• Nenhum resultado encontrado

Ντοκιμαντέρ για τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Ντοκιμαντέρ για τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης"

Copied!
40
0
0

Texto

(1)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΑ ΡΙΖΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Της Παναγιώτας Κοντού ΑΜ 1312003062

Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης Παπαγεωργίου

Μυτιλήνη Σεπτέμβριος 2009

(2)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΑ ΡΙΖΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Μυτιλήνη Σεπτέμβριος 2009

(3)

‘…ότι δηλαδή αυτή ( η ανθρωπότητα) δεν αναπτύσσεται υπό το καθεστώς μιας μονότονης ομοιομορφίας , αλλά μέσα από εξαιρετικά διαφοροποιημένες μορφές

κοινωνιών και πολιτισμών.’

Claude Levi Strauss

(4)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ:

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω κόσμο που βοήθησε όχι μόνο για την εκπόνηση της εργασίας αυτής αλλά επίσης για τη γενικότερη βοήθεια που μου προσέφερε κατά τη διάρκεια των σπουδών μου.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ λοιπόν στον Αλέξανδρο Σπάθη για τις ατελείωτες ώρες που μου αφιέρωσε στο μοντάζ. Ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στον άνθρωπο «κλειδί» Κώστα Παραδεισανό. Ήταν αυτός που όχι μόνο μεσολάβησε για να βρω το μέρος (το χωριό του) και τον κόσμο που χρειαζόμουν για την διεξαγωγή του ντοκιμαντέρ αλλά και για τη γενικότερη φροντίδα που μου παρείχε (μετακίνηση, φυλλάδια και επικοινωνιακές διευκολύνσεις και πολλά άλλα).

Ευχαριστώ τους Αντώνη Παραδεισανό, Παντελή Παραδεισανό, Σταύρο Φωτάκη και Ρήγα Παραδεισανό για τον ενθουσιώδη και γεμάτο μεράκι τρόπο που συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ.

Ευχαριστώ τους καθηγητές μου για τις γνώσεις που μου δώσανε όλα αυτά τα χρόνια.

Ευχαριστώ επίσης τους συνεπιβλέποντες καθηγητές μου: Ειρήνη Στάθη και Παυλογεωργάτο Γεράσιμο. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον καθηγητή μου και πρόεδρο του τμήματος Δημήτρη Παπαγεωργίου. Με ένα τρόπο μαγικό μου δημιούργησε κίνητρα για να καταλάβω και να εκτιμήσω την έννοια της παράδοσης και τη σημαντικότητα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας.

Ευχαριστώ επίσης τον Κωνσταντίνο Σπαράγγη για τη τεχνική υποστήριξη. Ευχαριστώ για την υποστήριξη επίσης τους : Μενέλαο Χατζησταματίου, Παρασκευά Σουζάννα- Σοφία Παρασκευά, Χριστίνα Καρβούνη ,Βασιλική Παπαμελέτη , Ηλία Μάρκου, Μάριο

Γιακαλάρα, Καπετάνιο Φραγκιαδάκη Μιχάλη, Εύα Καπελάκη, Μανώλη Συγγελάκη, Βαγγελιώ Πατεράκη, Μαρία Παπαδάκη και Παπαδάκη Κατερίνα ,Πόπη Ξαρλή , Γιώργο Κασσωτάκη , Ιφιγένεια Κασσωτάκη και Ελίζα Κασσωτάκη,

ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στον : Πέτρο Κουνούκλα που αναζωπύρωσε την θέλησή μου για την εκπόνηση αυτής της εργασίας

Ευχαριστώ επίσης την οικογένεια μου και τους φίλους μου για την συμπαράσταση τους. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον πατέρα μου Γιάννη, την αδελφή μου Νότα και τη θεία μου Δήμητρα. Ευχαριστώ το παππού μου Κωνσταντίνο και τη γιαγιά μου Νότα για την ιδιαίτερη αγάπη που μου δώσανε και που πίστεψαν σε μένα και σε αυτά που θέλω να κάνω. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στη μητέρα μου Ελισάβετ για την υποστήριξή της σε κάθε μου βήμα. Η πολύπλευρη προσπάθειά της αποτελεί για μένα παράδειγμα προς μίμηση. Η αμέριστη συμπαράστασή της μου δίνει θέληση για να συνεχίζω…

(5)

Στη μνήμη του παππού μου,

Στη μητέρα μου…

(6)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ... 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ... 10

1. ΤΟ ΡΙΖΙΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ... 10

1.1 Ορισμός - Ιστορική Αναδρομή ... 10

1.2 Ριζίτικο και επικολυρικό τραγούδι ... 11

1.3 Κατηγοριοποίηση του Ριζίτικου τραγουδιού ... 12

1.3.1 Με βάση το χρόνο ... 12

1.3.2 Με βάση το περιεχόμενό του ... 14

1.3.3 Με βάση τον τρόπο ωδής ... 16

1.4 Στίχος- μελωδία και η ερμηνεία τους ... 18

1.5 Ριζίτικο και οι δημιουργοί του ... 19

1.6 Συμβολή των πολιτιστικών συλλόγων ... 20

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ... 22

2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ – ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ – ΠΑΡΑΓΩΓΗ ... 22

2.1 Επιλογή μέσου ... 22

2.2 ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ «Τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης» ... 24

2.2.1 Πριν τα γυρίσματα- προεργασίες... 24

2.2.2 Λίγα λόγια για το χωριό Άη-Γιάννης Αμαρίου ... 26

2.3.1 Γυρίσματα ... 27

2.3.2 Εξωτερικά πλάνα ... 27

2.3.3 Εσωτερικά πλάνα –συνεντεύξεις ... 29

2.4 Μοντάζ - Δομή ... 29

2.5 Προβλήματα ... 30

ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ - ΠΡΟΤΑΣΗ ... 32

Βιβλιογραφία ... 35

Δικτυακοί τόποι ... 37

(7)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μια παρουσίαση της ιστορίας και της εξέλιξης των δημοτικών τραγουδιών της Κρήτης και συγκεκριμένα των ριζίτικων τραγουδιών, σε συνδυασμό με την ανάδειξη της ευρύτερης κρητικής παράδοσης. Σ’ αυτό το σημείο κρίνω σκόπιμο να αναφέρω μία παρατήρηση για το σχεσιακό σχήμα της κρητικής παράδοσης και κουλτούρας με το ριζίτικο τραγούδι και την κοινωνική ζωή των Κρητικών. Η παράδοση της Κρήτης, όπως και το ριζίτικο τραγούδι, έχουν μείνει ζωντανά και σχεδόν αναλλοίωτα στο χρόνο, γεγονός το οποίο φαίνεται ακόμα και σήμερα. Οι κοινωνικές συμπεριφορές, οι αξίες, οι συνήθειες, ο τρόπος ζωής, τα έθιμα και τα ήθη διατηρούνται σχεδόν ατόφια στη νοοτροπία των σύγχρονων Κρητικών. Με αυτά τα δεδομένα, ενώ ζούμε σε μία εποχή όπου η κοινωνική και η προσωπική ταυτότητα ανασχηματίζεται ή καλύτερα αναθεωρείται διαρκώς, ή ακόμα και ομογενοποιείται, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να ασχοληθώ πιο διεξοδικά με το συγκεκριμένο θέμα.

Το ριζίτικο τραγούδι από το στίχο ως τη μελωδία του αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κρητικής κουλτούρας και παράδοσης. Στη διπλωματική μου το προσεγγίζω όχι τόσο από τη σκοπιά της μουσικής μελωδικής γραμμής, αλλά από τη σκοπιά του περιεχομένου των στίχων, που με βοηθάει για να προσδιορίσω τον όρο

«κρητική παράδοση». Τα ριζίτικα τραγούδια μιλούν με «εικόνες», μιλούν περιγραφικά για όλες τις συνήθειες και τις αξίες των Κρητικών, μιλούν για τον τόπο και τη φύση της Μεγαλονήσου και παρουσιάζουν πάντα - με υποκειμενική βέβαια ματιά - διάφορα ιστορικά γεγονότα. Μέσα από το ριζίτικο «επικολυρικό» τραγούδι μαθαίνει κανείς την Κρήτη «εκ βάθρων», τις «παραξενιές» της, τα έθιμά της, τη στάση του κρητικού λαού ως προς σημαντικά ιστορικά γεγονότα.

Πέρα από το γεγονός λοιπόν ότι το ευρύ πεδίο της έννοιας της κουλτούρας και του πολιτισμού αποτελούν τις βασικές συνισταμένες των επιστημονικών μου ενδιαφερόντων, είναι και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που με ώθησε στην επιλογή του θέματος, αυτό της προσβασιμότητας της πηγής. Οι γνωριμίες μου, οι γνώσεις μου σαν ντόπια θα μου εξασφάλιζαν χρήσιμες πληροφορίες για το θέμα. Εξαιτίας λοιπόν της κρητικής (κατά το ήμισυ τουλάχιστον) καταγωγής μου μπορούσα εύκολα να ασχοληθώ με ένα θέμα το οποίο κατά τη γνώμη μου - τουλάχιστον - δεν έχει καλυφθεί όπως του αρμόζει, ακόμα , αν και δεν συμφωνούν όλοι οι ερευνητές σ’ αυτή την τοποθέτηση. Εγώ πιστεύω ότι δεν έχει διασωθεί και κατ’ επέκταση δεν έχει διαδοθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Θέλω να πω, ότι πέρα από το κρητικό αντάρτικο τραγούδι που γενικά τραγουδιέται στην Ελλάδα, στην αντίληψη του μέσου Έλληνα άλλο πράγμα είναι το δημοτικό τραγούδι και άλλο το κρητικό. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν θα ήταν σημαντική και θετική η ένωση αυτών των μουσικών «παραδόσεων», αφού, μιλάμε για κοινή ιστορία, κοινή κουλτούρα, κοινή ταυτότητα.

Σε αυτό το σημείο θέλω να αναφέρω κάτι σχετικό με τα προβλήματα προσβασιμότητας στις πηγές. Κατά την εξέλιξη της πτυχιακής, όχι μόνο στο μοντάζ, αλλά και κατά τη διάρκεια συγγραφής, συνειδητοποίησα πόσο σημαντική κίνηση ήταν να επιλέξω κάτι γνώριμο και οικείο. Το γεγονός δηλαδή ότι είμαι γνώστρια της διαλέκτου, της κουλτούρας και γενικότερα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας της Κρήτης, με βοήθησε κατ’ αρχήν να εξοικονομήσω χρόνο και ενέργεια, μα πάνω απ’ όλα με βοήθησε να ερμηνεύσω πολιτισμικούς κώδικες χωρίς να αμφιβάλλω - κατά το δυνατόν - για την εγκυρότητα της ερμηνείας που τους αποδίδω.

(8)

Η κρητική κουλτούρα και το ριζίτικο τραγούδι δεν αποτελούν μία πολιτιστική κληρονομιά με την έννοια του μουσειακού εκθέματος. Τα στοιχεία των ριζίτικων διαμορφώνονται μέσα σε ένα ζωντανό οργανισμό που εξελίσσεται αυτόνομα, παρά τις επιρροές από εξωτερικούς παράγοντες. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν εννοώ ότι ο κρητικός λαός μένει αδιάφορος και απαθής στα έντονα κοινωνικά φαινόμενα, κινήματα και επεκτατικές πολιτικές, όπως παγκοσμιοποίηση, πόλεμοι κ.α., αλλά εννοώ ότι αφομοιώνει και εντάσσει τις εμπειρίες του στις προϋπάρχουσες «νόρμες» και «φόρμες»

που προσδιορίζουν τις απαιτήσεις του ριζίτικου τραγουδιού. Άλλωστε, ένας από τους στόχους της εργασίας αυτής είναι να εξετάσω την αμφίδρομη σχέση των ριζίτικων με την καθημερινή κοινωνική ζωή των Κρητικών, καθώς και το ρόλο που παίζουν τα ριζίτικα στη διαμόρφωση της ευρύτερης πολιτισμικής ταυτότητας των Κρητικών.

Το θέμα της αναζήτησης της πολιτισμικής ταυτότητας (και κατ’ επέκταση των πολιτισμικών ταυτοτήτων), με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και αποτελεί ένα από τους βασικούς προβληματισμούς που με ώθησαν στην υλοποίηση αυτής της διπλωματικής. Ίσως να προσέφυγα στα πρώτα μου βήματα σε οικεία και ασφαλή πεδία για να είναι πιο σταθερά, σίγουρα και ενθαρρυντικά. Παρ’ όλα αυτά, κρίνω αναγκαίο να πω ότι κατά τη διαδικασία ολοκλήρωσης της διπλωματικής, συνειδητοποίησα ότι μόνο γνωρίζοντας ποιος είσαι, από πού κατάγεσαι και γενικά την ταυτότητά σου (εθνική, πολιτισμική, κλπ.) είσαι σε θέση να κρίνεις, να αμφισβητήσεις και να αυτό-αμφισβητηθείς. Παράλληλα όμως, συνειδητοποίησα ότι για να καταφέρω να ολοκληρώσω αυτή την εργασία θα έπρεπε να προσπαθήσω να αποστασιοποιηθώ όσο μπορώ συναισθηματικά από τοπικιστικά βιώματα και τα αντίστοιχα συναισθήματα που συνάδουν με αυτά.

Θεωρώ ότι μέσα από τη διαδικασία υλοποίησης της διπλωματικής μου μπόρεσα να προσεγγίσω ένα λαό που αντιστέκεται στη πολιτισμική ομοιογένεια (ομογενοποίηση), που αρνείται να αποδεχτεί ένα σύγχρονο πολιτισμικό «χυλό», όμοιο με την υπόλοιπη σύγχρονη αστική κουλτούρα που κυριαρχεί σήμερα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας (αλλά και του εξωτερικού). Θέλει να διατηρήσει το «χαρακτήρα» του, την ταυτότητά του και τα ιδιαίτερα πρότυπά του. Μέσα από την εργασία αυτή θέλω να τονίσω κι εγώ τη σημασία της διατήρησης της παράδοσης, τη σημασία της διατήρησης ποικίλων πολιτισμικών προτύπων και ιδεών. Πιστεύω πως αν χαθεί η εθνογραφική ποικιλία, τότε θα μιλάμε για λαούς κενούς, μαζικοποιημένους και χωρίς χρώμα: μια κατ’

όνομα «πολυπολιτισμική» κοινωνία με ομογενοποιημένη κουλτούρα. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο θα είναι καταστροφικό για τους πολιτισμούς του κόσμου αλλά και για την αλλοίωση των ανθρώπινων αξιών. Έχω την εντύπωση ότι είναι επιτακτική ανάγκη να διασώσουν όλοι οι λαοί τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, τα οποία κινδυνεύουν εξαιτίας των σύγχρονων τάσεων που συγχέουν την άμεση διάδοση και την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων με τη βοήθεια τεχνολογιών αιχμής, με την επικράτηση παγκόσμιων προτύπων.

Τέλος θα ήθελα να πω ότι θεωρώ ευκαιρία την εκπόνηση μιας πτυχιακής εργασίας. Αν και προαιρετική πιστεύω ότι μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει κανείς, ακόμη κι αν δε χρησιμοποιηθεί αργότερα σαν «κλειδί» στην αγορά εργασίας. Και αυτό γιατί μαθαίνεις να μελετάς, να ερευνάς και να εκφράζεσαι. Μαθαίνεις να διαμορφώνεις μια εσωτερική πειθαρχία και να διατυπώνεις τις σκέψεις σου με συγκεκριμένη δομή. Χωρίς να περιορίζεις τη σκέψη σου είσαι σε θέση να την εκφράσεις συστηματικά. Εγώ προσωπικά, είχα την ευκαιρία - μέσω της διπλωματικής εργασίας - να αποκτήσω μια πρώτη επαφή με το πεδίο της έρευνας, της καταγραφής και τελικά της συγγραφής μιας εργασίας, σε μια

(9)

κάπως μεγαλύτερη έκταση απ’ ότι έχω συνηθίσει. Με την πτυχιακή εργασία

«παιδεύεσαι», «εκπαιδεύεσαι». Εμβαθύνεις στη σκέψη σου και μαθαίνεις να την ξετυλίγεις. Το θέμα που θα επιλεχθεί είναι σημαντικό για να δημιουργηθούν τα ερεθίσματα για την «παιδεία», μέσα από την «εκ-παίδευση» και τη μελέτη. Γενικότερα το θέμα είναι το εργαλείο μέσα από το οποίο θα εξελιχθείς σαν άνθρωπος πάνω απ’ όλα και πιθανόν σαν επιστήμονας αργότερα.

(10)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1. ΤΟ ΡΙΖΙΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

1.1 Ορισμός - Ιστορική Αναδρομή

Ριζίτικα τραγούδια ονομάζονται τα αφηγηματικά κρητικά δημοτικά τραγούδια. Η επιτέλεσή τους είναι συνήθως ομαδική, στο πλαίσιο της ανδρικής παρέας, ενώ δεν συνοδεύεται από χορό. Η ονομασία τους αναφέρεται στις «Ρίζες», τα χωριά στα ριζοβούνια των Λευκών Ορέων του νομού Χανίων, όπου καταγράφονται και τα πρώτα αντίστοιχα τραγούδια. Σύντομα εξαπλώθηκαν στο Ρέθυμνο, λίγο αργότερα στο Ηράκλειο και αργότερα στο Λασίθι. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος «ριζίτικα»

εισήχθη μεταγενέστερα από επιστήμονες και μελετητές των ριζίτικων τραγουδιών.

Παλιότερα οι ντόπιοι τα ονόμαζαν απλώς «τραγούδια».

Αν και δεν υπάρχει μία εξακριβωμένη μαρτυρία για τη απαρχή τους, ωστόσο, αναφορές όπως αυτή του Πάρι Στ. Κελαϊδή (1983:8) , επισημαίνουν ότι τα ριζίτικα τραγούδια συνδέονται με τους Δωριείς που «έφτασαν στη Κρήτη πριν το 1000 π.Χ . και εγκαταστάθηκαν στις Μαδάρες», ή αλλιώς στα Λευκά Όρη του νομού Χανίων. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, τα ριζίτικα αποτελούν συνέχεια ή μετεξέλιξη της δωρικής μουσικής παράδοσης, με αναφορά στα τραγούδια που υμνούσαν τις πολεμικές αρετές των ανδρών. Υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ριζίτικων τραγουδιών ο οποίος χρονολογείται από τον 10ο αι., καθώς επίσης και αρκετά αξιόλογα δείγματα στα μεταβυζαντινά χρόνια, αλλά και στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας.

Το περιεχόμενο, αλλά και η μελωδία, φανερώνουν επιρροές (και) από τα ακριτικά τραγούδια, με τα οποία όμως παρουσιάζουν αρκετές διαφορές, κυρίως στο επίπεδο των γλωσσικών ιδιωματισμών. Το νοηματικό περιεχόμενο επικαλύπτεται σε σημαντικό βαθμό: περισσή παλικαριά, άγριοι και δυνατοί έρωτες, μάχες σκληρές και ήρωες υπεράνθρωποι, με δυνάμεις τιτάνων, είναι μερικές χαρακτηριστικές θεματικές των δύο αυτών ειδών.

Ειδικά για τα ακριτικά τραγούδια, ο Μανώλης Δουλγεράκης σημειώνει ότι, «όταν μεταδόθηκαν στην Κρήτη δεν έπεσαν σε άγονο έδαφος. Μια ώριμη ποιητική τεχνοτροπία τα μετέπλασε, τις πιο πολλές φορές προς το καλύτερο, και τα προσάρμοσε στο κλίμα του τόπου σφραγίζοντάς τα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» (Δουλγεράκης,:72). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το τραγούδι «του Διγενή (Ακρίτα)»:

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τον ετρομάζει κι πλάκα τον ανατριχιά πως θα τον εσκεπάσει

γιατί αποκειά (που) αποκείτεται λόγια ’ντρειωμένου λέει

να ’χεν η γης πατήματα κι ουρανός κερκέλια να πάτου τα πατήματα να ’πιανα τα κερκέλια

να ’νέβαινα στον ουρανό

να διπλωθώ να κάτσω, να δώσω σείσμα τ’ ουρανού

(11)

Η χρονολογική καταχώριση των ριζίτικων γίνεται με βάση το ύφος, την τεχνοτροπία, τη γλώσσα και φυσικά το περιεχόμενο. Όπως όλα τα δημοτικά τραγούδια, έτσι και τα ριζίτικα αναφέρονται μέσα από τους στίχους τους (και) σε διάφορα ιστορικά γεγονότα, ορισμένα μάλιστα και σε σύγχρονα γεγονότα, όπως στον αγώνα του Πολυτεχνείου το 1973, ή στον Κυπριακό Αγώνα:

Η Κύπρο κάνει μήνυμα και (μ)πέμπει το στην Κρήτη:

«Βοήθηξέ μου αδελφή, να σπάσω τα δεσμά μου, στείλε τα παλικάρια σου για να μ’ έλευθερώσου

[α]που τη σκλαβιά που βρίσκομαι»

Τα ριζίτικα διατηρούν ζωντανά και εκφράζουν τα συναισθήματα του λαού. Ο Σταμάτης Αποστολάκης αναφέρει ότι το ελληνικό δημοτικό τραγούδι «είναι ο καθρέφτης της ψυχής του λαού μας, το μέτρο της πνευματικότητας και το πιστοποιητικό της ανθρωπιάς…» (1993:15). Η ουσία επομένως είναι ότι, το δημοτικό τραγούδι, πέρα λοιπόν από το γεγονός ότι μπορεί να αποτελέσει ιστορική πηγή, είναι το εκφραστικό μέσο του λαού. Αναδεικνύει τις δυσκολίες του καθημερινού ανθρώπου, τον πόνο του, την προσπάθειά του να επιβιώσει σε δύσκολα χρόνια φτώχιας, εξαθλίωσης, πολέμου, την ξενιτιά, το θάνατο, τον πόλεμο, αλλά και τους εξιδανικευμένους ήρωες, τη χαρά και τους έρωτες. Καταγράφει την αντίθεση, αλλά και την αλληλεξάρτηση της Φύσης με τον άνθρωπο. Παινεύει την Ελλάδα και τις ομορφιές της, αλλά δεν αμελεί να τραγουδήσει και για τα βάσανα που έσπειρε ο τόπος αυτός στους ανθρώπους του. Το δημοτικό τραγούδι γενικά, όπως και ειδικότερα το ριζίτικο, παρ’ ότι μεταδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά, παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο. Σε αυτό το σημείο εστιάζει η δύναμή του. Φυσικά, με το πέρασμα των αιώνων συνεχίζεται η εξέλιξή του και προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες, χωρίς όμως να χάνει την αυθεντικότητά του. Ο καθηγητής Ερατοσθένης Καψωμένος αναφέρει χαρακτηριστικά για το ριζίτικο τραγούδι ότι,

«…είναι κοινή διαπίστωση ότι η Κρήτη ανήκει στις περιοχές εκείνες όπου η παράδοση του δημοτικού τραγουδιού εξακολουθεί ως τις μέρες μας να παρουσιάζει μία ξεχωριστή ζωτικότητα. Βασικό τεκμήριο αυτής της ζωτικότητας είναι το γεγονός ότι δεν έπαψε σ’

όλον τον εικοστό αιώνα η δημιουργία νέων τραγουδιών, που συνεχίζουν ως ένα βαθμό το πνεύμα και τη τεχνοτροπία των παλιών, ενώ ταυτόχρονα τα θέματά τους το ιδεολογικό τους περιεχόμενο και οι όροι λειτουργίας τους εκφράζουν τη σύγχρονη ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα» (1979: 15).

1.2 Ριζίτικο και επικολυρικό τραγούδι

Ακόμα ενδιαφέρον παρουσιάζει η γλωσσολογική αλλά και η μελωδική ποικιλία των ριζίτικων. Αν και δεν είναι στόχος της συγκεκριμένης εργασίας θα ήταν παράληψη να μην αναφερθεί η συμβολή των δημοτικών τραγουδιών στη διαχρονική γλωσσική παράδοση. Ειδικά για το ριζίτικο στίχο έχει παρατηρηθεί ότι παρουσιάζει αξιοσημείωτες ομοιότητες με τον ομηρικό επικό λόγο. Η χρήση έντονων εικόνων, τραγικής ειρωνείας, παρομοιώσεων είναι ορισμένα από τα εκφραστικά μέσα τα οποία χαρακτηρίζουν και τα μεν και τα δε.

Χαρακτηριστικές είναι οι αντίστοιχες εκφράσεις:

(12)

1. Όμηρος : Οδύσσεια (Η στ. 270): «γήθησε δε μοι φίλον ήτορ» (και χάρηκε η καρδιά μου)

Ριζίτικα : βάνω σε στ’ αγκαλάκια μου και χαίρετ’ η καρδιά μου 2. Όμηρος : «αλλήλλους τα’ είροντο» (ρωτούσε ο ένας τον άλλον)

Ριζίτικα : ο (γ)εις τον άλλον αναρωτά ποσά ’ναι τα σφαχτά ντου

Ένα ακόμη παράδειγμα που αναφέρεται στις αντιστοιχίες του αφηγηματικού περιεχομένου του Ομηρικού έπους και των ριζίτικων, εστιάζει στο θέμα των (υποθετικά) άστοχων ερωτημάτων, τα οποία πυροδοτούν τη συνέχεια της αφήγησης:

3. Όμηρος : « - Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε, ποια μοίρα τάχα σ’ εριξε φαρμακερού θανάτου; Ο Ποσειδώνας μήπως άσκωσε φριχτήν ανεμοζάλη για μήπως στη στεριά σε σκότωσαν αντίμαχα στα ξένα;

- Ο Ποσειδώνας δε μου σήκωσε φριχτήν ανεμοζάλη ουδέ και στη στεριά με σκότωσαν αντίμαχοι στα ξένα, βρήκα το θάνατο απ’ τον Αίγισθο και τη καταραμένη γυναίκα μου…»(Οδ. Λ 397-410)

Ριζίτικα : - Μαύρο καπνό είδα κι έβγαινε απάνω σ’ ένα όρος Παιδιά καμίνι καίγουνε (γ)ή τ’ όρος εκεντήθη;

-Μούδε καμίνι καίγουνε μουδ’ όρος εκεντήθη κερά δέρνει τη βάγια τση δέρνει και μαγκλαβίζει (Παυλάκης Γ., 1997 : 13,14)

1.3 Κατηγοριοποίηση του Ριζίτικου τραγουδιού 1.3.1 Με βάση το χρόνο

Γενικά η πορεία του ριζίτικου τραγουδιού θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνάδει με την ιστορία της Κρήτης, στην οποία παίζουν σημαντικό ρόλο τα εκάστοτε απελευθερωτικά κινήματα των Κρητικών. Βέβαια, οι στίχοι των ριζίτικων τραγουδιών δεν αναφέρονται μόνο σε μάχες και σε πολέμους αλλά, σε όλη τη καθημερινότητα των Κρητικών, ανδρών και γυναικών.

Όπως έχει προαναφερθεί, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακριβώς χρονικά η πρώτη περίοδος ένταξης ριζίτικων στην κρητική μουσική κουλτούρα. Πάντως, γνωρίζουμε σίγουρα ότι η πρώτη περίοδος αναφέρεται στο 10ο αι., όταν τα ακριτικά τραγούδια βρήκαν γόνιμο έδαφος στη Κρήτη και με την κατάλληλη γλωσσική ενδυμασία της κρητικής διαλέκτου μεταβλήθηκαν. Αυτή η περίοδος τερματίζει με το τέλος της Ενετοκρατίας (1204-1669). Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι λέξεις όπως άρχοντες και αρχοντόπουλα, αφεντιά, καβαλλάροι, κάτεργα (κωπήλατα πλοία, με ή χωρίς επικουρικό ιστίο, που κινούνται με σκλάβους κωπηλάτες), κ.α., έχουν εμπλουτίσει από τότε το γλωσσικό ιδίωμα και το εννοιολογικό περιεχόμενο των ριζίτικων τραγουδιών.

Χαρακτηριστικό είναι το κρητικό ριζίτικο τραγούδι που ακολουθεί. Είναι ίσως το πιο παλιό γνωστό ιστορικό ελληνικό τραγούδι, που τιτλοφορείται «Κρούσος (κούρσος, λεηλασία) της Ανδριανούπολης». Βέβαια, ο Claude Fauriel αναφέρει ότι υπάρχουν τραγούδια πιο παλιά, όπως αυτό του Θεοδώρου Προδρόμου ή Φτωχοπρόδρομου, ενός καλόγερου από την Κωνσταντινούπολη (12ος αι.), που καταγράφεται σε μία επιστολή

(13)

που έγραψε ο προαναφερόμενος στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό (1150), στην οποία διαμαρτυρόταν για το μικρό όφελος που έχει ως γραμματικός. Αλλά οι στίχοι του δεν ήταν ποίηση δημοτική, αφού οι θεματικές δεν πήγαζαν από τη λαϊκή παράδοση και δεν αφορούσαν σε μεγάλες συλλογικότητες, αλλά σε εξειδικευμένα προβλήματα ( 2007) . Η κυρίαρχη άποψη των ερευνητών της ελληνικής δημοτικής παράδοσης συμπίπτει με την άποψη του Σταμάτη Αποστολάκη, που επιμένει ότι το παλιότερο τραγούδι που έχει καταγραφεί είναι το παρακάτω :

Τα χελιδόνια της Βλαχιάς και τα πουλιά τση Δύσης, κλαίσιν αργά, κλαίσιν ταχιά, κλαίσιν το μεσημέρι,

κλαίσιν την Αδριανούπολη τη βαροκουρσεμένη, όπου την εκουρσεύανε τσι τρεις γιορτές του χρόνου:

τω Χριστουγέννω για κερί και τω Βαγιώ για βάγια, και την ημέρα τση Λαμπρής για το Χριστός Ανέστη (1993: 107)

Η δεύτερη περίοδος δημιουργίας ριζίτικων συμπίπτει με την Οθωμανική κατοχή (1669-1898). Τη περίοδο αυτή το ριζίτικο λειτουργεί κυρίως σαν παρηγοριά του υπόδουλου λαού. Συνακόλουθα οι στίχοι του αντανακλούν μια επισφαλή κοινωνική πραγματικότητα, διανθισμένη από βίαιες και φοβερές εικόνες, καθώς και ανατριχιαστικές περιγραφές, που αναπαριστούν τη σκληρότητα των Τούρκων, αλλά και των ανυπόταχτων Κρητικών. Ο συμβολισμός κυριαρχεί στα τραγούδια αυτής της περιόδου. Επίσης ο Μανώλης Δουλγεράκης επισημαίνει ότι κατά τη περίοδο αυτή ο Κρητικός αγρότης, όντας υπό τον τουρκικό ζυγό, επανέκτησε τη σχέση του με τη φύση και απέκτησε στενότερες επαφές με τη γη του. Γι ‘αυτό και την περίοδο αυτή γράφτηκαν ορισμένα «από τα ωραιότερα ποιμενικά, κυνηγητικά, φυσιολατρικά και επαναστατικά τραγούδια της χώρας μας» (Δουλγεράκης,…,76). Η διάκριση μεταξύ πρώτης και δεύτερης περιόδου είναι σχετικά εύκολη. Δεν είναι μόνο το περιεχόμενο που είναι αισθητά διαφορετικό αλλά παρουσιάζονται και γλωσσικές διαφορές, αφού, κατά τη πρώτη περίοδο λείπουν οι τούρκικες εκφράσεις και λέξεις και υπερισχύουν οι ιταλικοί ιδιωματισμοί. Ακολουθεί ένα ποιμενικό τραγούδι:

Απού τα όρη έρχομαι, ’πού την ξερομαδάρα Δε με ρωτάτ’ ειντά ’μαθα, δε με ρωτάτ’ ειντά είδα;

Είδα μαδάρες θλιβερές, κουράδια (πρόβατα) ρημασμένα, και μιτατοκαθίσματα (κατοικίες ποιμένων) κι ήτον αραχνιασμένα

Σ’ ένα μιτατοκάθισμα ξεχωριστό ’πού τ’ άλλα, μέσα βοσκός ψυχομαχεί, μέσα βοσκός ποθαίνει

Κλαίν’ τον τ’ αρνιά του, κλαίν’ τονε, κλαίν’ τον και τα μεγάλα, κι έναν αρνί μαυρόματο μοιρολογά και λέει:

«Ας τονε κι ας ψυχομαχεί, ας τονε κι ας ποθάνει, γιατ’ έσφαξε τη μάνα μου και ούλα μου τ’ αδέλφια,

κι εμένα φοβερίζει με σιμά για να με σφάξει»

(14)

Τέλος το δημοτικό κρητικό τραγούδι τερματίζει τη πορεία του στο χρόνο με τη τρίτη περίοδο, από το 1898 και τη Γερμανική Κατοχή μέχρι τα χρόνια τα δικά μας (2008). Μέχρι και το τέλος της Γερμανικής Κατοχής το ριζίτικο δημοτικό τραγούδι ανθεί. Αποτελεί μέσο έκφρασης και ενθάρρυνσης του κρητικού λαού.

Σήμερα η παράδοση του κρητικού τραγουδιού συνεχίζεται, πλην όμως με πιο βραδείς ρυθμούς. Το λεγόμενο νεοριζίτικο τραγούδι παρουσιάζει κάποιες αναγκαίες αλλαγές, ως προς το περιεχόμενο κυρίως, και όχι τόσο ως προς στη μελωδία. Η μελωδία η οποία είναι σίγουρα άγνωστης προέλευσης και έχουν καταγραφεί γύρω στους 30 σκοπούς, έχει δημιουργηθεί από ανθρώπους οι οποίοι δεν ήταν επαγγελματίες μουσικοί.

Υπήρχε ένας βασικός «μουσικός σκελετός», ο οποίος άφηνε περιθώρια αυτοσχεδιασμού, μέσα βέβαια σε περιορισμένα πλαίσια. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν μπορούσε εύκολα να διακριθεί το προσωπικό στοιχείο του κάθε «χαροκόπου» (γλεντιστή) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αλλάζει τη μελωδία. Γι’ αυτό και λέγεται ότι κάθε φορά που παιζόταν μία μελωδία, ποτέ δεν ήταν η ίδια. Με τη πάροδο των χρόνων όμως και με τη δημιουργία των ωδείων αυτό το «παίξιμο» έγινε τελικά πιο συγκεκριμένο. Με αυτή την παγιωμένη κατάσταση διαφωνούν πολλοί Κρητικοί, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι σημερινοί τραγουδιστές και μουσικοί ριζίτικων δε διαφυλάσσουν την αυθεντικότητα του είδους, αφού οι μουσικοί κανόνες που υιοθετούν, καταστέλλουν την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα του συναισθήματος.

1.3.2 Με βάση το περιεχόμενό του

Το ριζίτικο τραγούδι έχει ποικίλο θεματικό περιεχόμενο, μέσα από το οποίο μαθαίνουμε για την ιστορία της Κρήτης και των Κρητικών. Βέβαια τα τραγούδια δεν ενδείκνυνται για να βγουν ιστορικά συμπεράσματα, καθότι μιλούν συνήθως για συγκεκριμένα δραματοποιημένα γεγονότα. Ωστόσο στα δημοτικά τραγούδια ειδικότερα και κατ’

επέκταση στη λαϊκή τέχνη έχει εγγραφεί η μη-συνειδητή ιστοριογραφία της ιστορίας και θα πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν τόσο στο περιεχόμενο όσο και στα τεχνικά χαρακτηριστικά τους. Αποτελούν μαζί με τη τέχνη, άϋλα πολιτισμικά αγαθά, αφού διατηρήθηκαν μέσα από τους αιώνες με τη προφορική παράδοση, τα οποία συγκροτούν ή αναπαράγουν ιστορικές μνήμες:

Ούλα τα κάστρα πέσανε κι ούλα τα μετερίζια, μα ένα κάστρο πολεμά κοντά στο Ψηλορείτη τ’ Αρκάδι το περίτρανο που δόξασε τη γ-Κρήτη Χρυσές σελίδες γράψανε ’κείνοι που πολεμούσαν,

γιατί θυσιαστήκανε για την ελευθερία κι’ εγίναν ολοκαύτωμα

Ένα άλλο ριζίτικο το οποίο μου έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον είναι το παρακάτω:

Γροικάτε είντα παράγγελνε η Κρήτη τω μ-παιδιώ τζη:

«Μετρήσετε τα μνήματα των εδικώ και ξένω, σ’ ούλα ν’ ανάψετε κερί, λιβάνι και καντήλι, κι αν έρθου γ-και δικολογιές των ξένω σκοτωμένω,

να τσι φιλοξενήσετε»

(15)

Είναι ένα τραγούδι το οποίο έρχεται να εξισορροπήσει την αγριότητα και τη βιαιότητα στους καιρούς των περίφημων κρητικών επαναστάσεων. Ένας λαός που προκειμένου να κερδίσει την ελευθερία του, κατέφυγε σε ωμότητες και τρομακτικά βίαιες καταστάσεις. Ωστόσο μέσα από αυτό το τραγούδι φαίνεται η μεγαλοψυχία του και η πλήρης επίγνωση των πράξεων του. Συναισθήματα αντιφατικά τότε όπως και τώρα.

Έχει διαπιστωθεί πολλές φορές ότι αν πάει ένας ξένος σε ένα κρητικό χωριό θα τον φιλοξενήσουν, θα τον φροντίσουν, θα τον ταΐσουν. Όμως μια μικρή προσβολή από μέρους του ξένου αρκεί για να τον γιουχάρουν και να τον διώξουν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το παραπάνω τραγούδι καταγράφεται (και) στη συλλογή του Σταύρου Φωτάκη (2007:14).

Τα ποικιλόμορφα ως το περιεχόμενο ριζίτικα τραγούδια χωρίζονται πάνω κάτω στις παρακάτω θεματικές: τραγούδια ακριτικά - ηρωικά, νανουρίσματα - ταχταρίσματα - παιδικά, σατιρικά, παραλογές, ερωτικά, ιστορικά, ποιμενικά, εργατικά, μοιρολόγια (τα οποία είναι τα μόνα που τραγουδιούνται αποκλειστικά από γυναίκες), του γάμου, της βάφτισης, της ξενιτιάς, του Χάρου και του κάτω κόσμου, θρησκευτικά, κ.α. Σε κάθε σημείο μιας ιεροτελεστίας αντιστοιχεί και ένας κύκλος τραγουδιών. Για παράδειγμα, η διαδικασία του γάμου χωρίζεται σε διάφορα μέρη, όπως το ντύσιμο της νύφης, η διαδικασία της πορείας που οδηγεί τη συνοδεία του γαμπρού στο χωριό της νύφης, η λεγόμενη «συνεμπαξά», η αναφορά στις ευχές της πεθεράς, του κουμπάρου, στο ζύμωμα των ψωμιών του γάμου, στην προετοιμασία του γαμπρού. Όταν ή νύφη φτάνει στο σπίτι του γαμπρού, συνήθως λένε το ακόλουθο τραγούδι:

Πρόβαλε, μάνα του γαμπρού, να ιδείς τη νύφη που λαλούν, Μα καλή’ ναι, μα κακή’ ναι, γιαγερμός τση μπλιό δεν είναι

Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά τση νύφης να ιδείς τον αργυρό σου γιο και τη χρυσή σου νύφη

Μ’ αν σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει, αντιγιαγερμό δεν έχει

Όσο για τα μοιρολόγια, αλλά και για όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, μέσα από το ριζίτικο φαίνεται το συναισθηματικό δέσιμο των ανθρώπων. Έτσι όπως αποκαλείται είτε ο γαμπρός, είτε η νύφη, το παιδί που βαφτίζεται, ο νεκρός, καθώς και γενικά τα τιμώμενα πρόσωπα, διαφαίνονται ανάγλυφες οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους (κουμπάρος, γαμπρός, θείος, φίλος, κ.α.), αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό που εντάσσεται σε κάθε συγκεκριμένη τελετουργική περίσταση. Το κοινωνικό χρέος είναι ένα συναίσθημα το οποίο το λαμβάνουν πολύ σοβαρά οι Κρητικοί, ενώ, απ’ ότι φαίνεται, στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον, δεν αποτελεί μία τυπική υποχρέωση. Οι ζωές τους συνυπάρχουν και συμβιώνουν. Δεν είναι αποκομμένοι ο ένας από τον άλλον, υπάρχει αγάπη και φροντίδα μεταξύ τους, συμπαράσταση και αλληλοβοήθεια («νοιάζονται» ο ένας για τον άλλο). Διατηρούν ακόμα και σήμερα το συναίσθημα της αγέλης. Όπως επίσης υπάρχουν και δύο, ίσως και παραπάνω οπτικές. Αυτό σημαίνει ότι μερικές φορές αυτό το «νοιάξιμο» παρεμβαίνει στη προσωπική ζωή του καθένα. Είναι προστατευτική

(16)

και υποστηρικτική η παραδοσιακή κοινωνία της Κρήτης, χαρακτηριστικό που την κάνει μοιραία συντηρητική και ισχυρή.

1.3.3 Με βάση τον τρόπο ωδής

Ως προς τον τρόπο που τραγουδιέται το ριζίτικο έχουμε δύο κατηγορίες, τα τραγούδια της τάβλας και τα τραγούδια της στράτας. Ο διαχωρισμός αυτός είναι ο διαχωρισμός που

χρησιμοποιούν οι ντόπιοι.

Τα τραγούδια της τάβλας τραγουδιούνται στην τάβλα, στο τραπέζι. Παλιά σε μεγάλα συμπόσια και συναπαντήματα το τραπέζι ήταν μια μακριά ξύλινη τάβλα και πάνω εκεί τρώγανε και «χαροκοπούσανε», δηλαδή γλεντούσαν. Κατά τη διάρκεια ενός ριζίτικου της τάβλας η διαδικασία προσομοιάζει με ιεροτελεστία και πρέπει να τηρούνται οι βασικοί μεν, αλλά άτυποι κανόνες συμπεριφοράς. Αρχικά ξεκινάει ο οικοδεσπότης που καλωσορίζει τους καλεσμένους, ενώ οι τελευταίοι ανταποδίδουν. Σε αυτό το σημείο πρέπει να δημιουργηθεί ένας μελωδικός διάλογος, μέσω του οποίου ανταλλάσσονται φιλοφρονήσεις. Έτσι «ζεσταίνεται» και η «ατμόσφαιρα». Διαφορετικές συμπεριφορές μπορούν να χαρακτηριστούν ως αγενείς. Πρέπει υποχρεωτικά να υπάρχει απόλυτη ησυχία στο τραπέζι, να μην τρώει ούτε να μιλάει κανείς κατά τη διάρκεια της επιτέλεσης ενός ριζίτικου από κάποιον από τους «χαροκόπους». Η ησυχία σημαίνει σεβασμό σε αυτόν που τραγουδάει το ριζίτικο, σε αυτόν που μιλάει στο κόσμο τραγουδώντας του. Γι’

αυτό και τα τραγούδια αυτά δεν συνοδεύονται από μουσικά όργανα. Αν και με το πέρασμα των χρόνων ο παραπάνω κανόνας δεν τηρείται τόσο αυστηρά όσο παλιότερα.

Το τραγούδι δεν το μονοπωλεί κανείς. Τραγουδάει όποιος θέλει και όποιος έχει κάτι να πει. Αποφεύγονται μαντινάδες που μπορεί να είναι προσβλητικές για κάποιον. Η διαδικασία της επιτέλεσης του ριζίτικου αποδίδει έμφαση στην ανάπτυξη της συλλογικότητας, σε αντίθεση με την επιτέλεση των μαντινάδων που εστιάζουν στην εδραίωση του προσωπικού γοήτρου του τελεστή - τραγουδιστή, ή της οικογενειακής ή κοινωνικής ομάδας που εκπροσωπεί.

Το χαρακτήρα της μουσικής των τραγουδιών της τάβλας θα τον αποδώσω με τη βοήθεια του μουσικοκριτικού Στυλιανού Χαριτάκη, ο οποίος αναφέρει: «Η μουσική των τραγουδιών της τάβλας χαρακτηρίζεται κυρίως από το άκρως σοβαρόν και μεγαλοπρεπές ύφος της αλλά, και από μίαν περιεργοτάτην ρυθμικήν πρωτοτυπίαν, δια να μην είπω ακαταστασίαν. Εξάλλου, η μουσική αυτή γεννηθείσα κατά τους χρόνους της σκληράς δουλείας, απερρόφησε και ενεσάρκωσε όλας εκείνας τας αποπνικτικάς καταστάσεις τας οποίας δημιουργεί η στέρησις του θείου δώρου της ελευθερίας. Ούτω, κάθε τραγούδι, όποιον κι αν είναι το ποιητικόν του περιεχόμενον, είναι ποτισμένο από μιαν βαθειάν, σχεδόν καταθλιπτικήν μελαγχολίαν» (Χαριτάκης ,1959: 48-49)

Πέρα από τα ριζίτικα τραγούδια, στην τάβλα επίσης τραγουδούσαν και τα

«παρατσάφαρα». Ήταν τραγούδια σε ελαφρότερο ύφος και αποσκοπούσαν στην ξεκούραση των «χαροκόπων», λίγο πριν τελειώσει το γλέντι.

Τα τραγούδια της στράτας, του δρόμου δηλαδή, «τραγουδιούνται από τους

‘γαμηλιώτες’ όταν πηγαίνουν να πάρουν τα προικιά από τη νύφη» (Αποστολάκης,1993:

21). Είναι λοιπόν τραγούδια πορείας, αφού στράτα σημαίνει δρόμος συνοδεύουν τη γαμήλια πομπή, τη «συνεμπαξά». Σε πολλά χωριά η νύφη και ο γαμπρός φεύγουν τραγουδώντας από τα σπίτια τους για την εκκλησία με τη συνοδεία των μουσικών και των καλεσμένων τους. Ένα έθιμο που στις μέρες μας δυστυχώς τείνει να εκλείψει, αφού

(17)

οι μελλόνυμφοι πλέον προτιμούν τη αμαξοπομπή για να πάνε από τα σπίτια τους προς την εκκλησία.

Για ιδές νεράντζι κόκκινο, το παίζ’ η μαντζιοράνα παίζει το, ξεφαντώνει το, συχνομυριζετέ το Χριστέ, να μύριζα κι εγώ νεράντζι σαν κι εσένα, να’ χα τσι κοκκινάδες σου να με μυρίζ’ η αγάπη

Μα δεν τραγουδούν μόνο τότε τραγούδια της στράτας. Παλιότερα όταν υπήρχε μεγάλη οικονομική ανέχεια και έφευγαν μετανάστες στα ξένα, ξεπροβόδιζαν κάθε ταξιδευτή μέχρι ενός σημείου, τραγουδώντας του τραγούδια της ξενιτιάς. Αλλά και σε καντάδες τραγουδούσαν συχνά ριζίτικα, καθώς και στις Απόκριες, οπότε κατά το έθιμο οι πιο ζωηροί του χωριού κατευθύνονται τραγουδώντας και πίνοντας στα σπίτια των συχωριανών τους και τους πειράζουν με ανεξάντλητα σατυρικά τραγούδια, με έντονους συμβολισμούς και προσωποποιήσεις. Έμπνευσή τους; Ό,τι κακία, ελάττωμα, φαιδρό και γελοίο γίνεται αντικείμενο καυτηριασμού.

«Είντα γύρευγες, βρε συ, εις τση χήρας το κελί;»

«Λεφτά τση γύρευγα, κερά είντ’ άλλο μ’ είδες κι έκανα;»

«Λεφτά τση γύρευγες, μωρέ, στα πόδια είντα γύρευγες;»

«Τσι κάλτσες τση ’δενα, κερά, είντ’ άλλο μ’ είδες κι έκανα;»

«Τσι κάλτσες τση ’δενες, μωρέ. Στα σκέλη είντα γύρευγες;»

«Τη βράκα τση ’δενα…»

Τα τραγούδια της στράτας έχουν σαν χαρακτηριστικό την επανάληψη των στροφών, ενώ έχουν λίγο πιο ζωηρό ρυθμό από αυτά της τάβλας, προκειμένου να διανυθεί η μεγάλη απόσταση όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα. Γενικά ο ρυθμός είναι αργός και μακρόσυρτος, γι’ αυτό και τα γλέντια ξεκινούν με ριζίτικα και μετά «μπαίνουν» οι μαντινάδες, οι οποίες είναι σε πιο γρήγορο και έντονο τέμπο. Η μελωδία τους τραγουδιέται κυκλικά. Ο πρώτος δηλαδή τραγουδάει μιάμιση στροφή και την επαναλαμβάνουν οι άλλοι. Ωστόσο, ο Σταμάτης Αποστολάκης αναφέρει ότι ο κανόνας αυτός «δεν ακολουθείται στο ριζίτικο της τάβλας «Χίλια καλώς το βρήκαμε του φίλου μας το σπίτι, του φίλου, του συντέκνου μας…», με το οποίο αρχίζει η παρέα των καλεσμένων, εκτελώντας αρχικά μιάμιση στροφή. Ακολουθεί η παρέα του οικοδεσπότη, η οποία όμως, αντί κατά το έθος να το επαναλάβει, αρχίζει απαντητικό φιλοφρονητικό ριζίτικο για τους φιλοξενούμενους ως εξής:

Κι εμάς καλώς μας ήλθανε οι φίλοι, οι γι’ εδικοί μας, οι φίλοι, οι συντέκνοι μας…

(Αποστολάκης Α. Στ., ό.π., σ. 20).

(18)

1.4 Στίχος- μελωδία και η ερμηνεία τους

Οι μελωδίες αποτυπώνουν πολύ καλά το συναίσθημα που βγάζουν οι στίχοι κι έτσι συνδυάζονται αρμονικά. Ο συνδυασμός αυτών των δύο συνθέτει το σύνολο της κρητικής νοοτροπίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την αυτοθυσία, τη φιλοξενία, το έντονο συναίσθημα της τιμής και του κοινωνικού γοήτρου, που μοιραία, σε περίπτωση πραγματικής ή φανταστικής προσβολής προωθεί την οξύτητα και την ανταπόδοση. Μέσα από τα ριζίτικα αποτυπώνεται μια έντονα θρησκόληπτη κουλτούρα, καθώς και ο ιδιαίτερος τρόπος που αγαπάει και ερωτεύεται ο κρητικός λαός (πως βιώνει το

«σεβντά»), την ακεραιότητα του, τη δυϊστική σχέση των δύο φύλων. Οι μελωδίες ωστόσο έχουν μεταβληθεί ελάχιστα, αν όχι καθόλου. Και αυτό είναι το εντυπωσιακό με τη κρητική μουσική και γενικότερα την κρητική παράδοση. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η κρητική μουσική είναι το τεκμήριο της πολιτισμικής και πολιτιστικής κρητικής ακεραιότητας.

Είναι επίσης εντυπωσιακό το πόσο πολλά πράγματα μπορούμε να μάθουμε για τη κουλτούρα και την κοινωνία των Κρητικών, μελετώντας τα τραγούδια τους. Διαμέσων αυτών γίνονται αντιληπτές οι σχέσεις των Κρητικών μεταξύ τους αλλά και με τη φύση (ποιμενικά), με τη δουλειά, τα χρήματα, τη Θεία Βούληση και τη μοίρα. Διερμηνεύονται επίσης οι σχέσεις των δύο (κοινωνικών) φύλων και της οικογένειας. Ίσως αργότερα να μπορέσω να μελετήσω ένα - ένα τα κοινωνικά και πολιτισμικά νοήματα της Κρήτης, έτσι όπως δίνονται μέσα από τα ριζίτικα.

Ας δούμε τα ριζίτικα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα (δημοτικά) τραγούδια της Κρήτης. Τα ριζίτικα δεν είναι ούτε ρίμες, ούτε μαντινάδες. Αν οι μαντινάδες, οι ρίμες και τα ριζίτικα ήταν κίονες, τότε οι πρώτες θα ήταν ιωνικοί κίονες, οι δεύτερες κορινθιακοί και τα τρίτα δωρικοί. Τα ριζίτικα δηλαδή είναι πιο ακατέργαστα, ογκώδη και επικά ( Παυλάκης Γ, 1996:10). Τις μαντινάδες και τις ρίμες τις συναντάμε σε ολόκληρη την Κρήτη, ενώ τα ριζίτικα πιο πολύ σε Χανιά και Ρέθυμνο. Οι μαντινάδες είναι δίστιχες, ομοιοκατάληκτες, ενώ τα ριζίτικα τετράστιχα, πεντάστιχα, πολύστιχα, συνήθως ανομοιοκατάληκτα. Οι ρίμες είναι συνήθως ομοιοκατάληκτες. Και στις ρίμες και στις μαντινάδες και στα ριζίτικα ο στίχος τραγουδιέται σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Βασική και εμφανής διαφορά ακόμα και για τους μη γνώστες της μουσικής, είναι ότι οι μαντινάδες λέγονται και από γυναίκες και από άνδρες, ενώ το ριζίτικο λέγεται αυστηρά από άνδρες. Οι ρίμες από επαγγελματίες «ριμαδόρους». Τέλος στα γλέντια και στις συναντήσεις τα ριζίτικα συνήθως προηγούνται των μαντινάδων, λόγω ρυθμού.

Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω μια νύξη στον κόσμο της ηθικής των Κρητικών. Μία από τις βασικές ηθικές αξίες των Κρητικών, είναι αυτή που ονομάζουν οι ίδιοι ως «πρεπειά». Εδώ θα ήταν καλό να σταθούμε λίγο παραπάνω, σε ένα βασικό πολιτισμικό χαρακτηριστικό του κρητικού λαού, που συνδέεται συστημικά με τις έννοιες της ντροπής και της τιμής. Η «πρεπειά» σαν έννοια φανερώνει ορισμένες φορές την

«αρχοντιά», αφού προσδιορίζει:

«άρχοντα στσι τρόπους και στο έχος»

Άλλοτε τη φρονιμάδα, υπό την έννοια της σωφροσύνης και της σύνεσης : Μυρίζουν οι βασιλικοί μυρίζου γ-κι βαρσάμοι,

(19)

μα σα μυρίζει ο φρόνιμος, βαρσάμια δε μυρίζου, βαρσάμια ουδέ βασιλικοί, μουδέ καρεφυλλάτα Μυρίζει εκειά που πορπατεί, μυρίζει εκειά που στέκει,

μυρίζει εκειά που κάθεται

Ακούτε είντα παράγγελνε μια φρόνιμη στου γιου τζη:

Στη γ-Κάνωβο τονε καλούν να πάει γαμηλιώτης

«Επάρε γιέ μου, απ’ όσα θες, πάρε και μη λυπάσαι,

και σφάξε δώδεκα κριγιούς και τρεις στειροματζέτες (στέρφες γίδες) και βάλε στο βουργιάλι (ταγάρι - βούρια) σου ένα ψωμί χρυσάφι…»

Άλλοτε πάλι, η «πρεπειά», ταυτίζεται με την ευπρέπεια και την αξιοπρέπεια, όπως φανερώνει η συνέχεια στο προηγούμενο τραγούδι:

«…τήρα, διατήρα το σκαμνί, τον τόπο να καθίζεις, με το γ-καλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου, ακέραιο να ’ναι το ψωμί, το πιάτο να ’ναι αγκίνιο (ακέραιο)»

(Φωτάκης )

Το τραγούδι αυτό αφορά μία φτωχή οικογένεια που θα φανεί όμως

«ανοιχτοχέρα» στα δώρα και θα φύγει «με αξιοπρέπεια» από το τραπέζι. Παρά τη φτώχεια και τη πείνα θα αντισταθεί και δε θα δείξει αδυναμία.

Όλα τα παραπάνω φανερώνουν ότι η «πρεπειά» είναι μια αξία που οργανώνει τη ζωή των Κρητικών. Η παροιμία «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα», προσδιορίζει ίσως κάπως καλύτερα τα παραπάνω. Η ακεραιότητα λοιπόν, η «σωστή»

διαχείριση της τιμής και της ντροπής, είναι ιδιότητες που συνθέτουν έναν «σωστό»

Κρητικό ή μια Κρητικοπούλα. Υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά, όπως η νοικοκυροσύνη, η ταπεινότητα ως προς το σύζυγο, αλλά και η δυναμική συμπεριφορά ως προς τον εκτός οικογένειας κόσμο, καθώς και η ανιδιοτελής αγάπη για τις γυναίκες. Οι Κρητικές μάνες σκληραγωγούν τα παιδιά τους, είναι αυστηρές, αλλά και τρυφερές συγχρόνως. Είναι και αυτή άλλη μια ιδιότητα που θα έπρεπε να αναφερθεί. Για τους άνδρες, αρετές είναι η τιμιότητα, η σωφροσύνη, η πίστη στην οικογένεια (για τις γυναίκες αυτό εξυπακούεται…), η έλλειψη τσιγγουνιάς παρά τη φτώχεια, καθώς και η ποιότητα που τους χαρακτηρίζει ως σκληρούς, λακωνικούς ως προς όλους, και φυσικά σοβαρούς.

1.5 Ριζίτικο και οι δημιουργοί του

Ας σημειωθεί ότι, ενώ στις δύο πρώτες περιόδους δεν είναι γνωστοί οι δημιουργοί των τραγουδιών, στην τρίτη, την τελευταία περίοδο, καταγράφεται ή διεκδικείται η πατρότητα των περισσότερων τραγουδιών. Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι αξίζει να τονιστεί, ότι, στο παρελθόν, οι δημιουργοί δεν επιδίωκαν ποτέ να γίνει γνωστό το όνομά τους, και μάλιστα, «πότε- πότε λένε επίτηδες ψέματα για να μην φανερωθούν» ( Fauriel C., 2007:57). Ο Claude Fauriel αναφέρει ότι οι δημιουργοί πιο πολύ ενδιαφέρονται για τη

Referências

Documentos relacionados

quatuordecimpunctata σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία, η πρόβλεψη των θερμικών ορίων του αρπακτικού καθώς και των βαθμοημερών που απαιτούνται για την πλήρη ανάπτυξή του, ενώ