• Nenhum resultado encontrado

Η οικονομικότητα και οι διαχειριστικές πρακτικές της αιγοπροβατοτροφίας της Λήμνου

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Η οικονομικότητα και οι διαχειριστικές πρακτικές της αιγοπροβατοτροφίας της Λήμνου"

Copied!
106
0
0

Texto

(1)

ΥΠΕΥΘΥΝΟΣΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ν.Σ. ΜΑΡΓΑΡΗΣ

ΧΡΥΣΑΦΉ·

ΚΑΛΑΘΑΚΙ ΛΗΜΝΟΥ

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ IΙΡΟΕΔΕΥΣΗΣ (Π.Ο.Π.)

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓ ΑΣΙΑ

Η οικονομικότητα και οι δίαχειριστικές πρακτικές τ!1ς αιγοπροβατοτροφίας της Λήμνου.

Γεωργακοπούλου Αργυρώ· Α.Μ.

141/92009

ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ

1996

(2)

" ...

Γεμάτα και τυροβόλα κι οι μάντρες στοιβαγμένες από κατσίκια κι απ'αρνιά, και χώρια μαντρισμένα τα πρώιμα αλλού, τα μέσα αλλού, κι αλλού τα όψιμα ήταν.

Κι ήταν από τυρόγαλο γεμάτα όλα τ' αγγεία του, σκάφες, καρδάρες, που άρμεγε μέσα σ' αυτά το γάλα.

Τότε οι σύντροφοι μ' όρκιζαν με πειστικά τους λόγια ,λίγο τυρί να πάρουμε και να τραβούμε πίσω.

Και το μισό όταν έπηξε τ' άσπρο χιονάτο γάλα, το σύναξε και το τόβαλε μέσ' στα πλεχτά καλάθια και στις καρδάρες φύλαξε τ' άλλο μισό να πίνει

... "

Ομηρος, Οδύσσεια

(1, 218 - 250)

(3)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Για την ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας θα ήθελα πρώτα να ευχαριστήσω τον Καθηγητή του τμήματος Περιβάλλοντος κ. Ν.Σ. Μάργαρη, για την ανάθεση του θέματος. Ευχαριστώ θερμά την Επίκουρο Καθηγήτρια κ. Γιούργα Χριστίνα και τη συνεργάτη του τμήματος κ. Λούμου Αγγελική για την πολύτιμη βοήθειά τους και τις υποδείξεις τους κατά τη διάρκεια της εργασίας.

Ευχαριστώ επίσης τον υποψήφιο διδάκτορα του τμήματος Περιβάλλοντος, κ.

Χατζηθεοδωρίδη Φώτη, για την αμέριστη βοήθεια και ηθική συμπαράσταση καθόλην τη διάρκεια της πτυχιακής εργασίας.

Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω τους γονείς μου για την οικονομική και ηθική βοήθεια σ' όλα τα έτη των σπουδών μου καθώς και όλους τους φίλους, όπου κι αν βρίσκονται, για τις συμβουλές τους και την υποστήριξη τους στις δύσκολες στιγμές.

Θα ήταν παράληψη να μην ευχαριστήσω τους τοπικούς φορείς στα νησιά Λήμνο και Λέσβο για την άριστη εξυπηρέτηση κατά τη συλλογή πρωτογενών στοιχείων.

•.

(4)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΣΚΟΠΟΙ

1.2.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΒΙΒΛJΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

2.1.

ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

2.1.1.

Παραδοσιακά συστήματα γεωργοκτηνοτροφικής διαχείρισης

Σελ.

1 1 1 1

3 3 3

στα νησιά

4

2. 1.2.

Η κατάρρευση του παραδοσιακού συστήματος διαχείρισης

5

2.2.

ΑΓΡΟΤJΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΗΣΙΑ

6

2.2.1.

Προγράμματα οικονομικών ενισχύσεων για αιγοπροβατοτροφικές

δραστηριότητες και επενδύσεις σε μειονεκτικές περιοχές

8

2.2.2.

Ειδικά Προϊόντα Ποιότητας (Ε.Π.Π.)

9

2.2.3.

Νομοθεσία για τα Ε.Π.Π.

1

Ο

2.3.

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

11

2.3.1.

Συνέπειες των σημερινών διαχειριστικών τακτικών

11

2.3.2.

Ερημοποίηση και υποβάθμιση οικοσυστημάτων

11

2.3.3.

Εντατική βόσκηση

12

2.3.4.

Φωτιά

13

2.3.5.

Η επίδραση της βόσκησης στη διαδοχή

14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

16

ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΟΚΟΜΙΑ ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ

16

3.1.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

16

3.2.

ΦΥΣΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ

18

3.2.1.

Εδαφος

18

3.2.2.

Κλίμα

22

3.2.3.

Χλωρίδα

25

3.3..

ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΑ

27

(5)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

3.3.1.

Ζωϊκό κεφάλαιο 3.~.2. Ζωοτροφές

ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

3.3.3.

Παραγωγή και χαρακτηριστικά αιγοπρόβειου γάλακτος

3.4.

ΤΥΡΟΚΟΜΗΣΗ

3.5.

ΚΑΜΘΑΚΙ ΛΗΜΝΟΥ

3.5.1.

Τα βασικά.χαρακτηριστικά του τυριού Καλαθάκι Λήμνου

3.5.2.

Ποιοτικά χαρακτηριστικά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

4.1.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

4.2.

ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ

4.2.1.

Κοινωνικά και τεχνικοοικονομικά δεδομένα

4.2.2.

Περιβαλλοντικά δεδομένα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ

27 32 32 35 37 37 38

39 39 39 39 39 40

41

ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

41

5.1.

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ

41

5.2.

·ΠΟΛΥΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΑ

44

5.3.

ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΥΡΟΚΟΜΗΣΗ ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ

45

5.4.

ΠΕΡΙΒΑΜΟΝΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΑΣ

47

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

48

ΤΕΧΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

6.1.

ΑΝΜΥΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ

6. 1 . 1 .

Τεχνικοί συντελεστές

6.1.2.

Συντελεστές παραγωγής

6.1.3.

Δαπάνες και κόστος παραγωγής

6.1.4.

Πρόσοδοι, κέρδος και εισόδημα

6.2.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

6.2.1.

Παραγωγικότητα χρησιμοποιούμενων συντελεστών

6.3.

ΤΥΡΟΚΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΥΡΙΟΥ

48

48

48

49

55

60

65

65

68

(6)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΜΛΟΝΤΟΣ

6.3.1.Κεφαλαιακή διάρθρωση τu.ρ.οκομείων

68 6.3.2.

Κόστος τυροκόμησης, τυποποίησης και συσκευασίας

70 6.3.3.

Παρούσα κατάσταση διάθεσης τυριών Λήμνου

72 6.3.4.

Προοτπικές μελλοντικής διάθεσης τυριών

7 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

75

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ ΕΚΜΕΤΑΜΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΜΟΝ

75

7 .1.

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

75

7.2.

ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΖΩΟΤΡΟΦΕΣ

76

7.3.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΦΥΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ

77

7.4.

ΒΟΣΚΗΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ

77

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓ ΔΟΟ

80

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

80

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΙ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

11

rJ·

.·~-

(7)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜιΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡιΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η αιγοπροβατοτροφία στο νησί της Λήμνου συνδέεται με την παραγωγή ενός συγκεκριμένου τύπου τυριού (Καλαθάκι Λήμνου) το οποίο έχει ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά και έχει χαρακτηρισθεί ως προϊόν Π.Ο.Π. (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης).

Στην εργασία αυτή εξετάζεται η διάρθρωση της αιγοπροβατοτροφίας στη Λήμνο, η οικονομικότητα της και η βιωσιμότητα της μεταποιητικής δραστηριότητας (τυροκόμησης). Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια μελέτης των οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων ώστε να διαφανούν οι επιδράσεις της αιγοπροβατοτροφίας στο περιβάλλον.

Στόχος της έρευνας είναι η διερεύνηση της επίδρασης των οικονομικών και κοινωνικών συντελεστών της αιγοπροβατοτροφίας στο περιβάλλον, με τη μελέτη της υφιστάμενης κατάστασης και τις προοπτικές της συγκεκριμένης δραστηριότητας στη Λήμνο στο πλαίσιο της νέας διαρθρωτικής πολιτικής στον αγροτικό χώρο.,

·

1.1.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΣΚΟΠΟΙ

Κύριος αντικειμενικός σκοπός της εργασίας είναι η διερεύνηση της διάρθρωσης των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων και η σχέση τους με το περιβάλλον στη νήσο Λήμνο. Ακόμη μελετάται η σημασία της τυροκομικής δραστηριότητας.

Ειδικότερα θα μελετηθούν:

1.-

Η οικονομικότητα και παραγωγικότητα της αιγοπροβατοτροφίας, η πολυδραστη­

ριότητα των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων και η βιωσιμότητα της τυροκομικής δραστηριότητας.

2.-

Οι σχέσεις της αιγοπροβατοτροφίας με το περιβάλλον.

1.2.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Οι αντικειμενικοί σκοποί της εργασίας οδηγούν στη διατύπωση των υποθέσεων της έρευνας. Ετσι υποθέτουμε ότι:

- 1 -

(8)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

1. -

Οι περισσότερες αιγοπροβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις είναι μικρές σε μέγεθος και παρουσιάζουν ζημία.

2.-

Η συμμετοχή των επιδοτήσεων είναι σημαντική στη διαμόρφωση του γεωργικού εισοδήματος.

3.-

Οι μικρές εκμεταλλεύσεις χρησιμοποιούν εντατικότερο σύστημα εκτροφής έναντι των μεγαλυτέρων.

4. -

Οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις εκμεταλλεύονται μεγαλύτερη έκταση βοσκοτόπων ανά αιγοπρόβατο έναντι των μικρών εκμεταλλεύσεων.

5.-

Η πολυδραστηριότητα είναι σημαντικά ανεπτυγμένη στις αιγοπροβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις.

6.-

Τα προβλήματα στην εμπορία του τελικού προϊόντος (τυρί τύπου Καλαθάκι) είναι εξωγενή και αποτελούν τις βασικές αιτίες που δεν αυξάνει το εισόδημα των αιγοπροβατοτρόφων.

- 2-

(9)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΜΟΝΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

2.1.

ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στο παρελθόν, η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν βασικές δραστηριότητες στα νησιά του Αιγαίου λαμβάνοντας δε υπόψη τη δομή του φυσικού περιβάλλοντος, με την απουσία πεδινών εκτάσεων, ήταν συνυφασμένες με τη δημιουργία και τη συνεχή συντήρηση των αναβαθμίδων στις επικλινείς και οριακής παραγωγικότητας εκτάσεις των νησιών. Αλλά και στην περίπτωση των νησιών που τα εδάφη χαρακτηρίζονται πεδινά, όπως η νήσος Λήμνος, η έλλειψη νερού και επομένως η απουσία αρδευόμενων εκτάσεων, οδήγησε στην ανάπτυξη καλλιεργειών και τακτικών προσαρμοσμένων στις εδαφοκλιματικές συνθήκες του νησιωτικού χώρου. Η κτηνοτροφία ήταν πλήρως ενταγμένη στο παραδοσιακό σύστημα διαχείρισης και η αγρανάπαυση ήταν μία πρακτική φροντίδας των ξηρικών χωραφιών, τα οποία απαιτούν αυξημένη προστασία για να μην εξαντληθεί η γονιμότητά τους

(Basin, 1986).

Η εκμηχάνιση της γεωργίας στις πεδινές (αρδευόμενες) εκτάσεις της χώρας δημιούργησε συνθήκες άνισου ανταγωνισμού προς τις καλλιέργειες των αναβαθμίδων και τις μη αρδευόμενες καλλιέργειες που κυριαρχούσαν στα νησιά. Οι μηχανές δεν καθόρισαν μόνο τις διαφορές στον ανθρώπινο μόχθο αλλά και στις αποδόσεις. Η τεχνολογία υποκατέστησε προϊόντα και παραδοσιακές τεχνικές, μειώνοντας ή και μηδενίζοντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των νησιών

(Margaris, 1992).

Ο βαθμός ελκυστικότητας των νησιών, σε σχέση με το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε, εξαλείφθηκε. Κύριοι λόγοι ήταν η απομόνωση, το μικρό τους μέγεθος και η δημογραφική αποψίλωση που ήταν συνέπεια της οικονομικής ύφεσης.

Η γεωργία η οποία παρέμεινε βασική δραστηριότητα των νησιών και 'μετά την οικονομική και πολιτιστική τους υποβάθμιση, τα τελευταία χρόνια συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο εξαιτίας της μείωσης των απασχολουμένων σ'αuτήν. Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης έχει αρνητικές επιmώσεις και στο περιβάλλον, καθώς υψηλό ποσοστό των εκτάσεων που εγ~αταλείπονται καταλήγουν να χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι (Γιούργα,

1991 ).

Παρά τις ραγδαίες αλλαγές που συνόδευσαν την κυριαρχία του τουρισμού στα νησιά, ο νησιωτικός χώρος συνεχίζει να παραμένει αγροτικός. Οι προοπτικές ανάπτυξής του που διαγράφονται, στηρίζονται κυρίως στον πρωτογενή τομέα και τον τουρισμό

.

.. 3 ..

(10)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑιΓΑιΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡιΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Τα νησιά οφείλουν να υπερασπιστούν ανταγωνιστικά την ύπαρξή τους έχοντας ως συγκριτικό πλεονέκτημα το περιβάλλον τους, είτε με τη μορφή των ακτών είτε με τη συμβολή του στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων ανώτερης ποιότητας (Χατζηθεοδωρίδης κ.ά.,

1994).

Οι φραγμοί που ορθώνονται στην ποσοτική επέκταση της Κοινοτικής γεωργίας επιβάλλουν την ποιοτική προσέγγιση ως ελπίδα για το μέλλον του αγροτικού χώρου και αυτό φαίνεται να ευνοεί την περίπτωση των νησιών.

2. 1. 1.

Παραδοσιακά συστάuατα vεωρvοκτnνοτροφικής διαχείρισης στα νnσιά

Τα οικοσυστήματα των νησιών είναι περισσότερο ευπαθή συστήματα από αυτά της ηπειρωτικής χώρας. Οι διαθέσιμοι φυσικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί πόροι ενός νησιού είναι περrορισμένοι. Η θάλασσα που περιβάλλει τα νησιά επιβάλει όρια στις φυσικές κυκλοφορίες και ανταλλαγές και εντείνει το εύθραστο των δυναμικών ισορροπιών.

Για τους παραπάνω λόγους οι νησιωτικοί πληθυσμοί προκειμένου να επιβιώσουν είναι αναγκασμένοι να αναπτύξουν αριστοποιημένα συστήματα διαχείρισης σε σχέση με τις δυνατότητες του χώρου τους και του πολιτικοοικονομικού πλέγματος μέσα στο οποίο ζούν

(Vernicos and Vernicos, 1981 ).

Ιδιαίτερα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου με την ισχυρή διακύμανση των βροχοπτώσεων, το έντονο ορεινό ή ημιορεινό ανάγλυφο του εδάφους, αλλά και σε μερικές περιπτώσεις

(

σ' αυτή την κατηγορία ανήκει και η Λήμνος) όπου κυριαρχούν οι πεδινές εκτάσεις, με την απουσία αρδευόμενων συστημάτων, η άσκηση των γεωργοκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων και η εξασφάλιση των αποδόσεων έχουν αυξημένες διαχειριστικές απαιτήσεις. Για τους λόγους αυτούς οι κάτοικοι τους είχαν δημιουργήσει και εφαρμόσει στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων περίπλοκα συστήματα συνολικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης τόσο των παραγωγικών ικανοτήτων όσο και των φυσικών πλεονεκτημάτων των νησιών

(Vernicos, 1987).

Τα συστήματα αυτά, στηριγμένα στην ένταση της ανθρώπινης εργασίας, επέτρεπαν την εκμετάλλευση κάθε διαθέσιμου πόρου, διασφαλίζοντας παράλληλα την ανανέωσή του. Ηταν προφανές ότι η εξάντληση κάποιου πόρου θα σήμαινε αναπότρεπτα, οξύ κοινωνικό πρόβλημα επιβίωσης

(Margaris et al., 1991 ).

Η λειτουργία των γεωργοκτηνοτροφικών νησιωτικών οικοσυστημάτων ως προς την πρωτογενή παραγωγή στηρίχθηκε σε ένα συνδυασμό γεωργικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων

(Margaris et al., 1991 ).

Ο συνδυασμός αυτός περιλα_μβάνει δύο βασικές κατηγορίες καλλιεργούμενων φυτών:

- 4 -

(11)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

-

τα ετήσια

-

τα πολυετή

Σε ότι αφορά στα "ετήσια" φυτά, στις καλλιέργειες κυριαρχούσαν τα μεσογειακά δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι,) και τα ψυχανθή (κτηνοτροφικά ψυχανθή κ.λ.π.).

Οπως είναι γνωστό, τα ψυχανθή, με τα φυμάτια που σχηματίζουν στις ρίζες τους συμβιωτικοί μικροοργανισμοί, έχουν τη δυνατότητα να δεσμεύουν το ατμοσφαιρικό άζωτο και να εμπλουτίζουν το έδαφος με το στοιχείο αυτό.

Η εναλλαγή σιτηρών-ψυχανθών στην καλλιέργεια, με την παραδοσιακή

"αμειψισπορά" (διαδοχή καλλιεργειών), είχε ως αποτέλεσμα, πέρα από την παραγωγή τροφίμων πλούσια σε άμυλο (σιτηρά) και πρωτείνες (όσπρια), τη διατήρηση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Η κτηνοτροφία ήταν πλήρως ενταγμένη στο παραδοσιακό σύστημα διαχείρισης.

Καθώς η φύση των "ξηρικών" χωραφιών απαιτεί αυξημένη προστασία, ώστε να μην εξαντληθεί η γονιμότητά τους, εφαρμοζόταν η "αγρανάπαυση" δηλαδή η διακοπή της καλλιέργειας του εδάφους συνήθως για μια καλλιεργητική περίοδο. Το σύστημα που κυρίως εφαρμοζόταν ήταν το "διζωνικό", σύμφωνα με το οποίο το νησί ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη που χρησιμοποιούνταν εναλλάξ για καλλιέργεια και βόσκηση (Μάργαρης κ.α.,

1988).

Η αγραναπαυμένη έκταση δεχόταν ένα σημαντικό μέρος της κόπρου που βελτίωνε τη δομή του εδάφους και το εμπλούτιζε με ανόργανα στοιχεία ώστε να διατηρεί τη γονιμότητά του για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο. Η φόρτιση των βοσκοτόπων μειωνόταν σημαντικά με τη διατροφή των ζώων στις αγραναπαυόμενες εκτάσεις, επειδή η παραγωγή βιομάζας των ποωδών ήταν μεγαλύτερη σ' αυτές από όη στους βοσκότοπους (Γιούργα,

1991 ).

Τέλος, στις ετήσιες καλλιέργειες η πρακτική συνιστούσε βόσκηση μετά το θερισμό, αντίθετα με τις πολυετείς καλλιέργειες που η πρακτική συνιστούσε βόσκηση όλο το χρόνο της αυτοφυούς βλάστησης κάτω από τα δένδρα εκτός από την περίοδο της συγκομιδής

(Margaris, 1992).

2. 1. 2.

Η κατάρρευση του παραδοσιακού συστόuατος διαχείρισης

Η εκμηχάνιση της γεωργίας και η

·

ανάπτυξη των αρδεύσεων στη χέρσο περιθωριοποίησε τις ήδη οριακά καλλιεργούμενες εκτάσεις των ορεινών νησιωτικών περιοχών καθώς και τις εγκαταλελειμμένες μη αρδευόμενες εκτάσεις και τις μετέτρεψε σε βοσκότοπους. Η αύξηση των εκτρεφομένων ζώων και η ανάπτυξη της εκτατικής κτηνοτροφίας είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στην ισορροπία των οικοσυστημάτων των περιοχών αυτών. Η έξοδος του ανθρώπινου δυναμικού σε

- 5 -

(12)

· ·. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

αναζήτηση καλύτερης τύχης οδήγησε στην κατάρρευση του παραδοσιακού συστήματος διαχείρισης των νησιών.

Η παραδοσιακή ποιμενική κτηνοτροφία ιδιαίτερα στο νησιωτικό χώρο που στηριζόταν τόσο στη βόσκηση όσο και στην παραγωγή των ζωοτροφών από τους ίδιους τους κτηνοτρόφους παραχώρησε τη θέση της στην εκτατική, η οποία κάτω από την πίεση αγοράς ζωοτροφών από ηπειρωτικές περιοχές, οδηγεί στην αύξηση της βοσκητικής πίεσης στα βοσκοτόπια, προκειμένου να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες του ζωϊκού πληθυσμού (Γιούργα,

1991 ).

Στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο, παρατηρείται μείωση του ζωϊκού κεφαλαίου μέχρι το

1981,

που όμως λόγω των επιδοτήσεων και των εξισωτικών αποζημιώσεων, αρχίζει στη δεκαετία να επανακάμπτεται.

Ταυτόχρονα η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, που οδηγεί στη μεγαλύτερη συμμετοχή των κτηνοτροφικών προϊόντων στην καθημερινή διατροφή του ανθρώπου, η ανάγκη για άνοδο του εισοδήματος των κτηνο"rρόφων, η καθήλωση των τιμών των κτηνοτροφικών προϊόντων από την πολιτεία σε συνδυασμό με την καθιέρωση των κατά κεφαλήν επιδοτήσεων οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των ζώων, χωρίς όμως η αύξηση του ζωϊκού πληθυσμού να ακολουθείται από βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ακόμη ισχυρότερη φόρτιση των βοσκοτόπων των νησιωτικών κυρίως οικοσυστημάτων. Οσον αφορά στην παραγόμενη από τα ζώα κόπρο το μεγαλύτερο μέρος της παραμένει στις βοσκές στις οποίες όμως, λόγω της υποβάθμισης που έχουν υποστεί, δεν ενσωματώνεται και μεγάλο μέρος παρασύρεται από τη βροχή προς τη θάλασσα (Γιούργα,

1991 ).

2.2.

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΗΣΙΑ

Η νέα Κοινοτική και Ευρωπαϊκή προοπτική διαμορφώνει νέες συνθήκες για τον αγροτικό τομέα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των περιφερειών της, οι οποίες συνεπάγονται:

-

μειωμένη στήριξη των αγορών

-

νέο μοντέλο ανάπτυξης και διαχείρισης του αγροτικού τομέα, και

-

αύξηση των διαρθρωτικών παρεμβάσεων για ανάπτυξη της υπαίθρου στη βάση μη αγροτικών δραστηριοτήτων.

Ειδικότερα, μετά από μία μακρά περίοδο στήριξης των αγροτικών εισοδημάτων από τους μηχανισμούς της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π), με την αναθεώρησή της επιδιώκεται η μείωση της στήριξης. Οι λόγοι που οδήγησαν στην· αναθεώρηση της Κ.Α.Π. ήταν οι εσωτερικές (διόγκωση δαπανών της) και οι εξωτερικές

- 6 -

(13)

ΠΑΝΕΠιΣΤΗΜιΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

(διαπραγματεύσεις

GA

Π) πιέσεις και στόχος της είναι η μείωση των δαπανών του κοινοτικού προϋπολογισμού, χωρίς παροχή αντισταθμισμάτων.

Με τη νέα Κ.Α.Π. δίνεται έμφαση σε διαρθρωτικά και όχι τομεακά μέτρα. Το νέο αναπτυξιακό μοντέλο που επιδιώκει η συγκεκριμένη πολιτική για τον αγροτικό χώρο, αποβλέπει στη δημιουργία νέων δυνατοτήτων απασχόλησης, πλήρους ή μερικής, εκτός του αγροτικού τομέα (αγροτουρισμός, υπηρεσίες κ.ά), ενδυνάμωση των υποδομών της υπαίθρου, δημιουργία σύγχρονων τηλεπικοινωνιακών συστημάτων έτσι ώστε να προσελκύονται στο χώρο μη αγροτικές δραστηριότητες. Το πακέτο των μέτρων συμπληρώνεται με εκείνα που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος, στην εφαρμογή της πρόωρης συνταξιοδότησης και στις δασώσεις της αγροτικής γης (Μέργος,

1992).

Για τα νησιά εφαρμόζονται ειδικά προγράμματα με στόχο την ενίσχυση των δραστηριοτήτων και ·τη συγκράτηση του πληθυσμού. Πέρα όμως από αυτά, τα νησιά εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους απαιτούν αγροτοπεριβαλλοντική δράση που θα επιφέρει οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη.

Η Κοινοτική πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος με τους περιορισμούς σε ορισμένα γεωργικά προϊόντα των οποίων η εντατικοποίηση στην παραγωγή δημιουργεί προβλήματα, η Κ.Α.Π. με τους ποσοτικούς φραγμούς και την προσπάθεια αναμόρφωσης του αγροτικού χώρου, αλλά και η χρήση καλλιεργητικών μεθόδων φιλικών προς το περιβάλλον, συνδέονται με την παραγωγή ποιοτικά καλύτερων αγροτικών προϊόντων

(Nijkamp-Soeteman, 1988,

Μαραβέγιας,

1991 ).

Τα Ελληνικά νησιά με κατεύθυνση την "ποιοτική μεγέθυνση" θα μπορούσαν πλέον να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα και με τον τρόπο αυτό:

-

να απεγκλωβιστούν από τα μειονεκτήματα που προέρχονται από την έλλειψη οικονομιών κλίμακας και εξωτερικών οικονομιών

-

να μειώσουν τη σημασία του κόστους μεταφοράς και γενικότερα του κόστους που δημιουργεί η απόσταση

να μεγιστοποιήσουν τα αγροτικά εισοδήματα ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε μεταβολές της Κ.Α.Π.

Οι εξελίξεις της αγροτικής πολιτικής στον Ευρωπαϊκό χώρο σημαίνουν πίεση αλλά και ευκαιρίες για τα Ελληνικά νησιά. Η βελτίωση των τοπικών ποιοτικών προϊόντων στο στάδιο της καλλιέργειας και της μεταποίησης, η σύνδεσή τους με τη σήμανση (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης, Ανώτερη ποιότητα) και η διείσδυσή τους σε αγορές που καλύπτουν Ε:ξειδικευμένη ζήτηση μπορούν να καταστούν αναπτυξιακοί στόχοι των νησιών (Χατζηθεοδωρίδης κ.ά.,

1994 ).

- 7 -

(14)

ΠΑΝΕΠιΣΤΗΜΙΟ ΑιΓΑιΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡιΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

2. 2. 1.

Προγράμματα οικονοuικών ενισχύσεων νια αινοπροβατοτροφικές δραστηριότnτες και. επενδύσεις σε μειονεκτικές περιοκές

Η πρόσφατη Κοινή Αγροτική Πολιτική σrα πλαίσια προγραμμάτων οικονομικών ενισχύσεων για αγροτικές δραστηριότητες και επενδύσεις σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, περιλαμβάνει οδηγίες και κανονισμούς της ΕΟΚ που υλοποιούν διαρθρωτικά μέτρα εκσυγχρονισμού. Οι σημαντικότεροι κανονισμοί που αφορούν

σrην κτηνοτροφία είναι ο Κανονισμός 2328 Ι 91 και ο Κανονισμός 3013 Ι 89 που

αφορά σε ιδιαίτερες πριμοδοτήσεις. Συγκεκριμένα:

1.

Ο Κανονισμός

2328 / 91,

περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενέργειες:

α) ενισχύσεις των αγροτικών εκμεταλλεύσεων με βάση σχέδια εκσυγχρονισμού β) ενισχύσεις για βελτίωση βοσκοτόπων

γ) εξισωτική αποζημίωση για τις εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται σε Qρεινές και μειονεκτικές περιοχές

δ) ενισχύσεις πρώτης εγκατάσrασης για νέους αγρότες

ε) ενισχύσεις για την τήρηση λογισrικών βιβλίων από τις εκμεταλλεύσεις

στ) ενισχύσεις για τη δημιουργία υπηρεσιών διαχείρισης με σrόχο την παροχή υπηρεσιών στους αγρότες

Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος των ενισχύσεων του παραπάνω κανονισμού

(50 - 60%)

αφορά σrις εξισωτικές αποζημιώσεις που εφαρμόζονται από το

1981.

Πρόκειται για ενισχύσεις εισοδηματικού χαρακτήρα στις εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές με σrόχο να αντισrαθμίσουν τα μόνιμα μειονεκτήματα αυτών των περιοχών (Καρανικόλας

&

Μαρτίνος,

1994).

Ειδικότερα, το ύψος της ενίσχυσης, κατά κτηνοτροφική εκμετάλλευση, καθορίζεται με βάση των αριθμό των ιδιόκτητων αιγοπροβάτων, εκφρασμένων σε Ζ.Μ., που εκτρέφονται συστηματικά και με αυτοαπασχόληση καθ'όλην τη διάρκεια του έτους ενίσχυσης. Για το

1994,

όσον αφορά σrα νησιά η εξισωτική ενίσχυση καθορίστηκε για

1-20

Ζ.Μ. σε

22.000

δρχ. και για

21-30

Ζ.Μ. σε

17.000

δρχ.

11.

Στό~ος του Κανονισμού

3013

Ι

89

που αναφέρεται σε επιλέξιμα αιγοlτρόβατα, είναι η ενίσχυση των εκμεταλλεύσ~ων των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, συμπεριλαμβανομένου των νησιών του Αιγαίου, με απώτερο σκοπό την αύξηση της παραγωγής κρέατος ανά εκμετάλλευση και όχι την αύξηση του αριθμού αιγοπροβάτων.

Με βάση τον παραπάνω κανονισμό, οι παραγωγοί πρόβειου ή και αίγειου κρέατος μπορούν να τύχουν της πριμοδότησης των επιλέξιμων προβατίνων και αιγών, εντός του πλαισίου του Ατομικού Ανώτατου Ορίου (Δικαίωμα) καθώς και της ειδικής ι)·

ενίσχυσης των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Για το

1994,

η ενίσχυση των - 8 -

(15)

ΠΑΝΕΠιΣΤΗΜΙΟ ΑιΓΑιΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡιΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

επιλέξιμων καθορίστηκε σε

6.392

δρχ. ανά προβατίνα ή αίγα. Δικαιούχοι της πριμοδότησης είναι μεμονωμένοι παραγωγοί ή ομάδες παραγωγών που διαθέτουν Α.Α.0. τουλάχιστον

10

δικαιωμάτων.

2.2.2.

Ειδικά Προϊόντα Ποιότnτας (Ε.Π.Π.)

Στο χώρο της κατανάλωσης παρατηρούνται δύο αντίρροπες τάσεις, μία γενικότερη παγκόσμια και μαζική που περικλείει όλες τις τάξεις και μία με έμφαση στην εξειδικευμένη κατανάλωση η οποία οδηγεί σε αυξημένη ποικιλία ποιοτικών αγαθών και υπηρεσιών

(Mullins, 1991 ).

Επίσης μία σειρά άλλων παραγόντων προωθούν την εκπόνηση και εφαρμογή

"πολιτικών υψηλής ποιότητας" σε όλα τα επίπεδα (Sylνander,

1993).

Συγκεκριμένα οι σημαντικότεροι από τους λόγους αυτούς είναι:

-

η μείωση των αγροτικών εισοδημάτων

-

τα πλεονάσματα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο

-

η απειλή διαρροής πληθυσμού από τις ευαίσθητες ζώνες, και

-

οι ανησυχίες που εκφράζονται για το περιβάλλον

Η λογική της "ποιοτικής μεγέθυνσης" στην πραγματικότητα καλύπτει συγκεκριμένη ζήτηση η οποία δεν εντάσσεται στα πλαίσια του μαζικού καταναλωτικού προτύπου και της υπερπαραγωγής

(Carabatsou-Pachaki, 1994).

Τα ποιοτικά προϊόντα ήδη στην πράξη καλύπτονται με μία ποικιλία δεικτών για την εκτίμηση ή την εγγύησή τους από πλευράς του καταναλωτή

(Kosikowski, 1978).

Τέτοιοι είναι:

η τιμή του προϊόντος (που πολλές φορές εκλαμβάνεται ως ενδεικτική της ποιότητάς του)

η εμφάνιση του προϊόντος (το ίδιο το προϊόν και η συσκευασία του)

η πιστοποίηση από το κράτος (νομοθεσία, πιστοποίηση, σήμανση)

η πιστοποίηση από το επάγγελμα σε στενή συνεργασία με το κράτος (κώδικας χρήσεων, προστατευόμενη ονομασία προέλευσης)

η πιστοποίηση από ένα τρίτο εμπειρογνώμονα (Οργανισμός επικύρωσης)

η ατομική αρμοδιότητα του αγοραστή

-

το ατομικό σήμα

το συλλογικό σήμα

Η περιγραφή του μηχανισμού που καθορίζει τα ''Ειδικά Προϊόντα Ποιότητας" είναι εφικτή σε σχέση με τα παραπάνω. Αντικειμενικότερα, η ποιότητα των προϊόντων μπορεί να προσδιορισθεί με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους:

- 9 -

, ·",...&· ι

(16)

ΠΑΝΕnιΣΤΗΜιΟ ΑιΓΑιΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡιΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

1 . με αναδρομή σε κοινώς αποδεκτά πρότυπα

2.

με σταθερούς δεσμούς μεταξύ των οικονομικών φορέων (σύμβαση εμπιστq_σύνης ή φήμης)

3.

από την ένταξη μιας ομάδας φορέων σε ένα σύνολο κοινωνικών αρχών που καθορίζουν την ποιότητα και διάρθρωση των οικονομικών σχέσεων (αστική σύμβαση), και

4.

με την κλασσική λειτουργία της αγοράς (εμπορική σύμβαση)

2.2.3.

Νομοθεσία vια τα Ε.Π.Π.

Στην Κοινοτική νομοθεσία υφίστανται δύο νέοι κανονισμοί που αναφέρονται στη σήμανση ειδικών ποιοτικών προϊόντων:

"*

ο πρώτος αφορά στην προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και της ονομασίας προέλευσης, και

*

ο δεύτερος στην πιστοποίηση ιδιαίτερου χαρακτηριστικού (Κανονισμός Ε. Ε.

αριθ.

2082 / 92,

Ε.Ε. Ε.Κ. αριθ.

L 208 24.07.1992)

Στον πρώτο κανονισμό, το προϊόν αντλεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του από τη γεωγραφική του προέλευση και για το λόγο αυτό πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του προϊόντος και του γεωγραφικού περιβάλλοντος. Στην περίπτωση της προστατευόμενος ονομασίας προέλευσης (Π.Ο.Π), η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος πρέπει να οφείλονται ολοκληρωτικά στο γεωγραφικό περιβάλλον και το προϊόν πρέπει νr;i. παράγεται στο σύνολό του στην περιοχή της οποίας φέρει το όνομα.

Στην περiπτωση της προστατευόμενος γεωγραφικής ένδειξης, είναι αρκετό το ότι η φήμη του προϊόντος αποδίδεται στη γεωγραφική ζώνη και ότι μόνο η επεξεργασία του πραγματοποιείται στη ζώνη αυτή.

Στο δεύτερο κανονισμό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των προϊόντων είναι ο ίδιαίτερος τρόπος παραγωγής ανεξάρτητα από την περιοχή παραγωγής.

Το ενδιαφέρον αυτών των δύο κανονισμών είναι ότι εξασφαλίζουν την αποκλειστικότητα και την προστασία της ονομασίας ενός προϊόντος μετά την κατοχύρωσή του σε Κοινοτικό επίπεδο για μια αγορά

350

εκατομμυρίων καταναλωτών

(Leader magazine, 1993).

Ι)·

- 10 -

.. . . . -

-

. .

~ ~ 'f:..ι-·~:. ι. ··~· _, .•· "r .. ·~ ':'·,·~·-·. ,.: ... }. ... .. ~ .•

(17)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

2.3.

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΜΛΟΝ

2.3.1.

Συνέπειες των σημερινών διαχειριστικών τακτικών

Με την κατάρρευση των παραδοσιακών γεωργοκτηνοτροφικών συστημάτων διαχείρισης, με τα οποία υποθέτουμε ότι είχε επιτευχθεί η αριστοποίηση των σχέσεων παραγωγής και τη συνακόλουθη εγκατάλειψη των καλλιεργειών στις αναβαθμίδες και στις μη αρδευόμενες πεδινές εκτάσεις, μια νέου τύπου εκτατικής μορφής κτηνοτροφία άρχισε να κυριαρχεί στο νησιωτικό χώρο (Γιούργα,

1991 ).

Αυτή η αλλαγή στο σύστημα διαχείρισης του ευρύτερου αγροτικού χώρου είχε ως συνέπεια η πίεση, που δέχονται ιδιαίτερα οι βοσκότοποι, λόγω της υπερβόσκησης και της φωτιάς, να αυξάνει με έντονο ρυθμό και να απειλεί τα οικοσυστήματα με ερημοποίηση.

2.3.2.

Ερημοποίηση και υποβάθμιση οικοσυστημάτων

Το πρόβλημα της ερημοποίησης στις Μεσογειακές περιοχές και ειδικότερα στην Ελλάδα έχει επισημανθεί ήδη από την προηγούμενη δεκαετία και έχει αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της περιοχής της Μεσογείου (Groνe,

1984).

Ο όρος ερημοποίηση αναφέρεται στη μείωση της παραγωγικότητας που παρατηρείται σε περιοχές της ξηρής ζώνης ως αποτέλεσμα της χρήσης της γης από τον άνθρωπο (Groνe,

1984).

Σε περιοχές που δεν ανήκουν στην ξηρή ζώνη χρησιμοποιείται ως πλέον δόκιμος όρος η "περιβαλλοντική υποβάθμιση" (Κουτσίδου,

1995).

Υποβαθuισuένες ονομάζονται οι περιοχές οι οποίες ενώ έχουν υποστεί την έντονη ανθρωπογενή επίδραση (όπως αυτή των αγροτικών ζώων) εξακολουθούν να διατηρούν τη δυνατότητα τόσο της αναγέννησης της προϋπάρχουσας βλάστησης όσο και της αναβάθμισης του εδάφους. Τα οικοσυστήματα όλων των τύπων, ανάλογα με τη διαχείριση που υφίστανται μπορούν να υποβαθμιστούν. Οταν παύσει να επενεργεί η εξωγενής υποβαθμιστική παρέμβαση, αυτά επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση με ρυθμούς που εξαρτώνται από τον τύπο του κάθε οικοσυστήματος

(Floret et al., 1976).

Αντίθετα ερnuοποιοuένες θεωρούνται εκείνες οι περιοχές οι οποίες έχουν χάσει, εξ' ολοκλήρου ή μερικώζ τη δυνατότητα τόσο της αναγέννησης της προϋπάρχουσας βλάστησης όσο και της αναβάθμισης του εδάφους (Κουτσίδου,

1995).

Ετσι ερημοποιημένες θεωρούνται οι περιοχές που ακόμη και ύστερα από

25

χρόνια

- 11 -

(18)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

προστασίας δε μπορούν να επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση. Η ερημοποίηση είναι μια διεργασία που προέρχεται από την ανθρώπινη παρέμβαση και μπορεί να συμβεί σε κάθε τύπο οικοσυστήματος, συμπεριλαμβανομένου και του τροπικού δάσους (Παντής,

1987).

Οι περιοχές που σε διάστημα

25

χρόνων επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση μετά την παύση της πίεσης χαρακτηρίζονται ως υποβαθμισμένες

(Floret et al., 1976).

Ως αιτίες υποβάθμισης των περιοχών, σύμφωνα με τον

Larmuth (1979),

αναφέρονται:

α) η εγκατάλειψη των γεωργικών εκτάσεων β) η υπερβόσκηση

γ) η απομάκρυνση των ξυλωδών ειδών για καύση

Η υπερβόσκηση αναφέρεται ως μια από τις κύριες αιτίες υποβάθμισης των μεσογειακών οικοσυστημάτων

(Le Houerou, 1981 ).

Ενώ άλλες αιτίες, μπορεί να είναι οι εντατικές καλλιέργειες, η αλατοποίηση των αρδευόμενων εκτάσεων και η αποδάσωση (Noνikoff,

1983).

Η ερημοποίηση απειλεί ιδιαίτερα περιοχές στις οποίες εξαιτίας των κλιματικών και γεωμορφολογικών ιδιαιτεροτήτων τους, οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν αυξημένη βαρύτητα και μπορούν να δράσουν αρνητικά πάνω στις φυσικές ισορροπίες (Γιούργα,

1991 ).

Στον ελληνικό χώρο οι πλέον ευαίσθητες περιοχές είναι όσες παρουσιάζουν χαμηλό ύψος βροχοπτώσεων, παρατεταμένη περίοδο ανομβρίας κατά έτος και ανώμαλο (επικλινές) ανάγλυφο εδάφους. Τα νησιά του Αιγαίου, από την άποψη αυτή, μπορούν να χαρακτηριστούν ως ζώνες "υψηλού κινδύνου" (Γιούργα,

1991 ).

2. 3. 3.

Εντατικά βόσκngη

Μια από τις κύριες αιτίες της υποβάθμισης της μεσογειακής βλάστησης είναι άναμφισβήτητα η βόσκηση (Τ

omaselli, 1977).

Σύμφωνα με τον Διαμαντόπουλο

(1983),

η υπερβόσκηση προκαλεί αρχικά αύξηση της βλάστησης των κτηνοτροφικών θάμνων με την ανάπτυξη παραβλαστημάτων, για μεγάλο χρονικό διάστημα όμως, καταστρέφει τμήμα βλάστησης μεγαλύτερο από την ετήσια παραγωγή, αυξάνει την αναλογία ξύλου προς πράσινο, έχουμε την εμφάνιση πρόωρων νεκρών κλαδιών και θάμνων και η ανανέωση του φυλλώματος είναι ανεπαρκής. Παρατηρείται εκρίζωση των φυτών, εξαφάνιση των εύληπτων από τα ζώα ειδών (αγροστώδη και ψυχανθή), εισαγωγή~-και εξάπλωση των μη βρώσιμων ειδών και μείωση της φυτοκάλυψης από τα ποώδη. Γενικότερα στις ερημοποιημένες

- 12 -

(19)

ΠΑΝΕΠιΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡιΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

περιοχές ο λόγος αγροστώδη Ι υπόλοιπα ποώδη αυξάνεται.

Προοδευτικά τα βρώσιμα από τα ζώα είδη αντικαθίστανται από φυτά περισσότερο ανθεκτικά στη βόσκηση (φυτά που φέρουν αγκάθια, πικρές ουσίες κ.α.). Οι πολυετείς θάμνοι των βοσκότοπων μπορούν να εξαφανιστούν μέσα σε λίγα μόνο χρόνια

(Jefferies, 1977).

Παράλληλα, η εντατική βόσκηση (ιδιαίτερα των αιγοπροβάτων που βόσκουν σε κοπάδια), προκαλεί συμπίεση των ανωτέρων στρωμάτων του εδάφους με αποτέλεσμα την αλλοίωση των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων του (Ντάφης,

1986).

Ετσι, έχουμε μείωση της διηθητικότητας, διατάραξη της υδάτινης οικονομίας του εδάφους και αύξηση της επιφανειακής απορροής.

Η υπερβόσκηση μειώνει τόσο το χλωριδικό πλούτο του οικοσυστήματος, όσο και την ποσότητα της παραγόμενης φυτικής βιομάζας (Γιούργα,

1991 ).

Με τη μείωση της ποώδους βλάστησης και γενικά της παραγόμενης βιομάζας καθώς και με την αλλοίωση των εδαφικών ιδιοτήτων, μειώνεται η συνοχή του εδάφους και η αντίστασή του στη διάβρωση.

Τα ποώδη προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση ενώ τα ψυχανθή μέσω της αζωτοδέσμευσης των φυματίων επαναφέρουν στο έδαφος το άζωτο που χάνεται με τους καπνούς. Η καταστροφή αυτής της βλάστησης από τη βόσκηση προκαλεί διαταραχή στον κύκλο του αζώτου με αποτέλεσμα τη σταδιακή υποβάθμιση του συστήματος και την ανικανότητά του να επανακάμψει. Τα μόνα φυτά που μπορούν να επιβιώσουν είναι αυτά που αντιστέκονται στη φωτιά και βόσκηση (Κουτσίδου,

1995).

Παραγωγικά δάση λόγω της υπερβόσκησης έγιναν δασοσκεπή λιβάδια, βοσκοτόπια και τελικά άγονες εκτάσεις που δεν είναι πλέον κατάλληλες για βόσκηση (Ντάφης,

1986).

2. 3.4.

Φωτιά

Τα δυσμενή αποτελέσματα της αλλαγής της παραδοσιακής διαχείρισης των βοσκοτόπων έρχονται να επιτείνουν οι φωτιές που βάζουν οι κτηνοτρόφοι. Είναι γνωστό ότι μετά την πυρκαϊά εμφανίζεται μεγάλος αριθμός ποωδών φυτών και ιδιαίτερα ψυχανθών

(

αγριοτρίφυλλα) που είναι άριστη ζωοτρο~ή (Κουτσίδου,

1995).

Οι φωτιές επαναλαμβάνονται σκόπιμα από τους κτηνοτρόφους με μεγαλύτερη συχνότητα από ότι το φαινόμενο εμφανίζεται υπό κανονικές συνθήκες qτα μεσογειακά οικοσυστήματα (Γιούργα,

1991 ).

- 13 -

(20)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Οι συχνότερες αιτίες των φυσικών πυρκαϊών είναι η αυτανάφλεξη και οι κεραυνοί (Ντάφης,

1986).

Στις περιοχές της Μεσογείου υπάρχει κάποια "φυσιολογική"

συχνότητα στην εμφάνιση της πυρκαϊάς (κάθε

80-100

χρόνια στα πευκοδάση,

20-30

χρόνια στους θαμνότοπους), και τα φυτά που επικρατούν σ• αυτές έχουν αναπτύξει προσαρμοστικές στρατηγικές για επιτυχή ανάκαμψη. Ειδικότερα τα ποώδη φυτά εμφανίζουν μεγάλους αριθμούς την πρώτη χρονιά μετά τη φωτιά. Τούτο οφείλεται στην ενεργοποίηση της φύτρωσης των σπερμάτων που υπάρχουν στην "τράπεζα σπερμάτων του εδάφους" με αποτέλεσμα να περιορίζεται η διάβρωση του εδάφους

(Arianoutsou - Faraggitaki & Margaris, 1982).

Η συνδυασμένη δράση της φωτιάς και της εντατικής βόσκησης σε μια περιοχή συνεπάγεrαι ισχυρή επιλεκτική πίεση και οδηγεί σε συστήματα που κυριαρχούνται από φυτά τα οποία δεν επηρεάζονται από το συνδυασμό των δύο αυτών πρακτικών.

Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των περιοχών

-

χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει και την αύξηση των κτηνοτροφικών αποδόσεων, μια και προκαλεί την εξάντληση των βοσκότοπων

-

την απώλεια της ικανότητας αναβάθμισης και

ενδεχομένως οδηγεί στην ερημοποίηση των εκτάσεων αυτών (Γιούργα,

1991 ).

2.3.5.

Η επίδρασn τηςβόσκnσnςστn διαδοχά

Η διακοπή της βόσκησης σε μια περιοχή οδηγεί σε πορεία διαδοχής που μπορεί να χαρακτηριστεί όμοια με τη διαδοχή ενός συστήματος μετά από θερισμό (Παρασκευόπουλος,

1991 ).

Καταλήγει δηλαδή σε υψηλή παραγωγικότητα και ποικιλότητα ειδών, που βαθμιαία μειώνεται στο χρόνο, μέχρι να έρθει η επόμενη διαταραχή που συνήθως για τα μεσογειακά οικοσυστήματα είναι η φωτιά (Κουτσίδου,

1995).

Ως οικολογική διαδοχή ορίζεται η πορεία εναλλαγής των κοινοτήτων σε μια δεδομένη περιοχή. Πρόκειται για περιοδική αλλαγή της ίδιας βιοκοινωνfας μετά την εμφάνιση τα πρώτα χρόνια των ποωδών, τα οποία προϋπήρχαν στην περιοχή τουλάχιστον ως σπέρματα. Τα παραβλαστήματα των ξυλωδών, εμφανίζονται αμέσως μετά την προστασία των περιοχών από τη βόσκηση και συνυπάρχουν με τα ποώδη', απλά η υπέργεια βιομάζα τους είναι ελαπωμένη στο ελάχιστο. Σε

1

Ο όμως το πολύ χρόνια η θαμνοκάλυψη επανέρχεται (Κουτσίδου,

1995).

Η διαδοχή συνήθως συνοδεύεται από τάση αύξησης ορισμένων χαρακτηριστικών της φυτοκοινότητας

[Whittaker (1953), Margalef (1963), Odum (1969)].

Στην πορεία της διαδοχής ενός χερσαίου οικοσυστήματος αναμένονται:

αύξηση της βιομάζας που υποστηρίζεται από την αύξηση της παραγωγικότητας

-

αύξηση του λόγου της βιομάζας προς την παραγωγικότητα

- 14 -

(21)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

-

αύξηση των θρεπτικών ουσιών και της οργανικής ουσίας του εδάφους

-

αύξηση του ύψους της βλάστησης

-

αύξηση της σταθερότητας της κοινότητας

Ολοι οι παραπάνω παράγοντες αυξάνονται μέχρι ενός ορισμένου σημείου σε μια κατάσταση του οικοσυστήματος που χαρακτηρίζεται ως

"subclimax"

ενώ υπάρχει μείωση των περισσότερων παραμέτρων στην

climax

κατάσταση ενός οικοσυστήματος (Κουτσίδου,

1995).

Η διατόρnσn τος φέρουσας ικανότnτας των Βοσκοτόπων είναι ο απαιτούμενος στόχος στο σχεδιασμό των πολιτικών Βόσκnσnς. Τ σ ενδιαφέρον των κτηνοτρόφων είναι να μεγιστοποιήσουν την εκμετάλλευση της χορτολιβαδικής βιομάζας. Η αποδοτικότητα του συστήματος εξαρτάται από την παραγωγή βιομάζας και τον αποτελεσματικό τρόπο χρήσης του. Η περιοδικότητα στη χρήση των βοσκοτόπων φαίνεται να είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος διατήρησης της παραγωγικότητάς τους {Κουτσίδου,

1995).

Προτείνεται ως καλύτερο βήμα περιοδικότητας τα

1

Ο χρόνια βόσκησης και τα

1

Ο χρόνια ανάπαυσης των βοσκοτόπων

(Gutierrez, 1975).

··~"

')·

- 15 -

(22)

ΠΑΝΕΠιΣΤΗΜΙΟ ΑιΓΑιΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡιΒΑΜΟΝΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ

TYPOKOMlA

ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ

Η αιγοπροβατοτροφία αποτέλεσε για τη Λήμνο από πολύ νωρίς την κυρίαρχη αν όχι την αποκλειστική μορφή γαλακτοπαραγωγού κτηνοτροφίας. Ο τρόπος εκτροφής των αιγοπροβάτων στη Λήμνο είναι προσαρμοσμένος στις γεωφυσικές ·και κλιματικές συνθήκες της περιοχής και γενικότερα της Μεσογείου. Αναφορές που πιστοποι~ύν τη σημασία της εκτροφής προβάτων και αιγών υπάρχουν πάμπολλες από παλαιοτάτων χρόνων. Παράλληλα, το Καλαθάκι Λήμνου είναι ένα παραδοσιακό τυρί που δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε στη Λήμνο, όπου παρασκευάζεται συνεχώς, κατά κύριο λόγο από πρόβειο γάλα ή μίγματά του με κατσικίσιο. Είναι ένα από τα πιο φημισμένα λευκά τυριά άλίJης της Ελλάδας.

3.1.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Οι αρχαίοι Ελληνες θεωρούσαν το γάλα ιερή τροφή γιατί ο Δίας, πατέρας των Θεών, τράφηκε με το γάλα της ιερής κατσίκας Αμάλθειας. Ο θεός Ερμής, κατατάσσεται μεταξύ των ποιμενtκών θεοτήrων και αποκαλείτο "Κριοφόρος" και "Μηλλοσός"

(προστάτης των προβάτων). Πολύ κοινή του ονομασία, επίσης, ήταν και "Τυρευτήρ"

(=δοτήρ του τυριού, ο κατασκεάζων τυρQ, (Λέτσας,

1949).

Ο Ομηρος κάνει αναφορές στην εκτροφή αιγοπροβάτων στην Οδύσσεια

(1, 218),

(Σιδέρης,

1982).

Σε νεότερους χρόνους, και όπως αναφέρεται στην έκθεση των Ολυμπίων στα

1875,

υπήρχαν στην Ελλάδα

4.231.139

αιγοπρόβατα έναντι μόνο

51.259

αγελάδων και βοδιών. Κατά πaράδοση η αιγοπροβατοτροφία ήταν υπαίθρια:

" ...

τα πρόβατα διαιτώνται νυχθημερόν και καθ' όλον το χρονικόν διάστημα εν υπαίθρω

... "

(Ολύμπια,

1875).

Σύμφωνα, με την ελληνική μυθολογία, η τέχνη της τυροκομίας δόθηκε σαν πολύτιμο δώρο στους θνητούς από τους Θεούς του Ολύμπου. Η Τυρώ, κόρη του Σαλμωνέα και της Αλκιδίκης

" ...

δια την λευκότητα και την του σώματος μαλακότητα τάύτης της προσηγορίας έτυχεν

... "

(Διόδωρος ο Σικελός, αποσπάσματα του Βιβλίου

Vl.6.1- 7 .2).

Δεδομένου ότι η αιγοπροβατοτροφία ήταν ανεπτυγμένη την εποχή εκείνη στην Ελλάδα, είναι πιθανή η σύνδεση παρασκευής αυτού του τυριού από αιγοπρόβειο γάλα. Εξ' άλλου, η αναφορά σε λευκό και μαλακό τυρί, οδηγεί στην υπόθεση ότι την εποχή εκείνη, παράγονταν τυρί συγγενές στην τεχνολογία παρασκευής με αυτό του τυριού Καλαθάκι Λήμνου. Ο Ομηρος αναφέρει στην Οδύσσεια

(1, 218 - 250)

την παρασκευή τυριού από αιγοπρόβειο γάλα, που έβαζε σε πλεκτά καλάθια (Σιδέρης,

1982). .,. .

- 16 -

Referências

Documentos relacionados

Επί παραδείγματι οι κάτοικοι μιας χώρας της Αφρικής που ζουν σε καλύβες, τις οποίες κτίζουν οι ίδιοι και τρέφονται από τα προϊόντα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας τους