την χάρην από το ελάττωµαν, ασ ιδεί εκείνο οπού θέλει να ποιήσει, εάν ορµίζει από την χάρην τησ αγάπησ (V), όποιον σταυρόν να εύρεισ/ευρείσ, γονάτισε/γονάτιζε/γονάτισεν (GVA) κτλ·

όπου+αν+υποτ.:

όπου και αν έν'/έναι η ζηλεία, ουκ ηµπορεί να έναι/ένι ούτε ειρήνη(ν) ούτε αγάπη (GVA)·

οπού+ορ.:

οπού εγνωρίζει την ειρήνη, ουδέν θέλει θυµάσται ... την µάχη(ν) (GVA), οπού κακά προσέχει, συχνά βουλεύεται (GVA) κτλ.·

οπού+να+ορ.:

και ουκ ήτον πράγµα οπού να επεθύµησα/να το επεθύµησα, και/οπού ουδέν/να µηδέν το είχα (GVA), ποίοσ καλόγεροσ/καλόγηροσ ή ποίοσ ερηµίτησ ήθελεν είσταιν/είσται εκείνοσ οπού να βαστάχθη/εβαστάχθη (GVA) κτλ.·

οπού+να+υπ.:

επολεµούσαν µου την πάσαν τιµήν οπού να ηµπορεί ο άνθρωποσ να έχει (Α), µηδέν σταθείσ ποτέ σου εισ χώραν οπού να είν' πολλοί αυθέντεσ (G), και ουδέν ορέγεται να πιάνει, µόνον πουλία οπού να είναι παχέα (G), στραβόν πράγµαν ... οπού να ποίσει/να ηµπορεί να ποιήσει άνθρωποσ (GVΑ) κτλ.·

οποίος+ορ.:

το αρκούδιν ... το οποίο τρώγει περισσά/περίσσα το µέλι(ν) (GVA) κτλ·

ός+ορ.:

διά τούτο µηδέν θαυµάζεσαι εισ την ασθένειαν τήν έχεισ (Α), και έν' διαφωνίαν από υποψία ήν η ζηλεία υποδείχνει (G), να µη ποίσει τίποτεσ ό έναι διά ατιµίαν του (G)·

όσος+ορ. ή υποτ.:

πράγµαν/πράγµα ... οπού ουδέν το είχα και δεν το εχόρτασα όσον µε εφαίνετον (GA), αρπάζει και πιάνει όσα σώσει (V), όσοι και αν φοβούνται, ουδέν αγαπούν/αγαπούσι (GΑ) κτλ.·

όσο+να+υποτ.

: δώσ' µε βίον µετρητόν όσο να περνώ την ζωήν µου (Α)·

ό,τι+ορ.:

επούλησεν ό, τι και αν είχεν δια να τα δώσει ένα φονίσκον (Α), ό,τι κακόν και αν του έλθει, εκείνοσ θέλει ποίσει τόσο, ότι να έλθει απάνου σου (G· ίσως όµως ότι αιτιολ.), ό,τι κακόν αν του έλθει εκεινού, θέλει έλθει απάνω σου (V·

ίσως όµως ότι αιτιολ.)·

ότι (µτφρ. την ιταλ. αντων. che)+ορ.:

ηµπορεί να οµοιάσεισ την ασυγκερνότητα εισ ένα ζώο τό λέγουν λεοκόρνο, ότι έχει τόσην ηδονήν ... (GA), και ηµπορεί να οµοιάσεισ την αλαζονείαν εισ τον πετρίτην, ότι πάντα θέλει να φαίνεται και να

αυθεντεύει/αφεντεύει (GVA), και ηµπορεί να οµοιάσεισ την γούλαν εισ το λεοκόρνεον/λυκόρνεον (GVA) ..., ότι ήθελεν υπάγει µίλια εκατόν δια να εύρει ψοφίµιν (VA· µόνον να εύρει ψωµίν G) κτλ.

8.11. Πλάγιες ερωτηµατικές

αν+ορ.:

να ιδεί αν ορθώσει/ορθώνει να ποίσει (GVΑ), να σκοπήσει αν έναι αλήθεια (GVA) κτλ·

διατί+ορ.:

να εγρικήσουν διατί το παιδεύει/προβοδεί/πέµπει ο Θεόσ (GVΑ) κτλ.·

ποίος+ορ.:

ερώτησέν τον ο βασιλεύσ ποίον πράγµα του αρέσει (V)

·

πόθεν+ορ.:

οι κυνηγοί να το εύρουν πόθεν υπάγει (G), ουδέν θέλει ηξεύρει πόθεν του έρχεται/ήλθεν (GVA)·

πού+ορ.:

να ιδεί πού ο Χριστόσ εθάφθη (G)·

πού+υποτ.:

υπάγει και καταπατεί πού να εύρει τόπον να κατοικήσει (Α)·

πώς+ορ.:

έβλεπε πώσ συντυχαίνεισ (GVA), έβλεπε πρώτον πώσ είναι εκείνοσ οπού ερωτάσ/οπού σε δίδει την βουλήν (GVA) κτλ.·

πώς+να+υποτ. αορ.:

διότι ουκ ηξεύρεισ πώσ να πάγει/πληρωθεί ο καιρόσ εναντίο σου (GΑ), ερώτησέν την πώσ εγίνετον/εγένετο/εγένετον το πράγµα (GVA)·

τις+ορ.:

ηξεύροντα τισ έν'/ήτον (GVA).

Ουσιαστικοποιηµένες πλάγιες ερωτηµατικές προτάσεις (εισάγονται µε:

το τι, το πώσ, το ποίον

):

ηκούοντα ο Αλέξανδροσ το τι έλεγεν ετούτοσ (GVA), εσύ οπού κείτεσαι εισ τον τάφον τησ οκνείασ ήκουσε/ήκουε/άκουσε το τι κάµνει (GVA), δια να σκοπείται ο άνθρωποσ το τι µέλλει να ποιήσει (G), και ηρώτησέν τον το τι έναι εκείνο τό πολεµεί (Α), εκείνο οπού έποικα το τι ήτον τίποτα (G), µη δείξεισ το τι είναι το θέληµά σου (Α), ελυπήθη το πώσ εγελάστη, ερώτησέν τον ο βασιλεύσ το ποίον πράγµα τού αρέσει (Α).

Στο λόγιο χφ Ε οι δευτερεύουσες ειδικές προτάσεις εισάγονται µε

ότι+ορ.,

οι αιτιολογικές µε

διότι+ορ., επεί+ορ., ότι+ορ.,

οι χρονικές µε

έωσ+υποτ., εωσού+ορ., ηνίκα+υποτ., οπότε+ορ., όταν+ορ., ότε+ορ., ότε+υποτ., ωσ+ορ.,

οι υποθετικές µε

ει+ορ., ει/εάν+υποτ., ει+παρατ.,

οι τελικές µε

ίνα+υποτ., όπωσ+υποτ.,

οι συµπερασµατικές µε

ότι+ορ. αορ., όπωσ+υποτ.,

οι παροµοιαστικές µε

καθώσ+ορ., ωσ+ορ.

, οι αναφορικές µε

είτισ+ορ., όπερ+ορ., όπου+ορ., όσ+ορ., όστισ+ορ.

και οι πλάγιες ερωτηµατικές µε

τι+ορ.

Στο χφ Ι οι ειδικές προτάσεις εισάγονται µε

ότι+ορ.,

οι αιτιολογικές µε

ότι+ορ., διατί+ορ., διότι+ορ.,

οι χρονικές µε

έωσ να+υποτ., όταν+ορ., όταν+υποτ.,

οι υποθετικές

µε

εάν+ορ.,

οι βουλητικές µε

να+υποτ., ότι να +υποτ., το να+υποτ.,

οι τελικές µε

δια να+υποτ., ίνα+υποτ.,

οι παροµοιαστικές µε

καθώσ+ορ., ωσ καθώσ+ορ., ωσάν+ορ., ώσπερ+ορ,

οι αναφορικές µε

είτισ+ορ., οποίοσ+ορ., οπού+ορ., όσοσ+ορ., ό,τι+ορ.

και οι

πλάγιες ερωτηµατικές µε

πόθεν+ορ.

IV. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΥΦΟΥΣ

1. Σχήµατα λόγου 1.1. Ανακόλουθο

η ψυχή του ανθρώπου ηµπορείσ να την ειπείσ πλούτον και ουχί άρκλα γεµάτη στάµενα (G), τό είπαν καλό διά τεσ γυναίκεσ έν'/εισίν/έναι τούτοι/ούτοι/τούτο (GVA), τό λέγουν κακόν διά τεσ γυναίκεσ εισίν τούτοι/ούτοι (GVA), εκείνη τον έσφαξεν και αφήκεν τον, το ότι ο πατήρ τησ να δώσει ο νουσ του εισ το παιδί/παιδίν το σκοτωµένον (GA), και αν αυτό το τραγούδι είναι ούτωσ όµορφον ώσπερ το κορµίν σου, ου λείπειν τον τίποτα (G), και τησ ώρασ τον βουν, από την µεγάλην όρεξην οπού έχει να των δώσει τίποτε, ουδέν σκοπάει (V), και το βόδιν ... κρούει µε το κέρατόν του δυνατά το δέντρο. Και οι κυνηγοί έρχονται και σκοτώνουν τον (G), ο άνθρωποσ οπού βιάζεται να συνάξει χρήµατα ... η κράτησή/κράτησίσ του ουδέν θέλει βαστάξει/βαστάξειν (GA· θέλει αξίζει ουδέ βασταίνει V), µία καλογραία οπού ήτον εισ µοναστήριον οπού ήτανε οι καλογρέσ εισ την χώραν οπού ήτον, ο βασιλεύσ ηγάπησεν την καλογραία (V).

Στο λόγιο χφ Ε:

οι αγαπώντεσ ακόλουθον εστίν ονοµάζειν αυτoύσ τετυφλωµένουσ, κατά τον κανόνα· περί µίασ αρχόντισσασ ονόµατι Ουρίνασ, θυγάτηρ του βασιλέωσ Αναστασίου.

1.2. Κατά το νοούµενο

Ηµπορεί να οµοιάσεισ την ελεηµοσύνην εισ έναν/ένα πουλίν, τό λέγουσιν/λέγουν αγριαλέκτορα, ότι/το οποίον όταν εβλέµπουν ότι γηράζουσι οι πατέρεσ των (GA), η τέταρτη ήτον κουνούπι/κωνούπι, και εσκέπασαν την γην (GΑ), και ο λαόσ, ωσ ήκουσεν ετούτο, όλοι του έµωσαν/όµωσαν (GVA), διότι ο λαόσ να µη πιστεύσουν ότι είναι λυτοί από τον όρκον (GVA), όλοσ ο λαόσ τησ Ρώµησ επήγαιναν (V), ο λαόσ του όλοσ εφθείραν τα τροφίµατα/τρόφιµα (GVA).

Στο λόγιο Ε:

ακούων ο λαόσ ταύτα όµωσαν πάντεσ, πασ ο λαόσ απήρχοντο.

Στο χφ Ι:

µη σαλευθείσ µε τον κλαυθµόν τησ γυναικόσ, ότι µε τον κλαθµόν θαρρούν να γελάσουν άλλουσ και δια τούτο συνηθούν τα οµµάτιά τουσ να κλαίουν.

1.3. Ασύνδετο

Να θρέφεισ τουσ πεινασµένουσ, να αποδέχεσαι τουσ ξένουσ, να εντύνεισ τουσ γυµνούσ, να εξαγοράζεισ αµάλωτα (GA), ο αφέντησ του οσπιτιού είν' ελεύθεροσ, οι δού<λοι> του θέλουν είσται ακριβοί (G), την σειρήναν, οπού έναι ένα ζώον ... και από την µέσην και κάτω έναι εισ τύπωσην οψαρίου, ορέσ δύο απανωσηκωµένεσ (Α), εκαβαλίκευσεν ο βασιλεύσ µία ηµέραν από έναν δρυµώναν, ηύραν έναν φιλόσοφον (G), και είναι όµοιοι των παντοτινών µωρών και εισ τινέσ καιρούσ είναι φρόνιµοι, οµοιάζουσιν µε τουσ παντοτινούσ φρονίµουσ (Α), πέφτει εισ τον κάµπον και στέκεται εξαπλωµένη, τα ποδάρια τησ απάνω ώσπερ να ήτον ψόφια (GV· ωσάν να ήτον Α), όρισεν να καύσουν το κορµίν του, να ρίξουν την στάκτην εισ την θάλασσαν (Α), ηύραν µίαν ευφηµητικήν

έµορφην γυναίκα εισ την όψη πολλά λαµπρήν, όµορφην και ωραίαν (G), ο βασιλεύσ ο Πρίαµοσ ακούοντα διά έναν φιλόσοφον, το όνοµάν του Κάντιδασ (Α), έδειξάν του ...

ανθρώπουσ, γυναίκεσ, άλογα, σκύλουσ, πουλία, µαργαριτάρια, ασήµια, λιθάρια (GVA)·

Στο λόγιο χφ Ε:

ορών ο Κάιν ότι πληνθύνει ο Θεόσ τα του Άβελ, του αδελφού αυτού, έσφαξεν αυτόν, πρώτοι αδελφοί· ίνα τρέφεισ τουσ πεινώντεσ, συντρέχειν των ασθενών, ποτίζειν τουσ διψώντασ, αποδέχεσθαι τουσ ξένουσ, ενδύειν τουσ γυµνούσ, εξαγοράζειν τουσ αιχµαλώτουσ· λαµβάνει την µνήµην, τεθολώνει τον νουν, τήκει την φρένα, συνθλά το αίµα, πυροί τουσ οφθαλµούσ, αχαµνίζει τα στοιχεία, µεθύει την γλώτταν, αφανίζει το σώµα, προξενεί την πορνείαν, σµικρεί την ζωήν.

Στο χφ Ι:

Παίρνει το ενθυµητικόν, αναλιγώνει τον νουν, φθείρει την µνήµην, συντσακίζει το αίµα, τυφλώνει τουσ οφθαλµούσ, αχαµνίζει τα στοιχεία, µεθεί την γλώτταν, καταλεί το κορµίν, προξενά την πορνείαν, ολιγοστεύει την ζωήν.

1.4. Έλξη

τούτοι/ετούτοι οπού αγαπούν κάλλιο να τουσ έλεγαν/τουσ λέγουν/τουσε λέγασι τυφλούσ (GVA), να έχει ολίγην γνώσην τησ κακήσ καρδίασ, ωσάν εκείνων οπού τουσ λείπει ο νουσ (G).

Έλξη µε το άκλιτο

οποίο(ν), το οποίο(ν)

ηµπορεί να οµοιάσεισ την χάρην τησ χαράσ εισ τον πετεινόν, το οποίον … (GA), ηµπορεί να οµοιάσεισ την λύπην εισ τον κόρακαν/κόρακα, το οποίον … (GVA), ηµπορεί να οµοιάσεισ την ανελεηµοσύνην εισ τον βασιλίσκον, το οποίον … (GVA), έχοντα µίαν αστένεια πολλά µεγάλην, οποίο ουδέν ηµπόρειε να την ιάσει (G), άλλεσ πολλέσ φαλσίεσ ποιεί, το οποίον αφήνω τα διά την µακρολογίαν (GVA), το πρώτον σαλέψιµον του ανθρώπου ή και του σκοπού ουκ είναι εισ εξουσίαν του ανθρώπου, αµή η ακολουθία του, οποίον/το οποίον πολλά κάµνει χρεία να εναντιηθεί (GA), ήτον είσ ιατρόσ ενόσ αυθεντόσ, ονόµατι Πύρρου, το οποίον ήτον µέγασ εχθρόσ των Ρωµαίων (GVA), έποικεν τινά νόµον, το οποίον εφαίνετον (GVA), εγκράτεια έν' χάρην, το οποίον σφίγγει (GVA), εισ το Βιβλίον του Ελαττώµατοσ λέγει διά την εγκράτειαν ..., το οποίον (GVA) κ. ά. πολλά.

1.5. Έλλειψη συνδετικού, απρόσωπου ή άλλου ρήµατος

να προσέχει να µηδέν κάµει εκείνο οπού ουδέν του θέλει αρέσει και [έναι] διά ζηµία(ν) του (GV), του µεγαλότερου εχθρού που έχει ο άνθρωποσ να κερδίσει [έναι] την µανία του (G), και πέφτει εισ το ελάττωµα τησ περισσήσ φθηνείασ, το οποίον γράφει εισ το Βιβλίον του Ελαττώµατοσ [έναι] να/δια να εξοδιάζει εκείνο οπού δεν έναι να το εξοδιάσει (GVA), ούτωσ οι άνθρωποι οι πονηροί και κακοί [ποιούν;] µε τουσ σωστούσ ανθρώπουσ (G), και όλοσ ο νουσ του και το αρεσκούµενόν του [έναι] να πολεµεί πάντα κακά του φίλου του (G), τυχαίνει να προσέχει πρώτον πράγµατα στ΄: το πρώτον [τυχαίνει να προσέχει] από το φα‚ το περίσσιον (GVA)·

Αµή πάλιν πλέον ελάττωµαν έναι η ακρίβεια παρού η πολλή φθηνεία, ωσ καθώσ προβαρίζει ο φρα Τοµάσοσ εισ τρεισ αφορµέσ: Το α΄ [έναι] ότι το ελάττωµα τησ πολύ

ευθηνείασ ισιάζει καλά µε την χάρην του µεσαίου ... Η β΄ αφορµή [έναι] ότι ο πολλά φθηνόσ είναι πλέον διάφορον παρού τον ακριβόν. Το γ΄ [έναι] ότι ο πολλά φθηνόσ αφήνει γοργότερον την πολλήν φθήνεια παρού ο ακριβόσ την ακρίβεια (G), και ετούτη η µωρία έναι εισ τέσσερα τίποτεσ: το α΄ [έναι] να µηδέν ηβλέπει κανένα µέτ'ρον, ... το β΄

[έναι] να µηδέν εβλέπει κανένα πράµα οπού ηµπορεί να του έλθει, το γ΄ [έναι] να έν' πολλά σπουδαίοσ (GVA), ο φρα Τοµάσοσ είπεν: γ΄ πράµατα τυχαίνει να έχει ο άνθρωποσ οπού θέλει να ποίσει δίκαιον: το πρώτον [έναι] να έχει εξουσία. Το β΄ [έναι]

να ηξεύρει καλά απάνω εισ εκείνο οπού θέλει να κρίνει. Το γ΄ [έναι] να κρίνει κατά το δίκαιον κ. ά. πολλά.

Στο χφ Ι:

Ωσ καθώσ το νερό σβήνει την φωτίαν, ούτω και η ελεηµοσύνη [σβήνει] την αµαρτίαν.

1.6. Παλλιλογία, Επαναφορά, Αναδίπλωση

Ω θάνατε πικρέ! Ω θάνατε πονεµένε! Ω θάνατε άσπλαχνε! Ω θάνατε πρόθυµε! Ω νου σκοτισµένε! Ω κρίση/κρίσισ χαµηλωµένη! Ω κουρτεσία διωγµένη! Ω χαρά λυπηµένη! Ω αποκοτία φευγάτη! Ω ευγένεια ερηµασµένη (GVA), είτισ αναγελά την παράκλησήν του, να έλθει εισ εκείνον και να έλθει εισ µεγάλην πτωχείαν (Α), ακριβεία ... είν', ωσ καθώσ είπεν ο Τούλιοσ, περισσή ακρίβεια αν έχει ο άνθρωποσ και ν' αποκτίζει δίκαια και άδικα να κρατεί εκείνο που πρέπει να δίδει ο άνθρωποσ (G), και µέσα εισ όλα, λέγει η αλεπού του κόρακα, άρχισε, δια να τον φουµίζει και λέγει (V), έπειτα είναι τάξεσ τάξεσ: χιλιάρχοι, εκατοντάρχοι, δεκάρχοι (A), και άλλοι είναι από φύσεωσ µικροί ..., άλλοι µεγάλοι, ... και άλλοι παραστέκουν τον αφέντην, ... και άλλοι περιπατούν (Α), υπαγαίνοντα ο µπαρµπέρησ να τονε ποιήσει ούτωσ ώσπερ τον όρθωσαν, εκείνοσ είδεν (G), το α΄ να µηδέν ηβλέπει κανένα µέτωρον, να µηδέν σκοπίζει τίποτε εισ τα καµώµατά του, άµη να τα ποιεί ούτωσ ώσπερ του έρχονται εκ την καρδία του· και ουδέν εβλέπει κανένα µέτ'ρον (G), ευθύσ ο Αριστοτέλησ είπεν εκείνου του δούλου, γνωρίζοτά τον εκείνον ότι ήτον µωρόσ και εκάθετον· είπεν του νέου εκείνου (G), είπεν εκείνον τον δούλον, γνωρίζοντά τον εκείνον ότι ήτον µωρόσ οπού εκάθητον εισ την πέτραν, και είπεν (V), και άλλεσ είναι να φυλάγουν την πόρταν του κυβερτίου ... και άλλεσ κουβαλούν το κερίν ..., άλλεσ είναι να τεσ απαντούν ..., άλλεσ εµπάζουν ... άλλεσ περπατούν ... άλλεσ κτίζουν το κερίν (Α), η αφορµή οπού άφησα τα στάµενα εισ την πόρταν του ετέρου οσπιτιού ήτον ότι: εκείνοσ οπού έµενεν εισ το σπίτι εκείνον ήτον ότι έχασεν είτι και αν είχεν (G), φωνάζει πάντοτε εισ τον Θεόν και λέγει οµοίωσ εκείνοσ έµπροστεν του ποιητού, και λέγει (G), διά έτερήν του εντροπή και ζηµία, εντροπήν και κλεψίαν και κούρσο (G), ορθότητα, καθώσ ο Τερέντσιοσ είπεν, ορθότητα είν' ... (G), εκείνη, όταν ιδεί εκείνα ότι εθαρρεύσαν απάνω τησ, εκείνη συντόµωσ ασηκώνει την κεφαλή τησ (GA), ελυπήθη το πώσ εγελάστη, ότι εφουρκίστη εκ τον λαιµόν διά την παρθενία τησ, το πώσ εγελάστη και εξέπεσεν (G), η τιµή είν' ωσ καθώσ είπεν ο Μακρόµπιοσ, είν' να ποιεί (G), λύπη, ήπερ εστίν εναντίον ελάττωµα τησ χαράσ, ωσ καθώσ φῃ ο Μακρόµπιοσ, η λύπη φῃ εστί εν τρισί πράγµασι (Ε).

2. Αρχαϊσµοί και λόγια στοιχεία

Στα χειρόγραφα GA και στην έκδοση V συνυπάρχουν νεότεροι και συντηρητικότεροι φωνολογικά τύποι, που δεν είναι πάντοτε βέβαιο ότι ανήκουν στον αρχέτυπο:

κρύπτει/κρύβονται, θάφτεισ/θάπτεται, πίπτω/πέφτουσι, µανθάνω/µαθάνω, άνθρωποσ/άθρωποσ, δένδρο/δέντρο, αστένεια/ασθενήν, πράγµαν/πράµαν

. Άλλες υπερδιορθώσεις, όπως για παράδειγµα ο τύπος

έσθοντα

του χφ Α, πρέπει να αποδοθούν µάλλον στον γραφέα.

Στα λόγια µορφολογικά στοιχεία όλων των παραλλαγών µπορούν να προσγραφούν οι τριτόκλιτες ονοµαστικές και γενικές ενικού των αρσενικών και θηλυκών ονοµάτων (

βασιλεύσ, φοίνιξ, βουσ, αγαλλίασισ, ανάπαυσισ, απόκρισισ, δρυµώνοσ, κόρακοσ, σαρκόσ, ρινόσ κτλ

.), η κλητική αρσενικών και θηλυκών, οι τριτόκλιτες αιτιατικές πληθυντικού των αρσενικών (

άρχοντασ, αστέρασ κτλ.

), το άρθρο

αι

της ονοµαστικής πληθυντικού για τα θηλυκά ονόµατα και η απολιθωµένη δοτική

ονόµατι.

Λόγια είναι επίσης η χρήση των αντωνυµιών

όστισ (Α), όπερ (G), όσ (G),

του ρήµατος

εστίν (GV),

του α΄ ενικού προσώπου

εγεννήθην

, της προστακτικής

άφεσ

και των απαρεµφάτων µε καταλήξεις

iαι

και

iθήναι (V· εναντιώσαι, ποιήσαι, G· αρνήσαι, Α·

ευρεθήναι, G· µετρηθήναι, V· παιδευθήναι).

Ως λόγια συντακτικά στοιχεία µπορούν να θεωρηθούν η σύνταξη των ρηµάτων µε δίπτωτο, η σύνταξη του

γελώ

µε δοτική

(GV· αυτῴ γελώντα),

η σύνταξη προθέσεων και επιρρηµάτων µε γενική (G·

έξω θελήµατοσ, GA· εκ τησ θαλάσσησ, GVA·

από φύσησ, A· από φύσεωσ, χωρίσ δικαίου, επί τησ αυρίου κλπ.),

το λογοτυπικό απολίθωµα

µετά χαράσ (GA),

ο σχηµατισµός της υποτακτικής µε το σύνδεσµο

ίνα

(V·

ίνα έχεισ, A·

ίνα έχει, G· ίνα τον πιάσουν, V· ίνα διαλύσεισ, A· ίνα µη και εσύ κριθείσ),

η γενική απόλυτη

πληρωµένων των εννέα ηµερών

, οι εµπρόθετοι προσδιορισµοί µε δοτική

εν µοναστηρίῳ, εν αρχῄ, εν τῃ οδῴ

και το έναρθρο απαρέµφατο

του ποιήσαι

της έκδοσης V, η άρνηση

ου

, οι αντιθετικοί σύνδεσµοι

µεν/δε

(Α) και η χρήση του

ότι

ως αιτιολογικού συνδέσµου.

Μορφολογικούς αρχαϊσµούς αποτελούν και οι αρχαίες λέξεις που απαντούν φωνητικά και µορφολογικά αναλλοίωτες:

αλαζών, ανάπαυσισ, άρχων, αυθέντην, βασιλέα, βούλεται, βουσ, γαµβρόσ, γνώσισ, δούλευσιν, θάπτει, θυγάτηρ, κερδαίνω, κολακεία, κρύπτω, µήτηρ, µικρόθεν, οδόν, ονειδίζω, ουδείσ, όρνεα, όχλησισ, πάσησ, πατήρ, ποιούν, σκότοσ, φοίνιξ, χάρισ (GVA), δέρω (Α), έσω (G), καθέζεται (GA), πίπτω (G), πρήσκεται (Α).

Στα κείµενα απαντούν επίσης και στερεότυπες βιβλικές εκφράσεις:

µη κρίνεισ τον άλλον χωρίσ αφορµήν, δια να µη και εσύ κριθείσ ούτωσ (G), µη κρίνεισ άλλον χωρίσ αφορµήν, ίνα και εσύ µη κριθείσ (V), µη κρίνεισ άλλον χωρίσ αφορµήν, ίνα µη και εσύ κριθείσ

(A), πασ ο υψών ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται (V), αυξάνεσθε και πληθύνεσθε (V).

Στο µεταγενέστερο χειρόγραφο Ι οι τριτόκλιτες ονοµαστικές και γενικές των θηλυκών ονοµάτων είναι περισσότερες (

π.χ. γλυκότησ, κατάληψισ, δειλιότησ, διόρθωσισ, ενθύµησισ, έπαρσισ, κτλ., διορθώσεωσ, ορθότητοσ, συστάσεωσ, φρονήσεωσ, φύσεωσ κτλ

.),

13

απαντούν δευτερόκλιτα θηλυκά ονόµατα (

βίβλοσ),

οι πρωτόκλιτες αιτιατικές των θηλυκών ονοµάτων διατηρούν το τελικό -ν και στα ουδέτερα είναι συχνοί οι αλώβητοι τύποι (

οµµατίων, οφρυδίων

). Συντηρητικότερο παρουσιάζεται το χφ Ι και από την άποψη των φωνητικών χαρακτηριστικών (

συµπλέγµατα νδ, σκ, πτ

), ενώ αντίθετα η σύνταξη πλησιάζει τη σύνταξη της νεότερης ελληνικής (

οι περισσότερεσ προθέσεισ και τα επιρρήµατα συντάσσονται µε αιτιατική, τα δίπτωτα συντάσσονται µε γενική προσωπική και αιτιατική, η άρνηση είναι δεν και όχι ουδέν

), δείγµα ότι οι σποραδικοί µορφολογικοί και φωνητικοί αρχαϊσµοί µπορούν να αποδοθούν είτε στο γραφέα-διασκευαστή του χειρογράφου είτε σε αδράνεια µη µεταβολής του λογιοτέρου προτύπου του.

14

Ο ηµιλόγιος γραφέας-διασκευαστής του χφ Ε αποδίδει το δηµώδες πρότυπό του

15

σε γλώσσα µε πολλούς αρχαϊσµούς και εξίσου πολλά ψευδοαρχαϊστικά στοιχεία. Συντακτικοί αρχαϊσµοί ή ψευδοαρχαϊσµοί µπορούν να θεωρηθούν η χρήση του έναρθρου απαρεµφάτου σε θέση υποκειµένου ή αντικειµένου σε σηµεία όπου το δηµώδες κείµενο παραδίδει βουλητική πρόταση:

εποιησάµην κολυµβήθρασ υδάτων του ποτίσαι, προσέχειν του µη ποιήσαι (G· να προσέχει να µηδέν κάµει), ελπίζει του έχειν (G·

ολπίζει να έχει), µαθούσησ του γράφειν (G· εµάνθανεν να γράφει), η αληθήσ λύσισ εστί του διορθώσαι (G· η αληθινή λύση έναι να ορθώσεισ), κρείττον εστί του απέχειν (G· τυχαίνει να προσέχει), του µη πταίσασθαι εισ τον βασιλέα (G· να µηδέν αφαλίσουν τον βασιλέα), πρώτον, του είναι δείλοσ εν τῃ ψυχῄ (G· το α΄ να είναι δείλοσ εισ την ψυχήν), ίνα δηλώσουν τού απέχειν (G· να δείξουν να προσέχεται), ήρξατο του βοάν (G· άρχισε να φωνάζει), ότε ήλθε τού δούναι εντολήν και κανόνα (G· όταν ήλθεν ότι να τον δώσει την εντολήν), συνετίσθη του φυγείν (G·

εβάλθη να φύγει), προσέθετο του ποιήσαι (G· έθησεν εισ την καρδία του να θέλει), ουχ ευρίσκετο του φαγείν (G· ουδέν ηύρισκεν τίποτεσ ότι να φάγουν), ήρχετο του φεύγειν (G·

άρχισεν να φεύγειν), έµαθεσ του λέγειν κακώσ (G· έµαθεσ να λέγεισ ... κακά), τού θέλειν δοξάζεσθαι ... ουκ ένι κακόν (G· θέλει ότι να έναι δοξασµένοσ ... και ούτωσ ουκ έναι ελάττωµαν).

Το έναρθρο ή άναρθρο απαρέµφατο χρησιµοποιείται επίσης αντί συµπερασµατικής

(ουδέν των πραγµάτων ην τοσούτον ισχυρόν του διαµείναι, ουκ ην ούτωσ άθλιοσ δούλοσ τού µη είναι ανάγκη ίνα φοβείται, εστί τοσούτον απότολµοσ του µη φοβείσθαι

13 Βλ. παραπάνω, 4. 2, Θηλυκά, σ. 150.

14 Βλ. παραπάνω, σ. 128.

15 Για τη σχέση της παραλλαγής Ε µε τις υπόλοιπες δηµώδεις παραλλαγές και το γραφέα του χφ Εscorial βλ. παραπάνω, Κεφ. Γ, σσ. 121-124.

τίποτε),

αιτιολογικής (

εγένετο ούτωσ, ευρών αυτά µη απελπισθείσ· πρβ. χφ G: και ούτωσ εγένετο, ότι ηύρε τα και ουδέν εδεσπεραρίστη),

αναφορικής (

εµόχθησα του ποιείν· πρβ. χφ G·:

εισ τεσ κακοπαθείεσ οπού εκακοπάθησα)

ή κύριας πρότασης

(την µειζοτέραν εκδίκησην ήνπερ ισχύεισ ποιήσαι τῳ φθονερῴ εστί του ποιήσαι καλώσ· πρβ. χφ G: έν' µεγαλιότερη εξεκδίκηση, οπού µπορείσ να ποιήσεισ ενόσ ζηλιάρη: Πολέµα καλά! / Ε· θεωρών ότι εγένετο πένησ, απελθείν εισ µοναστήριον και γενέσθαι µοναχόσ και σώσαι την ψυχήν αυτού· πρβ. χφ G:

θέλει σεβείν εισ ένα µοναστήριν και θέλει σώσειν την ψυχήν του).

Στα ψευδοαρχαϊστικά στοιχεία του Ε εντάσσεται και η χρήση της επιθετικής µετοχής σε πολλά σηµεία όπου τα GVA παραδίδουν αναφορική ή αναφορικοϋποθετική πρόταση:

και µετά ταύτα θέτω το ελάττωµα το εναντίον τησ χάριτοσ, ..., εισ πλείονα σπουδήν ο θέλων ευρείν και µαθείν µίασ εκάστησ χάριτοσ την ενέργειαν (G· είτισ θελήσει να εύρει και να µάθει τίποτεσ µίασ χάριτοσ), ο θέλων ιδείν ορθώσ τα κακά άπερ ποιούσιν αι γυναίκεσ (GVA· οπού θέλει να ιδεί τα καλά οπού πολεµούσιν/πολεµούν), ο αναπολεµών και βοά διά την πενίαν (GA· οπού ποτέ ου στέκει αµή να πολεµά/πολεµεί µάχην διά πτωχείαν), ο διδούσ µετά χαράσ εστί χάρισµα, ο δε παρέχων εκτόσ θελήµατοσ λέγεται εντροπή (GVA· εκείνο ένι χάρισµα οπού δίδουν/του δίδουσι µε θέληµα. Αµή εκείνο οπού δίδουν έξω θελήµατοσ/δίχωσ θέληµα χάρισµα ουκ έναι, αµή έναι εντροπήν), εκείνουσ τούσ γινώσκων ότι έχουσι (G· εκείνουσ οπού ήξευρεν ότι έχουν) κτλ.

Ως λεξιλογικοί ψευδοαρχαϊσµοί θα µπορούσαν να θεωρηθούν οι λέξεις

τα εσπάρµια (GVA· το σπάρµα), έπροσθεν (GVA· οµπρόσ),

οι εκφράσεις

το οπτικόν τησ οράσεωσ (GVA· το φωσ), την οσµήν τησ οσφρήσεωσ αυτού (GVA· την µύτην του)

η σύνταξη του επιθέτου

µεστόσ

µε αιτιατική (

σεντούκιν µεστόν αργύρια

), η παράθεση σε άλλη πτώση

αναγινώσκεται ... περί µίασ αρχόντισσασ, ονόµατι Ουρίνασ, θυγάτηρ του βασιλέωσ Αναστασίου.

Παράλληλα όµως µε τους γλωσσικούς και συντακτικούς αρχαϊσµούς το λόγιο χφ Ε διατηρεί γλωσσικό υλικό της δηµώδους που συνίσταται όχι µόνο στις κοινές µε τις παραλλαγές GVA γραφές (

ακριβότεροσ, αχαµνίζει, αχαµνοσύνη, βάγιεσ, βούζαν, βρόµοσ, γέρον, γυψελίου, διάφορον, έγγυσην, καλοθελήσεωσ, κλωθογυρίσµατοσ, κονδύλιν, κουρσάρησ, µεσάλιν, µίσον, ναέλιν, ονικά, ορωτία, πινάραν, πλατύσ, σκάρσοσ, τέρµενον, υπόκριτοσ, φάλκον), 16

αλλά και λέξεις της δηµώδους που ανήκουν στη γλωσσική περιουσία του διασκευαστή και τις εισάγει στο κείµενο για να αποδώσει το πρότυπό του, όπως οι λέξεις

γνώρα (για να αποδώσει τη λέξη εγνωριµία των GVA), πενταστοίχειον, (αντί του πέντατο στοιχείο των GVΑ), καλιάντραν (αντί των καλάντραν/καλαδρίνον των GV), το συντρόφιν (αντί του τον σύντροφον των GVA),

ο τύπος

πέπτον,

η διπλοτυπία

η φωλεά/ο

16 Βλ. και παραπάνω, Κεφ. Γ, σ. 120.

φωλεόσ,

η επεξήγηση

εκ του ιµατίου γεννάται ο σησ, ήτοι ο σάρακασ

και οι ιδιωµατικοί τύποι

µπαρπιέρησ/παρπέρησ17/παρπιέροσ

που απαντούν µόνο στην παραλλαγή αυτή.

3. ∆άνεια λεξιλογικά στοιχεία

Εκτός από ορισµένες κοινές για τη γλώσσα των φραγκοκρατούµενων περιοχών λέξεις που προέρχονται από τη γαλλική ή ιταλική γλώσσα (

αφαλίζω, δεσπεραροσύνη, πάλιο, προβαρίζω, λαµνίζω κτλ., βλ. και

Γλωσσάρι), αφθονούν οι ιταλισµοί:

ενδύνονται από κόκκινον (V· si se veste de rosso), η µωρία έναι εισ τέσσερα τίποτεσ (si è de quattro maniere), να συναπαντήσεισ ... µε τον µωρόν (V· inchontrarsi chon lo mato), να ηξεύρει καλά επάνω εισ εκείνο οπού θέλει να κρίνει (GVA), πλατύσ εισ την πτωχείαν (GVAE·

largo in povertà), η χάρισ ουδέν στέκεται/στέκει εισ τα µαλλία (la vertù non si sta in li chaveli), άφησ' να στέκει (lassa star).

4. Ιδιωµατικά στοιχεία

Στα φωνητικά χαρακτηριστικά της αρχαιότερης παραλλαγής G µπορούν να προσγραφούν η χρονική αύξηση η- σε τύπους της οριστικής, υποτακτικής και προστακτικής του ενεστώτα (

ηκούει, ηµοιράζει, να ηγοράσεισ, οπού ηγαπά, ήκουσε (προστ.),

η συχνή τροπή του αρκτικού ε σε ο (

ολπίδα, ορωτά, ορώτησεν, ορωνεία, οµάχονταν, ορµηνεύω)18

και η ανάπτυξη του γ µέσα στη λέξη

(έπλεγεν, κλαίγουν).

Τα στοιχεία αυτά συνυπάρχουν µαζί µε ορισµένα µορφολογικά χαρακτηριστικά όπως είναι η πολύ συχνή ανάπτυξη ενός

«

παρασιτικού

»

-ν σε ουσιαστικά (

ο άµµον, η αγάπην, η καλοθέλησην, η όρεξην, η συγκερνότηταν, η χάρην κτλ

.), επίθετα (

διαφορότερην

) και µετοχές (

απογνωσµένην, πετώταν

), αντωνυµίες (

ο καθέν

) και επιρρήµατα (

αραιάν, εντάµαν/ατάµαν, βέβαιαν

), οι γενικές πληθυντικού

τω φρονίµω, εκείνω, τω µικροτέρων πραγµάτων,

η πιθανή γενική

του γειτόνουν του (γρ. γειτόνουiν του;)

, οι ονοµαστικές πληθυντικού σε –ες αντί -ιές (

πειρασέσ, γενέσ)

, η ανάπτυξη ενός ευφωνικού iε ανάµεσα στο προτασσόµενο αντωνυµικό αντικείµενο και το αρχικό σύµφωνο του ρήµατος που ακολουθεί

(τονε βλέπει, τονε βρίζει, τονε γλύσουν κτλ.),

οι περιπτώσεις παράλειψης του τελικού -ν στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο

(λέγου, πιάνου

). Στις ιδιωµατικές λέξεις της παραλλαγής G µπορούν να συνυπολογισθούν λέξεις του κρητικού ή κυπριακού

17 Βλ. Κ. Γ. Γιαγκουλλής, Μικρός ερµηνευτικός και ετυµολογικός θησαυρός της κυπριακής διαλέκτου (από το δέκατο τρίτο αιώνα µέχρι σήµερα), Λευκωσία 1997.

18 Η προληπτική και υποχωρητική αφοµοίωση του ε προς το ο είναι χαρακτηριστικό των ιδιωµάτων της Κύπρου και των ∆ωδεκανήσων (ορωτά, ορώτησεν), η λέξη ολπίδα απαντά και σήµερα στην Κρήτη και την Κύπρο. Βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ, Α΄, σ. 237, και Παντελίδης, Φωνητική των νεοελληνικών ιδιωµάτων, σσ. 17-23.

Documentos relacionados