• Nenhum resultado encontrado

Δαπάνες επιχειρήσεων εκπιπτόμενες στη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Δαπάνες επιχειρήσεων εκπιπτόμενες στη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων"

Copied!
85
0
0

Texto

(1)

ΚΙΟΥΡΚΤΣΗ ΕΛΕΝΗ

t/oqo :

J e . C ·.}

-ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ-

ΘΕΜΑ: «ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΚΠΙΠΤΟΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΑΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΌΜ ΙΚίίΝ

ΠΡΟΣΩΠΩΝ».

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ:ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΜΗΜΑιΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΓΕΩΡΓΑΛΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

ΚΑΒΑΛΑ 2003

(2)

2.1 Ατομική επιχείρηση...2

2.2 Ομόρρυθμη εταιρία...3

2.3 Ετερόρρυθμη εταιρία... 4

2.4 Συμμετοχική ή αφανής εταιρία...5

2.5 Ανώνυμη εταιρία... 6-7 2.6 Εταιρία περιορισμένης ευθύνης... 8

2.7Συνεταιρισμός ή συνεργατική εταιρία... 9

2.8Συμπλοιοκτησία...10

3. ΛΟΠΣΉΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟΤΕΑΕΣΜΑΤΩΝ 3.1 Κατηγορίες των επιχειρήσεων και επαγγελμάτων, των οποίων τα αποτελέσματα υπολογίζονται λογιστικά...10-11 3.2 Αογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος- Έλεγχος δαπανών... 12-13 3.3 Ειδικός προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος...14-24 4. ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΕΠΑΠΈΑΜΑΉΚΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ 25-32 5. ΔΙΚΑΙΟΑΟΓΗΉΚΑ ΔΑΠΑΝΩΝ...33-35 6. ΕΚΠΙΠΤΟΜΕΝΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΑΟΠΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ 6.1 Έξοδα μιοθοδοσίας προσωπικού... 36-41 6.2 Προβλέψεις για αποζημίωση...42

6.3 Μισθοί - αμοιβές μελών Δ.Σ. και εταίρων... 43-47 6.4 Ασφάλιστρα προσωπικού...48

(3)

6.5 Έξοδα κίνησης... 49-52 6.6 Έξοδα φιλοξενίας...53 6.7 Δωρεές ακίνητων και χρημάτων... 54-57 6.8 Δαπάνες διαφημίσεων...58 6.9 Φόροι, τέλη και δικαιώματα...59-62 6.10 Τόκοι δανείων και πιστώσεων... 63-64 6.11 Τεκμαρτό ενοίκιο ακίνητων... 65 6.12 Δαπάνες επισκευής και συντήρησης...66-68 6.13 Αποσβέσεις...69-80

(4)

ΣΥΝ ΤΟΜ ΟΓΡΑΦ ΙΕΣ

Α.Ν.= Αναγκαστικός Νόμος.

Α.Ε.= Ανώνυμη Εταιρία Α.Κ. =Αστικός Κώδικας.

Α.Π.Υ.= Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών Α.Φ.Μ. =Αριθμός φορολογικού μητρώου Βλ.= Βλέπε

Γ.Α.Κ.= Γενικό Αογιστήριο του Κράτους Γ.Α.Σ.= Γενικό Αογιστικό Σχέδιο ΓΝΩΜ.= Γνωμοδότηση Α.Κ.= Αστικός Κώδικας Δ.Α.= Δελπο Αποστολής

Δ.Ο.Υ.= Δημόσια οικονομική υπηρεσία Δ.Σ= Διοικητικό συμβούλιο Εγγ.= Έγγραφο Εγκ.= Εγκύκλιος

Ε.Γ.Α.Σ.= Ελληνικό Γενικό Αογιστικό Σχέδιο Ε.Ι.Χ.= Επιβαπκό Ιδιωτικής Χρήσης Ε.Π.Ε. =Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης Ε.Ε. = Ετερόρρυθμη Εταιρία Η/Υ =Ηλεκτρονικός Υπολογιστής Ι.Κ.Α.= Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ι.Χ.= Ιδιωτικής Χρήσης

Κ.Β.Σ.= Κώδικας Βιβλίων Στοιχείων Κ.Φ.Σ. =Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων Α.= Αογαριασμός

Ν.Δ. = Νομοθετικό Διάταγμα

Ν.Π.Δ.Δ. =Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου Ο.Α.Ε.Δ. =Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού Ο.Ε. = Ομόρρυθμη Εταιρία

Παρ. §= Παράγραφος Περ.= Περίπτωση

ΠΟΑ.= Πολυγραφημένη διαταγή της Διοίκησης Π.Δ.= Προεδρικό διάταγμα

Σ.τ.Ε. =συμβούλιο της επικρατείας Τ.Π = Τιμολόγιο Πώλησης

(5)

Τπ.Οικ.= Υπουργείο Οικονομικών Φ.Π.Α.= Φόρος Προστιθέμενης Αξίας φ.τ.μ.= φορολογική ταμειακή μηχανή

(6)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

To Δημόσιο οος «ουσιαστικός μέτοχος», αφού δικαιούται μέρος των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, με τη μορφή του φόρου, έχει θέσει, μέσω της νομοθεσίας, κανόνες και προϋποθέσεις αναγνώρισης των επιχειρηματικών δαπανών-εξόδων, οι οποίοι κανόνες, εάν δεν τηρηθούν, οι δαπάνες δεν αναγνωρίζονται φορολογικά. Η μη αναγνώριση των δαπανών οδηγεί σε αύξηση του (ρορολογητέου αποτελέσματος, δηλαδή αναμορφώνονται για τη cpopoλoγία τα κέρδη ή οι ζημίες και αυτές οι επιπλέον διαφορές ονομάζονται στην φορολογική πρακπκή ΛΟ Π ΣΠ ΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ.

(7)

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ

Ατομική επιγείρηση

Η ατομική επιχείρηση έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό της ότι έχει μόνο έναν ιδιοκτήτη και οι σκοποί της επιχείρησης είναι οι ίδιοι με τους σκοπούς που θέτει ο ιδιοκτήτης. Η μορφή αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι απλή και συναντάται συχνότατα. Οι υποχρεώσεις, τα κέρδη και οι ζημίες εξαρτώνται και δημιουργούνται αποκλειστικά από τον ιδιοκτήτη. Η έκβαση των εργασιών, η διοίκηση των εργατών και υπαλλήλων, οι συμορωνίες για νέες δουλειές, όλες οι συναλλαγές, οι αποφάσεις όσον αφορά τα προϊόντα, εξαρτώνται από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Η συχνή εμφάνιση της ατομικής επιχείρησης οφείλεται σε πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Αυτοί είναι μεταξύ των άλλων, οι ακόλουθοι:Δεν χρειάζεται από τον νόμο κάποιο ελάχιστο ποσό κεφαλαίου για να αρχίσει η δραστηριότητά της .Ο ιδιοκτήτης, όπως αναφέραμε και παραπάνω είναι ο μόνος υπεύθυνος για την έκβαση των εργασιών της επιχείρησης. Ευθύνεται σαν ο μοναδικός ιδιοκτήτης απέναντι στους χρηματοδότες, τους πιστωτές και τους πελάτες, όχι μόνο με την εμπορική αλλά και με την ατομική του περιουσία. Στα πλεονεκτήματα της ατομικής επιχείρησης αναφέρονται: η σχετική ελευθερία από κρατικούς ελέγχους και περιορισμούς, η μερική πιστολητττική ικανότητα λόγω ότι ο ιδιοκτήτης είναι απεριόριστα υπεύθυνος προς τους δανειστές, η προσωπική επαφή του ιδιοκτήτη με τους πελάτες, η ευκινησία στις

(8)

διάφορες λήψεις αποφάσεων και εκμεταλλεύσεις ευκαιριών, η εξυπηρέτηση των πελατών και η εύκολη διάλυση της, αν θελήσει ο ιδιοκτήτης. Μειονεκτήματα είναι: τα περιορισμένα κεφάλαια της, η ανικανότητα προσέγγισης μεγάλων κεφαλαιαγορών χρήματος, η περιορισμένη ειδίκευση του πρκχτωπικού, η απεριόριστη ευθύνη το ιδιοκτήτη για τα επιχειρηματικά χρέη και ο περιορισμένος χρόνος επιχειρησιακής δραστηριότητας, που εξαρτάται από τη διάρκεια ζωής και την ικανότητα του ιδιοκτήτη της.

Ομόρρυθμη εταιρία.

Η ομόρρυθμη εταιρία από δυο ή και περισσότερα πρόσωπα, τα οποία ευθύνονται προσωπικά, απεριόριστα και εξ’

ολοκλήρου για τα τυχόν χρέη της επιχείρησης. Σκοπός τους είναι η διενέργεια εμπορικών πράξεων κάτω από εταιρική επωνυμία και η πραγματοποίηση κέρδους. Για την σύστασή της απαιτούνται καταστατικό και δημοσίευση του. Η ομόρρυθμη εταιρία είναι κατεξοχήν προσωπική και συνδυάζει την προσωπική εργασία, τα κεφάλαια και την εμπορική πίστη των εταίρων.

Τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας προτιμούν συνήθως στις περιτΓτώσεις που δύο άτομα ή περισσότερα, με μεγάλη ειδίκευση σε κάποιους κλάδους, αποφασίζουν να ενώσουν και να συντονίσουν τις ειδικότητες και τις ικανότητες τους, για να επιδιώξουν ένα σκοπό. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες

(9)

σκοττός της συνεργασίας τους δεν είναι ο καλύτερος συνδυασμός ειδικοτήτων, αλλά η αττοφυγή του ανταγωνισμού μεταξύ τους.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα της ομόρρυθμης εταιρίας είναι: η προσωπική και απεριόριστη ευθύνη των εταίρων, με το σύνολο της περιουσίας τους για όλα τα χρέη της εταιρίας, η περιορισμένη διάρκεια ζωής της εταιρίας, που εξαρτάται από τη ζωή και τις διαθέσεις των συνεταίρων, η δυσκολία εξεύρεσης μακροχρόνιων πηγών χρηματοδότησης, η δυσκολία λήψης αποφάσεων, εφόσον απαιτείται ομόφωνη γνώμη των εταίρων, η αδυναμία εισαγωγής νέας τεχνολογίας και υψηλής ειδίκευσης προσωπικού, λόγω των περιορισμένων κεφαλαίων της εταιρίας.

Ετερόρρυθμη εταιρία

Υπάρχουν δυο είδη ετερόρρυθμης εταιρίας, η απλή και η κατά μετοχές. Στην απλή ετερόρρυθμη εταιρία υπάρχουν δύο είδη εταίρων: Αυτός ή αυτοί που ευθύνονται προσωπικά, απεριόριστα και εξ’ ολοκλήρου για τις υποχρεώσεις της εταιρίας και αυτός ή αυτοί που αποτελούν τους απλούς χρηματοδότες της. Οι τελευταίοι δεν μετέχουν στη διαχείριση της περιουσίας της εταιρίας και η ευθύνη τους είναι τόση, όσο το ποσό που κατέθεσαν στην εταιρία. Στην ετερόρρυθμη εταιρία έχουμε συνδυασμό εργασία και κεφαλαίου.

(10)

Η ετερόρρυθμη εταιρία έχει όλα τα πλεονεκτήματα της ομόρρυθμης cruv το πλεονέκτημα της εισόδου των εταίριων, που λύνει προβλήματα χρηματοδότησης. Τα πλεονεκτήματα είναι τα ίδια με την ομόρρυθμη εταιρία.

Συνοπτικά ο ετερόρρυθμος εταίρος: ευθύνεται μέχρι το ποσό που εισέφερε, το όνομά του δεν περιλαμβάνεται στην επωνυμία της εταιρίας, είναι απλός χρηματοδότης δεν αναμειγνύεται στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρίας. Αν δεν ισχύουν τα παραπάνω, ο ετερόρρυθμος γίνεται ομόρρυθμος και συμμετέχει προσωπικά, εξ’ ολοκλήρου και απεριόριστα στα χρέη.

Στην κατά μετοχές ετερόρρυθμη εταιρία το κεφάλαιο που καταθέτουν οι ετερόρρυθμη εταίροι διαιρείται σε μερίδια και παρίσταται με μετοχές, που μεταβιβάζονται εύκολα. Έτσι, οι κατά μετοχές ετερόρρυθμη εταιρία γίνεται μικτή εταιρία.

Συμμετογική η αφανήα ετα ιρία

Η συμμετοχική ή αφανής εταιρία ιδρύεται από δύο ή περισσότερα άτομα που συμφωνούν να εκτελέσουν μαζί κάποιες εμπορικές πράξεις. Η εταιρία αυτή δεν έχει νομική προσωπικότητα (η σύστασή της γίνεται άτυπα), δεν έχει επωνυμία, κεφάλαια, τόπο εγκατάστασης, και οι πελάτες της δεν γνωρίζουν την ύπαρξή της.

Οι συμμετέχοντες σε μια τέτοια εταιρία συναλλάσσονται μόνο «επ’

ονόμαπ» τους και όχι «επ’ ονόματί» της εταιρίας. Για το λόγο

(11)

αυτό, οι πελάτες δεν γνωρίζουν, ούτε είναι ανάγκη, την ύπαρξή της εταιρίας.

Τα κεφάλαια που εισφέρονται από τους συνεταίρους εξακολουθούν να ανήκουν σ’ αυτούς, αν και χρησιμοποιούνται για κάποιον κοινό σκοπό.

A νώννμη εταιρία

Η ανώνυμη εταιρία είναι η κατεξοχήν κεφαλαιουχική εταιρία. Έχει νομική προσωπικότητα και η εταιρική ιδιότητα ενσωματώνεται σε μίας μερίδια του εταιρικού κεφαλαίου, που μπορούν να μεταβιβαστούν εύκολα, δηλαδή τις μετοχές. Οι μέτοχοι δεν ευθύνονται προσωπικά για τις υποχρεώσεις της εταιρίας, αλλά μέχρι το ποσό που συνεισφέρουν στην εταιρία. Η εταιρική ιδιότητα μπορεί να μεταβιβαστεί απλά και μόνο με τη μεταβίβαση των μετοχών.

Το ελάχιστο ποσό που απαιτείται για τη σύσταση της ανώνυμης εταιρίας πρέπει να παραμείνει σταθερό κατά τη διάρκεια της ζωής της.

Η ανώνυμη εταιρία έχει συμβάλει στην τεχνολογική πρόοδο και εξέλιξη, στην τελειοποίηση προϊόντων και στην ανάτττυξη των βιομηχανικών χωρών, καθώς και στην έρευνα.

Τα πλεονεκτήματα της ανώνυμης εταιρίας μεταξύ άλλων

(12)

> Η περιορισμένη ευθύνη των μετόχων για τα χρέη της εταιρίας μέχρι του ποσού της εισφοράς τους.

> Η έκδοση μετοχών και η ευκολία μεταβίβασης τους.

> Η αόριστη δκχρκεια ζωής της εταιρίας, που υπάρχει και μετά τον θάνατο των μετόχων της.

> Η μεγάλη δανειοληπτική ικανότητά της, για μεγάλο χρόνο και με μικρά επιτόκια.

> Η εύκολη είσοδο μετοχών και η διεύρυνση της με έκδοση νέων μετοχών.

> Η δυνατότητα χρησιμοποίησης της νέας τεχνολογίας και η έρευνα που πραγματοποιείται από αυτές.

> Η δυνατότητα χρησιμοποίησης ειδικευμένου εργατικού, υπαλληλικού και διευθυντικού προσωπικού.

> Η δυνατότητα καλής οργάνωσης και διοίκηση της επιχείρησης.

Τα μειονεκτήματα της ανώνυμης εταιρίας:

> Οι δυσκολίες για την ίδρυσή της ( διατυπώσεις και διαδικασία)

> Το μεγάλο κόστος σύστασης και λειτουργίας της.

> Η ανελαστική προσαρμογή σε μεταβαλλόμενες συνθήκες περιβόιΤΛοντος και η δυσκολία μετακίνησης της.

> Το απρόσωπο της εταιρίας.

> Η επιφυλακτικότητα στη χορήγηση δανείων, αν δεν υπάρχει εμπράγματη ασφάλεια των χρεών της.

(13)

> Η μεγάλη και διπλή φορολογία των κερδών της επιχείρησης.(και σαν νομικό πρόσωπο και σαν μέτοχοι)

> Ο μεγάλος έλεγχος και οι περιορισμοί της λειτουργίας της.

> Η βραδύτητα στη λήψη αποφάσεων

> Η χρησιμοποίηση του θεσμού των Α.Ε. για παράνομους σκοπούς και στόχους.

Εταιρία περιορισμένηα ευθύνηα (Ε .Π Ε .)

Η εταιρία περιορισμένης ευθύνης είναι εμπορική εταιρία που αποτελεί ενδιάμεσο τύπο μεταξύ κεφαλαιουχικών και προσωπικών εταιριών. Το κεφάλαιό της διαιρείται σε ίσα μερίδια που δεν παρίστανται με μετοχές, αλλά μεταβιβάζονται εύκολα με ορισμένες διαδικασίες. Τα της Ε.Π.Ε. δεν ευθύνονται προσωπικά για της υποχρεώσεις της εταιρίας και την ευθύνη αυτή έχει μόνο η εταιρία με την περιουσία της.

Κοινό στοιχείο της Ε.Π.Ε. με την Α.Ε. είναι ότι η ευθύνη των εταίρων είναι μέχρι του ποσού της εισφοράς τους στην εταιρία. Η κύρια διαφορά τους είναι ότι τα εταιρικά μερίδια στην μεν Α.Ε.

παρίστανται με μετοχές, στην δε Ε.Π.Ε. απαγορεύεται αυτό από το νόμο. Έτσι, η μεταβίβαση της εταιρικής ιδιότητας στην Ε.Π.Ε.

είναι δυσκολότερη.

Στην Ε.Π.Ε. σημαντικό ρόλο εκτός από το κεφάλαιο παίζει και η προσωπικότητα των εταίρων. Ο τύπος των Ε.Π.Ε.

εξυττηρετεί τις ανάγκες επιχειρήσεων μικρού μεγέθους και κάνει

(14)

συνδυασμό πλεονεκτημάτων των κεφαλαιουχικών εταίρων χωρίς να χρησιμοποιεί τα μειονεκτήματα τους. Έτσι, η δυσκολία συγκέντρωσης μεγάλων κεφαλαίων (όποος στην Α.Ε.) περιορίζεται καθώς περιορίζονται και η ευθύνες των εταίρων ως προς τρίτους (όπως στις προσωπικές εταιρίες).

Συνεταιρισμόα ή σννεργαηκή εταιρία

Συνεταιρισμός είναι η εταιρία, η οποία έχει σαν κύρια χαρακτηριστικά το μεταβλητό του αριθμού των συνεταίρων, το μεταβλητό του κεφαλαίου και είναι μη κερδοσκοπική. Σκοπός του είναι η προαγωγή της ιδιωτικής οικονομίας καθενός από τα μέλη του, που πετυχαίνεται με την συνεργασία των μελών του.

Διάκριση των συνεταιρισμών:

Ανάλογα με τα μέλη του: σε αστικούς και γεωργικούς.

Ανάλογα με το αντικείμενό του: σε καταναλωτικούς, σε παραγωγικούς και πιστωτικούς.

Σε αναγκαστικούς και σε ελεύθερους.

Ανάλογα με την ευθύνη των μελών: σε περιορισμένης και απεριόριστης ευθύνης.

Διάκριση κατά βαθμούς: επτά συνεταιρισμοί αποτελούν μία ένωση συνεταιρισμών. Δύο ενώσεις αποτελούν μία κεντρική ένωση.

Η ιδιότητα του συνεταίρου αποκτάται με την υπογραφή του καταστατικού κατά τη σύσταση ή με έγγραφη δήλοοση του υποψήφιου μέλους για την αποδοχή του καταστατικού

(15)

μεταγενέστερα. Για την εισδοχή του αποφασίζει η διοίκηση ή η συνέλευση.

Συμπλοιοκτησία

Είναι ιδιόρρυθμος τύπος εταιρίας, που ιδρύεται με σκοπό την εκμετάλλευση κοινού πλοίου. Για κάθε πλοίο ιδρύεται ξεχωριστή εταιρία.

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΤΤΡΟΣΛΤΟΡΤΣΜΟΣ ΑΠΟΤΚΛΕΣΜ ΑΤΠΝ

Π οιεο είνα ι οι κα τηγορίεε τω ν επινειρήσεω ν και επαγγελμάτων, των οποίω ν τα αποτελέσματα υπολογιΐοντα ι λογιστικά.

Για να προσδιοριστεί το εισόδημα των επιχειρήσεων λογιστικά με έκπτωση των δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα, πρέπει η επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του V. 2238/1994:

1) Να τηρεί επαρκή και ακριβή (ειλικρινή βιβλία τρίτης κατηγορίας , ανεξαρτήτως νομικού τύπου ή αντικειμένου εργασιών (εξαίρεση αποτελούν οι τεχνικές επιχειρήσεις, άρθρο 34 του V. 2238/1994).

2) Να τηρεί ειλικρινή βιβλία εσόδων-εξόδων, εφόσον παρέχει αποκλειστικά υττηρεσίες και στερείται αξιόλογων

(16)

αποθεμάτων κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου. Στην κατηγορία αυτή μπορούν να ενταχθούν μεγάλες κατηγορίες επιτηδευματιών όπως είναι:

Ελεύθεροι επαγγελματίες (άρθρο 48§1 ν.2238/1994) Θεωρούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες όσοι ασκούν το επάγγελμα του:

Γιατρού, οδοντίατρου, κτηνίατρου, φυσιοθεραπευτή, βιολόγου, ψυχολόγου, μαίας, δικηγόρου, δικολάβου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, τοπογράφου, χημικού, γεωπόνου, γεωλόγου, δασολόγου, ωκεανογράφου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, ξεναγού, μεταφραστή, καθηγητή, δασκάλου, καλλιτέχνη, γλύτπη, ζωγράφου, σκιτσογράφου, χαράκτη, ηθοποιού, εκτελεστή μουσικών έργων, μουσουργού, κοχλλιτεχνών των κέντρων διασκέδασης, χορευτή, χορογράφου, σκηνοθέτη, σκηνογράφου, ενδυματολόγου, διακοσμητή, οικονομολόγου, αναλυτή -προγραμματιστή, ερευνητή, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή, φοροτέχνη, αναλογιστή, κοινωνιολόγου, εμπειρογνώμονα.

Ακόμη από την διοίκηση διευκρινίστηκε ή έγινε δεκτό ότι ελεύθεροι επαγγελματίες είναι οι:

οι εκτελωνιστές, οι τουριστικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, τα ναυτιλιακά πρακτορεία, παραγωγοί ασφαλειών, οι μεσίτες, τα εκπαιδευτήρια, τα φροντιστήρια, οι εκμισθώσεις μηχανημάτων -αυτοκινήτων -κινητών πραγμάτων, οι ασφαλιστές.

(17)

οι αντιπρόσωποι με προμήθειες, οι πλασιέ, οι σχολές χορού, οι σχολές οδηγών, τα γυμναστήρια, τα κομμωτήρια, τα κουρεία, τα φυσιοθεραπευτήρια, ενοικιάσεις κινητών πραγμάτων, οι παιδικοί σταθμοί, τα κάμπινγκ, τα ξενοδοχεία συνεργεία αυτοκινήτων, τα θέατρα, ο κινηματογράφος, τα λούνα πάρκ, οι επιχειρήσεις θεάματος και όλες οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών.

Εάν η επιχείρηση δεν τηρεί βιβλία ή τα τηρούμενα κρίνονται ανεπαρκή ή ανακριβή, τότε το κέρδος υπολογίζεται εξωλογιστικά με τους οριζόμενους μοναδικούς κατά επάγγελμα συντελεστές.

Λ ογισπκόα προσδιορισμόα εισοδήμοττοα -Έ λεγγοσ δαπανών.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του όιρθρου Ν.2239/94 το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων, που τηρούν εποχρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία Γ κατηγορίας ή Β’ κατηγορίας Εσόδων - Εξόδων, για επιχειρήσεις που παρέχουν αποκλειστικά υττηρεσίες και στερούνται αξιόλογων αποθεμάτων, εξευρίσκεται λογιστικά με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, (άρθρο 28 και 30 για εμπορικές επιχειρήσεις και άρθρο 48 και 49 για ελευθέρια επαγγέλματα, Ν2238/94), των εξόδων (δαπανών), που προβλέπονται από την κείμενη φορολογική νομοθεσία και την πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων και του ΣτΕ.

Ο νόμος κατονομάζει ρητά τις δαπάνες που εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα.

(18)

Οι δαπάνες αυτές αναφέρονται στο νόμο περιοριστικά και ως εκ τούτου δαπάνες που δεν κατονομάζονται δεν εκπίτττουν.

Παρόλα αυτά (άρθ. 31 παρ.1 Ν 2238/94, άρθ. 35 παρ.1 ΝΔ 3323/55), στην κατηγορία «γενικά έξοδα διαχείρισης » η απαρίθμηση των περιπτώσεων που γίνεται είναι ενδεικτική και δεν καλύτττει το σύνολο των εκπιπτόμενων δαπανών (αυτής της κατηγορίας), άλλωστε που στην πράξη είναι αδύνατο, λόγω μεγάλου αριθμού τέτοιων περιτττώσεων.

Η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων και του ΣτΕ δέχεται ότι, ως γενικά έξοδα διαχείρισης, νοούνται οι εν γένει παραγωγικές δαπάνες, που συμβιχλλουν στην ανάτιτυξη των εργασιών και στην απόκτηση κέρδους.

Με την έννοια αύτη, οποιασδήποτε δαπάνη που είναι παραγωγική και συμβάλει στην απόκτηση κέρδους αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.

Τα έξοδα, με κριτήριο την ενσωμάτωσή τους ή όχι στο λειτουργικό κόστος, διακρίνονται:

❖ Σε οργανικά, αυτά που γίνονται κατά την διάρκεια της χρήσης, με σκοπό την απόκτηση οργανικών εσόδων και καταχωρούνται κατ’ είδος στους λογαριασμούς της ομάδας 6 και στο τέλος της χρήσης τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών μεταφέρονται στο λογαριασμό γενικής εκμετάλλευσης 80.00, για δε τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την αναλυπκή λογιστική μεταφέρονται και στα κέντρα κόστους λογ. 92.

(19)

❖ Σε έκτακτα ή ανόργανα έξοδα (και έξοδα παρεπόμενων ασχολιών), τα οποία αποδίδονται σε έκτακτα ή απρόβλεπτα γεγονότα, παραλείψεις ή αντικανονικές ενέργειες ή αναφέρονται σε δραστηριότητες προηγούμενων χρήσεων και καταχωρούνται στους λογαριασμούς 81-85, για να μεταφερθούν στο τέλος της χρήσης στο λογαριασμό 86 «αποτελέσματα χρήσης».

ΕΙΔΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΘΑΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

1. Επιχειρήσεις εμπορίας και παραγωγής αγαθών Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 33 για Ής επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία Β’ κατηγορίας του ΚΒΣ, και πωλούν αγαθά προβλέπονται δύο τρόποι προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος. Με όποιον από τους δύο παρακάτω τρόπους προσδιορίζεται το μεγαλύτερο καθαρό αποτέλεσμα σε αυτό το καθαρό ποσό επιβάλλεται ο φόρος εισοδήματος.

Ύστερα από αυτά προκύπτει ότι δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών, οι επιχειρήσεις οι οποίες:

• Απαλλάσσονται με βάση τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων,

• Δεν τηρούν βιβλία πρώτης κατηγορίας του ίδιου κώδικα,

• Τηρούν προαιρετικά βιβλία Γ κατηγορίας του Π.Δ 186/92.

(20)

i. Πρώτος τρόπος. Εξωλογιστικός προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος.

Διατηρείται με τις παραπάνω διατάξεις ο εξωλογιστικός προσδιορισμός ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 32 του ν.2238/94, δηλαδή με την εφαρμογή του προβλεπόμενου μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους επί των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία Β’

κατηγορίας τουΠ.Δ.186/92(Κ.Β.Σ.).

ii. Δεύτερος τρόπος. Λογιστικός προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος.

Με τις ίδιες διατάξεις (παραγρ. 1 άρθρου 33 ν.2238/94) καθιερώνεται υποχρεωτικά και ο λογιστικός τρόπος προσδιορισμού των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., δηλαδή σύμιρωνα με τις διατάξεις του 31 του ν.2238/94.Το όιρθρο 31 ορίζει όπ τα καθαρά κέρδη εξευρίσκονται λογιστικώς με έκτττωση από τα ακαθάριστα έσοδα όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 30, των δαπανών που αναφέρονται στο ίδιο άρθρο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αξία των πρώτων και βοηθηπκών υλών που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και των άλλων εμπορεύσιμων αγαθών.

Η αξία των πρώτων και βοηθητικών καθώς και των εμπορεύσιμων αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν βρίσκεται με την αξιοποίηση των απογραφέντων αγαθών (α' και β' υλών καθώς και εμπορευσίμων) κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου

(21)

και κατά την λήξη αυτής, για τα οποία έχει υποχρέωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Π.Δ 186/92.

Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ορίζεται ότι αν προαιρετικά έχει συνταχθεί απογραφή έναρξης και λήξης, για τον προσδιορισμό, λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα των προαιρετικών απογραφων (έναρξης και λήξης), με την απαραίτητη όμως προϋπόθεση 0Ή θα συνταχθεί απογραφή για μια ακόμη τριετία από την σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής. π.χ. Αν συνταχθεί για πρώτη φορά απογραφή λήξης προαιρετικά την 31/12/1999, τότε η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να διενεργεί συνεχεία απογραφές μέχρι την απογραφή της 31/12/2002.

Με τι τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 33 ορίζεται ότι σε περίπτωση παράλειψης σύνταξης απογραφής, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του V 2523/1997 για τη μη σύνταξη της απογραφής. Ειδικά για την διαχειριστική περίοδο 1/1-31/12/1999, τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων πώλησης ή παραγωγής αγαθών που τηρούν βιβλία και στοιχεία β' κατηγορίας του Π.Δ. 186/92(Κ.Β.Σ.), όποος προκύπτουν με λογιστικό τρόπο, δεν μπορεί να είναι ανώτερα από τα καθαρά κέρδη που προσδιορίζονται με τον εξωλογιστικό τρόπο προσαυξημένα κατά 50% . τα παραπάνω ισχύουν και για τις επιχειρήσεις των παραγρ. 3 και 4 του άρθρου 33 του ν.

2238/94(παραγρ.2 άρθ. 28 ν.2789/11-2-2000).Ήδη με τις διατάξεις

(22)

της παραγρ.8 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000(ΦΕΚ Α ’ 285/28-12- 2000) ο ανωτέρω τρόπος προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος των επιχειρήσεων αυτών επεκτείνεται και στα εισοδήματα που θα αποκτηθούν μέχρι και την 31/12/2003.

2. Επιγειρήσεις που παρέγουν υπηρεσίες.

Για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που τηρούν βιβλία και στοιχεία β' κατηγορίας ή προαιρετικά γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και οι οποίες κατά τη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα 20000000 δρχ., για τη χρήση μέχρι 2001 και από τη χρήση 2002 58700 ευρώ προβλέπονται δυο τρόποι προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος, από το οικονομικό έτος 2000. Όποιος από τους δύο παραπάνω τρόπους δίνει το μεγαλύτερο καθαρό αποτέλεσμα , σε αυτό το καθαρό ποσό επιβάλλεται ο φόρος εισοδήματος, ϊ. Πρώτος τρόπος. Λογιστικός προσδιορισμός καθαρού

εισοδήματος.

Διατηρείται με τις παραπάνω διατάξεις ο λογιστικός τρόπος προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος, όπως αυτός ορίζεται με τις διατάξεις της παραγράφου Ιτου άρθρου 31 του ν. 2238/94.

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές: «το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων, που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλία και Στοιχείων καθώς και των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων,

(23)

εφόσον αυτές παρέχουν αποκλειστικά υττηρεσίες και στερούνται αξιόλογων αποθεμάτων κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εξευρίσκεται λογιστικώς με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.

ii. Δεύτερος τρόπος. Εξωλογιστικός πρκχτδιορισμός καθαρού εισοδήματος.

Με τις ίδιες διατάξεις καθιερώνεται υποχρεωτικά και ο εξωλογιστικός τρόπος προσδιορισμού των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία β' κατηγορίας ή προαιρετικά γ ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., με την προϋπόθεση ότι τα ακαθάριστα έσοδα κατά την διαχειριστική περίοδο είναι μέχρι 20.000.000 δρχ.

μέχρι τη χρήση 2001 και από τη χρήση 2002 58.700 ευρώ.

Σημειώνουμε ότι αυτές οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που έχουν ακαθάριστα έσοδα πλέον των παραπάνω ποσών, δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών και τα κέρδη της θα προσδιοριστούν με το λογιστικοό τρόπο.

Παράδειγμα.

Επιχείρηση έχει αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση πλυντηρίου αυτοκινήτων και τηρεί βιβλία και στοιχεία Β' κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Με βάση τα δεδομένα των βιβλίων της, κατά την διαχειριστική περίοδο 1/1-31/12/2002, προκύτττου τα εξής:

Ακαθάριστα έσοδα 53.000

ευρώ

(24)

Αμοιβές προσωπικού Ενοίκια

Δ.Ε.Η.- Ο.Τ.Ε.- Ύδρευση Αποσβέσεις παγίων Διάφορα έξοδα

14.000 10.500 9.500 1.500 11.000 46.500 Ο.Μ.Σ.Κ.Κ. είναι 25%

Με βάση τα παραπάνω προσδιορίζουμε τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης α) με λογιστικό τρόπο και β) με εξωλογιστικό τρόπο, ως εξής:

ΑογιΟΉκός τρόπος προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος.

Ακαθάριστα έσοδα 53.000

-Δαπάνες 46.500

Καθαρά 6.500

Εξωλογιστικός τρόπος προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος.

Ακαθάριστα έσοδα 53.000*25%=13.250

Με βάση τα παραπάνω καθαρά κέρδη η επιχείρηση για το οικονομικό έτος 2003(1/1-31/12/2002) θα φορολογηθεί με το ποσό των 13.250 ευρώ, καθόσον τα καθαρά κέρδη που προέκυψαν με τον εξωλογιστικό προσδιορισμό είναι μεγαλύτερα αυτών που προέκυψαν λογιστικά.

(25)

3. Μικτές επιχειρήσεις με έσοδα του κλάδου παροχής υττηρεσιών μέχρι 20.000.000 δρχ. για τα οικονομικά έτη μέχρι 2002 και μέχρι 58.700 ευρώ από το οικονομικό έτος 2003 και μετά που τηρούν βιβλία και στοιχεία Β' κατηγορία του Κ.Β.Σ. ή Γ' κατηγορίας προαιρετικά

lupcpcova με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του V. 2238/91 τα καθαρά κέρδη των αμέσοος παραπάνω επιχειρήσεων προσδιορίζονται με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι λογιστικός και ο δεύτερος εξωλογιστικός.

i. Π ρώ τος τρόπος. Λ ογιστικός προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος.

• Κλάδος εμπορίας -παραγωγής

Για το λογιστικό τρόπο προσδιορισμού των καθαρών κερδών του κλάδου εμπορίας λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 2238/94, όπως αναφερθήκαμε παραπάνω.^

• Κλάδος παροχής υπηρεσιών.

Για το λογιστικό τρόπο προσδιορισμού των καθαρών κερδών του κλάδου παροχής υττηρεσιών λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 2238/94 (έσοδα - δαπάνες), όπως αναφερθήκαμε παραπάνω.^

U. Δεύτερος τρόπος. Εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος.

• Κλάδος εμπορίας - παραγωγής.

(26)

Για τον εξωλογιστικό τρόπο προσδιορισμού τ ο ν καθαρών κερδών του κλάδου εμπορίας λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 2238/94,δηλαδή με την εςκχρμογη του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους που πριοβλέπεται yia τις πολήσεις, επι των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία Β' κατηγορίας του Κ.Β.Σ.

❖ Κλάδος παροχής υπηρεσιών.

Για τον εξωλογισπκό τρόπο προσδιορισμού των καθαρών κερδών του κλάδου παροχής υττηρεσιών αναφερόμαστε στα όσα αναφέραμε παραπάνω. Δηλαδή προκειμένου να προσδιορίσουμε τα καθαρά κέρδη πολλαπλασιάζουμε τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου παροχής υπηρεσιών επί τον μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους της δραστηριότητας της επιχείρησης όπως προβλέπουν οι αποφάσεις του Υπουργείου Οικονομικών.

Τα μεγαλύτερα συνολικά κέρδη τα οποία προκύτττουν από την εφαρμογή των παραπάνω δυο τρόπων υπολογισμού (λογιστικού και εξωλογιστικού), αποτελούν τα κέρδη των επιχειρήσεων που φορολογούνται.

• Οι μικτές επιχειρήσεις που έχουν ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών 20.000.000 δρχ. για τα οικονομικά έτη μέχρι 2002 και μέχρι 58.700 ευρώ από το οικονομικό έτος 2003 και μετά και τηρούν προαιρετικά βιβλία και στοιχεία Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ. υπάγονται στους παραπάνω τρόπους προσδιορισμού των καθαρών κερδών τους, εφόσον τα

(27)

έσοδα αϊτό τον κλάδο της παροχής υττηρεσιών αποτελούν τουλάχστον το 70% των συνολικών εσόδων της επιχείρησης.

Παράδειγμα.

Συνολικά έσοδα επιχείρησης, που τηρεί βιβλία Γ ’ κατηγορίας, 88.000 ευρώ εκ των οποίων 56.000 ευρώ από τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών. Στην περίπτωση αυτή τα καθαρά κέρδη της μικτής επιχείρησης δε θα προσδιοριστούν με τον

παραπάνω τρόπο της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του ν, 2238/94, γιατί τα έσοδα από παροχής υττηρεσίας είναι κάτω του 70% των συνολικών εσόδων. Τα κέρδη θα προσδιοριστούν με βάση τα βιβλία τους.

4. Μεικτές επιχειρήσεις πώλησης αγαθών ή παραγωγής και παροχής υπηρεσιών που τηρούν βιβλία Β' κατηγορίας ή προαιρετικά Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ, οι οποίες πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα από την παροχή υπηρεσίας πάνω από 20.000.000 δρχ. για το οικονομικό έτος 2002 και μέχρι 58.700 ευρώ από το οικονομικό έτος 2003.

Σύμφωνα με τις διατάξεις τα παραγρ. 4 του άρθρου 33 του ν.2238/94 τα καθαρά κέρδη των αμέσοος παραπάνω επιχειρήσεων προσδιορίζονται με δύο τρόπους, ως ακολούθως,

ΐ. Πρώτος τρόπος. Λογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος.

Κλάδοα εμποοίαα

(28)

Για το λογιστικό τρόπο προσδιορισμού των καθαρών κερδών του κλάδου εμπορίας λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν.2238/94, όπως αναφερθηκαμε παραπάνω.^

Κλάδθ€ παρογήα υττηρεσιών.

Για το λογιστικό τρόπο προσδιορισμού των καθαρών κερδών του κλάδου παροχής υπηρεσιών λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 31 του 2238/94 (έσοδα μείον δαπάνες, όπως αναφερθήκαμε παραπάνω.^

ΐΐ. Δεύτερος τρόπος. Εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος του κλάδου εμπορίας -παραγωγής και λογιστικός προσδιορισμός του κλάδου παροχής υττηρεσίας.

KAdSoc εμπορίαα - παραγωγήα.

Διατηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις Ής παραγρ. 4 του άρθρου 33 του ν.2238/94 ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των καθαρών ο σποίος προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 32 του ίδιου νόμου, δηλαδή με την εφαρμογή του προβλεπόμενου Μ.Σ.Κ.Κ , επί των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων του κλάδου εμπορίας.

Κλάδοα παοογή€ υττηρεσίας.

' Βλέπε σελ.16 παραγρ. Ι.ϋ).

^ Βλέπε σελ.20 παραγρ. 2. ϊ)

(29)

Τα καθαρά κέρδη του κλάδου αυτού προσδιορίζονται λογιστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν.

2238/94(έσοδα μείον δαπάνες) |

Τα μεγαλύτερα συνολικά καθαρά κέρδη που προκύτττουν από την εφαρμογή των παραπάνω δύο τρόπων υπολογισμού αποτελούν τα φορολογούμενα κέρδη της επιχείρησης.

• Οι μεικτές επιχειρήσεις που έχουν ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσίας πάνω από 20.000.000 δρχ.

μέχρι και 6το οικονομικό έτος 2002 και 58,700 ευρώ από το οικονομικό, έτος 2003, όπως αναφερθήκαμε και παραπάνω για και τις μικτές επιχειρήσεις που έχουν ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο παροχής υττηρεσίας μέχρι 200.000.000δρχ., και τηρούν προαιρετικά βιβλία και στοιχεία Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ.

υπάγονται στους παραπάνω τρόπους προσδιορισμού των καθαρών κερδών των παραγρ. 3 και 4 του άρθρου 33 του ν.2238/94, εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου παροχής υπηρεσιών αποτελούν τουλάχιστον το 70% των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων τους.

Παράδειγμα.

Μεικτή επιχείρηση κατά την χρήση 2002έχει ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο εμπορίας 176.000 ευρώ και από τον κλάδο παροχής υττηρεσιών 88.000 ευρώ και τηρεί προαιρετικά βιβλία Γ' κατηγορίας.

Στο παράδειγμα αυτό, με βάση την παραπάνω διάταξη, δεν εφαρμόζεται ο παραπάνω τρόπος προσδιορισμού των καθαρών

(30)

κερδών των μεικτών επιχειρήσεων, αφού τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου παροχής υπηρεσιών, αποτελούν το 33% των συνολικών ακαθάριστων εσόδων, δεδομένου ότι ο νόμος προβλέπει ανώτερα του 70%. Στην περίτΓτωση αυτή, ως κέρδη φορολογούμενα θα ληφθούν υπόψη αυτά που προκύπτον από τα βιβλία.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΕΠΑΠΈΑΜΑΉΚΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ.

Για την αναγνώριση επαγγελματικής δαπάνης, οος εκπεστέας από τα ακαθάριστα έσοδα, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

1) Δαπάνη να είναι πραγματική και όχι εικονική ή πλασματική, π.χ. η διπλή καταχώρηση μιας δαπάνης δεν είναι κατά το Vi πραγματική ή η καταχώρηση στα βιβλία μιας δαπάνης που δεν πραγματοποιήθηκε δεν είναι πραγματική στο σύνολό της.

Για το χαρακτηρισμό μιας δαπάνης ως, πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία είναι δυνατό να συνταχθεί κατά πείρα ότι αυτή δεν καταβλήθηκε από την επιχείρηση.

Η καταχώρηση εικονικής δαπάνης στα βιβλία της επιχείρησης, συνεπάγεται την απόρριψή τους και το χαρακτηρισμό αυτών ως ανακριβών κατά τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 30 παραγρ. 4-7 Π.Δ. 186/92.

(31)

2) Η δαπάνη να είναι πρκχγματικη,(οπ;μβάλει στην παραγωγή), να αφορά το εισόδημα και την επιχείρηση και όχι τον επιχειρηματία, να συμβάλει στην απόκτηση φορολογούμενου εισοδήματος, ανεξάρτητα αέν στη χρήση που πραγματοποιήθηκε συνέβαλε ή όχι στην απόκτηση τέτοιου εισοδήματος και σε κάθε περίτττωση η δαπάνη πρέπει να βαρύνει την επιχείρηση και να γίνεται για το συμφέρον της.

Π.χ. έξοδα διαφήμισης μελλοντικής απόδοσης, έξοδα ταξιδιού παραγόντων της επιχείρησης για αγορές από το εξωτερικό, οι οποίες τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν ως ασύμφορες ή αλλού λόγου είναι παραγωγικές δαπάνες, δαπάνες δεξίωσης για προσωπικό γεγονός του διευθύνοντος Συμβούλου της επιχείρησης δεν είναι παραγωγικές, απειδή δεν έγιναν για το συμφέρον της επιχείρησης, δεν εξυττηρετήθηκαν ανάγκες αυτής, αλλά προσωπικές ανάγκες.

Από τον έλεγχο ερευνάται σε κάθε περίπτωση ο παραγωγικός ή μη χοφακτήρας της δαπάνης, δηλαδή εάν η δαπάνη αυτή έγινε στα πλαίσια της επαγγελμαπκής δραστηριότητας.

Δεν επιτρέπεται ο έλεγχος σκοπιμότητας της δαπάνης.

Σε περίπτωση που δαπάνη δεν αναγνωρίζεται από τον έλεγχο με την αιτιολογία ότι δεν είναι παραγωγική, η διατύπωση του σκετΓπκού πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, γιατί είναι ενδεχόμενο να φανεί, ότι δεν εξετάσθηκε η παραγωγικότητα της

(32)

αλλά η σκοπιμότητα αιπης και τούτο επειδή οι έννοιες αυτές δεν είναι προσδιορισμένες επακριβώς(με ευκρίνεια)

3) Η δαπάνη να έχει σκοπό την απόκτηση εισοδήματος και όχι την απόκτηση κεφαλαίου.

Οι δαπάνες διακρίνονται σε δαπάνες που γίνονται με σκοπό την απόκτηση εισοδήματος και αναγνωρίζονται για έκτττωση εντός της διαχειριστικής περιόδου που πραγματοποιήθηκαν και δαπάνες που αφορούν το κεφάλαιο της κάθε επιχείρησης.

Για να αναγνωριστεί προς έκτΓτωση από τα ακαθάριστα έσοδα η δαπάνη απαιτείται να γίνετοα για εξυπηρέτηση αναγκών της επιχείρησης, να μην είναι άσχετη με τα συμφέροντά της και να συμβάλλει άμεσα ή έμμεσα στη διατήρηση ή δημιουργία εισοδήματος.

Δαπάνεα εισοδήματοα είναι οι πραγματοποιούμενες για συντήρηση παγίων περιουσιακών στοιχείων, για την απόκτηση αγαθών ή υττηρεσιών που αναλώνονται σε μια χρήση και γενικά κάθε δαπάνη που δεν αποτελεί δαπάνη κεφαλαίου.

Με την πραγματοποίηση της κάθε δαπάνης πρέπει να επέρχεται μείωση της καθαρής περιουσίας ή κε(ραλαίου (ενοίκια, μισθοί, έξοδα επισκευής και συντήρησης, γραφική ύλη κ.τ.λ.) και όχι απλώς μετατροττή ενός περιουσιακού στοιχείου σε άλλου.

Δαπάνεε κεφαλαίου θεωρούνται εκείνες που γίνονται για την απόκτηση, επέκταση, μετατροπή, βελτίωση παγίων περιουσιακών στοιχείων, των οποίων η ωφέλιμη ζωή τους στην επιχείρηση υπερβαίνει σε ομαλές συνθήκες τη μία χρήση.

(33)

Από τις δαπάνες αυτές επωφελούνται περισσότερες χρήσεις και κρίνονται αποσβέσεις σε περισσότερες, της μιας διαχειριστικής, περιόδους.

4) Η δαπάνη να είναι βέβαιη, δεδουλευμένη και εκκαθαρισμένη, δηλαδή να μην είναι αμφισβητούμενη, να αναφέρεται στα χρονικά όρια διαχειριστικής περιόδου και να είναι ποσοτικά καθορισμένη.

Σύμφωνα με την αρχή αυτοτέλειας των χρήσεων, με τις ισχύουσες διατάξεις και την πάγια νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων και Σ.τ.Ε, οι εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα πρέπει απαραίτητα να αφορκ)ύν και να βαρύνουν τη χρήση της οποίας τα κέρδη πρόκειται να φορολογηθούν. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα του χρόνου πληρωμής των δαπανών.

Δαπάνες με τη μορφή πρόβλεψης δεν εκπίττΓουν.

Εξαίρεση

Δεν εκπίτΓΓουν από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης που αφορούν, αλλά της χρήσης κατά την οποία καταβλήθηκαν οι δαπάνες:

-Ασφάλιστρα ομαδικής ασφάλειας ζωής προσωπικού.

-Φόροι, τέλη, δικαιώματα.

5) Η δαπάνες να προβλέπεται από διάταξη νόμου. Με τις διατάξεις του ν.2238/94 άρθρο 31 και άλλων νομοθετημάτων, προσδιορίζονται οι κατηγορίες των δαπανών που

(34)

αναγνωρίζονται για έκτττωση από τα ακαθάριστα έσοδα που φορολογούνται.

Η απαρίθμηση των δαπανών είναι περιοριστική και όχι ενδεικπκή και συνεπώς δαπάνες που δεν κατονομάζονται στο νόμο, δεν αναγνωρίζονται προς έκτΓτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.

Σε κάθε περίπτοοση δεν επιτρέπεται η αναγνώριση επαγγελματικής δαπάνης κατά διασταλτική ερμηνεία ή σε ανάλογη εφαρμογή άλλων φορολογικών διατάξεων.

6) Η δαπάνη να μην αντιβαίνει σε ποινικές ή απαγορευτικές διατάξεις-Δεν αποτελούν παραγωγικές δαπάνες της επιχείρησης κατά τη Νομολογία και την Διοίκηση, δαπάνες που διενεργούνται για την εξυπηρέτηση αθέμιτων ή παράνομων πράξεων.

7) Η δαπάνη να συμβάλλει στην απόκτηση φορολογητέου εισοδήματος και όχι απαλλασσόμενου ή εισοδήματος που φορολογείται με ειδικό τρόπο, π.χ. δαπάνες για έσοδα από τόκους τραπεζών, δαπάνες εκμετάλλευσης που τα έσοδα φορολογούνται με ειδικό τρόπο.

Οι διατάξεις του άρθρου 31 παρ.8 ν.2238/94 ορίζουν τον τρόπο και τα ποσοστά, βάσει των οποίων εξευρίσκονται οι δαπάνες, που αναλογούν στα απαλλασσόμενα ή κατ’ ειδικό τρόπο φορολογούμενα έσοδα.

8) Η δαπάνη να στηρίζεται σε έγγραφα και δικαιολογητικά κατά πς διατάξεις τσυ άρθρου 18 παρ.2 του Κ.Β.Σ. που ορίζουν

«πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις

(35)

διατάξεις του κώδικα αυτού, σε δημόσια έγγραφα ή σε άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία-

- Προβλεπόμενα στοιχεία είναι αυτά, που κάθε φορά ορίζονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.

-Δημόσια έγγραφα είναι εκείνα που συντάσσονται ή εκδίδονται νόμιμα από πρόσωπα που ασκούν Δημόσια Υπηρεσία ή λειτουργία. Πολιτικής Δικονομίας.

-Το ποια είναι πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία, δεν ορίζεται από το νόμο, είναι θέμα πραγματικό και σε κάθε περίττΓοοση εξετάζεται από τον έλεγχο.

-Δεν αποτελούν νόμιμα δικαιολογητικά στοιχεία για έκτΓτωση δαπάνης. Τιμολόγια Παροχής Υπηρεσιών από τα οποία δεν προκύπτει επιχρκής προσδιορισμός των παρασχεθεισών υττηρεσιών, και για το λόγο αυτό δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα.

9) Η δαπάνη να έγει καταγωρηθεί στα βιβλία με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία ή υπολογιστικά(π.χ. αποσβέσεις)

Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δίνεται στην ύπαρξη πλαστών η εικονικών παραστατικών δαπανών (τιμολόγια, αποδείξεις κ.τ.λ.) καις σε δαπάνες οι οποίες καταχωρήθηκαν στα βιβλία αλλά είναι δυσανάλογες προς το μέγεθος της επιχείρησης ή δεν έχουν σχέση με το σκοπό και την παραγωγική δραστηριότητα αυτής.

Για το λόγο αυτό, επιλέγονται από τον έλεγχο, προκειμένου να ερευνηθεί το νομότυπο της έκδοσης και της θεώρησης των παραστατικών, εάν τα στοιχεία εκδόθηκαν για συναλλαγή ,

(36)

διακίνηση ή άλλη αιτία ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής.

Προς τούτο θα πρέπει να ερειτνάταυ

-Η νομότυττη θεώρηση των παραστατικών από την Δ.Ο.Τ.

του εκδότη

-Εάν υφίσταται και λειτουργεί η επιχείρηση

-Κάτω από ποια πραγματικά περιστατικά έλαβε χώρα η συναλλαγή.

Ενέργειες Ελέγχου

Για την αναγνώριση ή μη τω ν δαπανώ ν πρέπει:

> Να εξετασθεί εάν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις.

> Να αναζητηθούν τα δικαιολογητικά των εγγραφών στα βιβλία.

> Να εξετασθεί εάν τα δικαιολογητικά είναι κατά περίπτωση

-Στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ.

-Δημόσια έγγραφα, ήτοι έγγραφα που συντάσσονται κατά τους νόμιμους τύπους από δημοσίους υπαλλήλους ή λειτουργούς ή πρόσωπα που ασκούν δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία.

Σημειώνεται ότι τα έγγραφα αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 438 της Πολιτικής δικονομίας έχουν πλήρη αποδεικπκή ισχύ έναντι όλων.

-Αλλα πρόσιρορα αποδεικτικά στοιχεία αναφερόμενα σε πραγματικά γεγονότα όπως πρωτόκολλα καταστροφής, εκθέσεις

(37)

που συντάσσονται σε λόγους ανωτέρας βίας(εκθέσεις Πυροσβεστικής Υττηρεσίας κ.τ.λ.)

> Να εξετασθεί εάν είναι επαρκώς προσδιορισμένο το περιεχόμενο (είδος- υττηρεσία) του δικαιολογητικού.

> Να εξετασθεί η ακρίβεια (ορθότητα) των αριθμητικών δεδομένων των στοιχείων.

> Να εξετασθεί η πραγματοποίηση της δαπάνης.(πραγμα·πκή-εικονική)

> Να ελεγχθεί η παραγωγικότητα της δαπάνης.

Referências

Documentos relacionados

Η γνωστοποίηση των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών μέσω τοπικού νομίσματος καθώς και των επιχειρήσεων που αποδέχονται το νόμισμα γίνεται μέσω καταλόγων ενώ παράλληλα λειτουργούν και