• Nenhum resultado encontrado

Εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα σε μουσεια: διεθνής εμπειρία 4.1.1 Μελέτη περίπτωσης 1 : Το Μουσείο Τέχνης του Cleveland στο Ohio Οι διαδραστικές δρατηριότητες της ArtLense Gallery Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της ArtLense Gallery Μελέτη περίπτωσης 2 : To Smistonian Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Η χρήσης της τεχνολογίας AR μέσω της εφαρμογής Skin & Bones Η σημασία της εφαρμογής για την εμπειρία του επισκέπτη...60 4.3 Συγκριτική ανάλυση του στρατηγικού πλάνου των δυο μουσείων...64 5

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα σε μουσεια: διεθνής εμπειρία 4.1.1 Μελέτη περίπτωσης 1 : Το Μουσείο Τέχνης του Cleveland στο Ohio Οι διαδραστικές δρατηριότητες της ArtLense Gallery Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της ArtLense Gallery Μελέτη περίπτωσης 2 : To Smistonian Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Η χρήσης της τεχνολογίας AR μέσω της εφαρμογής Skin & Bones Η σημασία της εφαρμογής για την εμπειρία του επισκέπτη...60 4.3 Συγκριτική ανάλυση του στρατηγικού πλάνου των δυο μουσείων...64 5"

Copied!
86
0
0

Texto

(1)

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΉΜΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ : ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΙΤΛΟΣ : Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ “ΕΜΠΕΙΡΙΑ:

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ : ΓΚΕΒΡΕΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α.Μ ΦΟΙΤΗΤΗ : 116168

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΠΟΥΛΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

ΑΘΗΝΑ 2019

(2)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ευχαριστίες...3

Περίληψη...4

Summary...5

Εισαγωγή...6

1. Το Μουσείο από τις απαρχές του μέχρι σήμερα 1.1 Η ιστορία του μουσείου, η εξέλιξη και η διαδρομή του στον χρόνο...10

1.2 Η ίδρυση των μουσείων στην Ελλάδα...12

1.3 Το μουσείο από τον 20ο αιώνα έως σήμερα...13

1.4 Το διαδικτυακό μουσείο στην νέα εποχή της τεχνολογίας...15

1.5 Το μοντέλο εμπειριών και η εφαρμογή του στους μουσειακούς χώρους....17

2. Εικονική πραγματικότητα στα μουσεία 2.1 Εφαρμογές εικονικής πραγματικότητας...20

2.2 Τεχνικές και εργαλεία εικονικής πραγματικότητας...22

2.3 Τα πλεονεκτήματα της εικονικής πραγματικότητας για τα Μουσεία...24

2.4 Τα μειονεκτήματα της εικονικής πραγματικότητας για τα Μουσεία..,,,,,...25

2.5 Η χρήση της απτικής τεχνολογίας (haptics) και οι εφαρμογές της...26

3. Επαυξημένη πραγματικότητα σε μουσεία 3.1 Ο κόσμος της επαυξημένης πραγματικότητας σήμερα...29

3.2 Τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας επαυξημένης πραγματικότητας... 31

3.3 Τρόποι λειτουργίας της τεχνολογίας επαυξημένης πραγματικότητας...34

3.4 Προσαρμοστική επαυξημένη πραγματικότητα...36

3.5 Άλλα παραδείγματα συστημάτων επαυξημένης πραγματικότητας...39

3.6 Συσκευές πλοήγησης επαυξημένης πραγματικότητας...44

4. Εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα σε μουσεια: διεθνής εμπειρία 4.1.1 Μελέτη περίπτωσης 1 : Το Μουσείο Τέχνης του Cleveland στο Ohio...46

4.1.2 Οι διαδραστικές δρατηριότητες της ArtLense Gallery...50

4.1.3 Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της ArtLense Gallery...52

4.2.1 Μελέτη περίπτωσης 2 : To Smistonian Μουσείο Φυσικής Ιστορίας...55

4.2.2 Η χρήσης της τεχνολογίας AR μέσω της εφαρμογής Skin & Bones...57

4.2.3 Η σημασία της εφαρμογής για την εμπειρία του επισκέπτη...60

4.3 Συγκριτική ανάλυση του στρατηγικού πλάνου των δυο μουσείων...64

5. Εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα: ελληνική πραγματικότητα 5.1 Ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας ...66

5.2 Συμπεράσματα της έρευνας...68

6. Συμπεράσματα και καλές πρακτικές Καλές πρακτικές...73

Συμπεράσματα ...76

Βιβλιογραφία...80

Αρχείο εικόνων...83

Παράρτημα...84

(3)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Θα ήθελα να ευχαριστήσω αρχικά τον επιβλέποντα καθηγητή μου κύριο Πούλιο Ιωάννη με τον οποίο είχα μια πολύ καλή συνεργασία όλο αυτό το διάστημα της εκπόνησης της διπλωματικής μου εργασίας και παρόλη την δυσκολία του εγχειρήματος και την πίεση του χρόνου κατάφερα να την ολοκληρώσω ¨οπως και τον κύριο Ιωάννη Τσιούρη τον β' επιβλέποντα καθηγητή μου για την πολύ καλή μας συνεργασία. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω της κυρία Jane Alexander την υπεύθυνη ψηφιακών πληροφοριών, ψηφιακής πληροφορίας και υπηρεσιών τεχνολογίας του Μουσείου Tέχνης του Cleveland για την βοήθειά της και το πολύτιμο υλικό που μου παρείχε έτσι ώστε να ολοκληρώσω την έρευνά μου για το συγκεκριμένο Μουσείο. Ακόμη τον Robert Costello τον διαχειριστή του προγράμματος Skin & Bones του NMNH για την υποστήριξη και τις πληροφορίες που μου έδωσε για το πρόγραμμα. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοi συμμετείχαν στην έρευνά μου και απάντησαν στο ερωτηματολόγιο που συνέταξα οι οποίοι συνέβαλλαν σημαντικά στην εξέλιξη των αποτελεσμάτων της διπλωματικής μου εργασίας.

(4)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στην παρούσα διπλωματική εργασία αναλύονται οι έννοιες της εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας καθώς και ο τρόπος εφαρμογής τους σε μουσειακούς χώρους και πολιτιστικούς οργανισμούς. Εξετάζονται οι τρόποι λειτουργίας τους, ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή τους και η εξέλιξή τους μέσα στα χρόνια. Διερευνάται επίσης ο βαθμός διείσδυσης των παραπάνω ψηφιακών τεχνολογιών στα Μουσεία όπως και κατά πόσο επιδρούν στην καλύτερη κατανόηση και διεύρυνση των γνώσεων των επισκεπτών αλλά και στην ποιοτικότερη και αποδοτικότερη μουσειακή εμπειρία. Στις μελέτες περίπτωσης ερευνήθηκαν δύο Μουσεία των ΗΠΑ : το Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ στο Οχάιο με την έκθεση ArtLense Gallery και το Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Ινστιτούτου Smisthonian στην Ουάσιγκτον και την AR εφαρμογή Skin & Bones στα οποία μελετάται ο βαθμός επίδρασης της επαυξημένης πραγματικότητας στην συνολική μουσειακή εμπειρία των επισκεπτών του Μουσείου. Διενεργήθηκε παράλληλα έρευνα και στην Ελλάδα με την μορφή ερωτηματολογίου έτσι ώστε να διερευνηθεί ο βαθμός εξοικείωσης του εγχώριου κοινού με τις παραπάνω τεχνολογίες στους μουσειακούς χώρους.

Λέξεις- Κλειδιά

 Επαυξημένη πραγματικότητα

 Εικονική πραγματικότητα

 Μουσειακή εμπειρία

 Εφαρμογές κινητών τηλεφώνων

 Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ

 Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Ινστιτούτου Σμισθόνιαν

 Έκθεση ArtLens

 Εφαρμογή Skin & Bones

(5)

SUMMARY

In this dissertation is analysed the concepts of virtual and augmented reality as well as the way they are implemented in museums and cultural organisations. Are examined their modes of operation, the equipment used for each type of technology and their evolution through the years. It is also investigated the degree of penetration of the above digital technologies into Museums and how they impact on better understanding and widening visitor's knowledge but also to the more efficient museum experience. In the case studies two Museums from the USA were investigated : the Cleveland Museum of Art in Ohio with the exhibition ArtLense Gallery and the National Museum of Natural History of Smisthonian Institution in Washington DC with the AR application Skin & Bones in which is studied the degree of influence of the augmented reality in the overall museum experience. A parallel survey was conducted in Greece in the form of a questionnaire so as to explore the degree of familiarity of the local audience with the above technologies in museums.

Keywords

 Augmented Reality

 Virtual Reality

 Museum experience

 Mobile phone applications

 Cleveland Museum of Art

 National Museum of Natural History of Smisthonian Institute

 ArtLense Exhibtion

 Skin & Bones application

(6)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι νέες τεχνολογίες στην σύγχρονη εποχή της ψηφιακής πραγματικότητας βρίσκουν εφαρμογή σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας και διευρύνουν την χρήση τους όχι μόνο στους κλάδους της ψυχαγωγίας αλλά και της επιστήμης ,δίνοντας την δυνατότητα στους χρήστες της να αντλήσουν γνώσεις και διαμορφώσουν μια μοναδική εμπειρία που συνδυάζει στοιχεία από τον πραγματικό και τον ψηφιακό κόσμο. Οι τεχνολογίες αυτές έχουν αναπτυχθεί και βρίσκουν την τέλεια εφαρμογή τους σε πολλά μουσεία και πολιτιστικούς οργανισμούς τα τελευταία χρόνια και υπάρχει η πρόθεση μέσα από την εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα ( που είναι και οι βασικές τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται σε αυτόν τον τομέα) να συνδυαστεί η ψυχαγωγία με την γνώση σε μια πρωτοποριακή μουσειακή εμπειρία για τον επισκέπτη.

Στην παρούσα διπλωματική εργασία θα εξεταστούν οι έννοιες της εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας και ο τρόπος εφαρμογής των συγκεκριμένων τεχνολογιών στους μουσειακούς χώρους και τους πολιτιστικούς οργανισμούς. Ο σκοπός εκπόνησης της συγκεκριμένης εργασίας είναι να μελετηθεί σε ποιο βαθμό συμβάλλουν οι τεχνολογίες αυτές στην μουσειακή εμπειρία αλλά και στην κατανόηση του περιεχομένου μιας μουσειακής έκθεσης και να εξεταστεί η επίδρασή τους σε μια ποιοτικότερη και αποδοτικότερη για τον επισκέπτη μουσειακή εμπειρία.

Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση της είναι ένας συνδυασμός δευτερογενούς με πρωτογενή έρευνα. Πραγματοποιήθηκε ενδελεχής βιβλιογραφική έρευνα για την αποσαφήνιση των βασικών θεματικών της εργασίας που είναι σχετικές με τις ανωτέρω τεχνολογίες καθώς και για την διάρθρωση των επιμέρους πληροφοριών που αφορούν τις μελέτες περίπτωσης. Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε προέρχεται κυρίως από αγγλόφωνα άρθρα και βιβλία καθώς οι πληροφορίες που αντλήθηκαν ήταν ελλιπείς σε άρθρα στην ελληνική γλώσσα. Η πρωτογενής έρευνα επικεντρώνεται στο ερωτηματολόγιο που συντάχθηκε και δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο και αφορά τα επίπεδα κατανόησης των συγκεκριμένων τεχνολογιών από το εγχώριο κοινό, το βαθμό χρήσης τους από μουσεία στην Ελλάδα και τον βαθμό συμβολής τους στην αποδοτικότερη μουσειακή εμπειρία. Και οι δύο μέθοδοι ήταν ουσιαστικές για την ολοκλήρωση της έρευνας και την σύνταξη των επιδιωκώμενων αποτελεσμάτων.

Επίσης χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές τόσο οι επίσημοι ιστότοποι των μουσείων που ερευνήθηκαν όσο και διαδικτυακές σελίδες που άρθρα που αφορούσαν τις ανωτέρω τεχνολογίες. Στα πλαίσια τις έρευνας για τις μελέτες περίπτωσης υπήρχε επικοινωνία με την υπεύθυνη του τομέα των ψηφιακών πληροφοριών και υπηρεσιών τεχνολογίας του CMA, Jane Alexander όσο και με τον Robert Costello των υπεύθυνο προγραμμάτων του NMNH οι οποίοι παρείχαν κάποιες πληροφορίες σχετικά με τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στα εν λόγω μουσεία. Στην προσπάθεια

(7)

επικοινωνίας με την dr Diana Marques η οποία σε συνεργασία με τον R.Costello δημιούργησαν την εφαρμογή Skin &Bones, δυστυχώς δεν υπήρχε ανταπόκριση ωστόσο αντλήθηκαν στοιχεία από την έρευνα που διεξήγαγε για αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης εφαρμογής καθώς και από την διδακτορική της διατριβή.

Η εργασία διαρθρώνεται σε 6 κεφάλαια όπου στα 3 πρώτα αναπτύσσεται το θεωρητικό μέρος της εργασίας και στα 2 τελευταία ερευνώνται οι 2 μελέτες περίπτωσης των δύο Μουσείων των ΗΠΑ καθώς και η έρευνα με την μορφή ερωτηματολογίου που διεξήχθη για το εγχώριο κοινό των επισκεπτών των Μουσείων στην Ελλάδα έτσι ώστε να υπάρχει αντιστοιχία ανταπόκρισης και από τις δύο πλευρές . Στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι καλές πρακτικές και τα τελικά συμπεράσματα από την έρευνα που διεξήχθη.

Στο πρώτο κεφάλαιο αναπτύσσεται μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση της πορείας του Μουσείου από τις απαρχές του μέχρι σήμερα προχωρώντας σε εξιστόρηση των κομβικότερων σημείων που συνέβαλλαν στην εξέλιξη και πρόοδό του. Στην συνέχεια γίνεται μια σύντομη αναφορά στην ίδρυση των Μουσείων στην Ελλάδα αλλά και πώς οι νέες πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις στον 20ο αιώνα διαμόρφωσαν την μορφή του Μουσείου όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Στο τελευταίο μέρος του πρώτου κεφαλαίου γίνεται αναφορά στο διαδικτυακό Μουσείο όπου γίνεται περιγραφή των μορφών του αλλά και τις απεριόριστες δυνατότητες που προσφέρει στον χρήστη αλλά και διαμορφωτή του.

Στο δεύτερο κεφάλαιο ερευνάται η τεχνολογία εικονικής πραγματικότητας στους μουσειακούς χώρους όπου πέρα από την προσέγγιση του ορισμού της έννοιας αυτής, γίνεται ανάλυση του τρόπου λειτουργίας της ,του εξοπλισμού που απαιτείται προκειμένου να εφαρμοστεί στους μουσειακούς χώρους καθώς και τα στάδια διαμόρφωσης του έτσι ώστε να έχουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα εικονικής πραγματικότητας σε ένα Μουσείο.

Επιπλέον γίνεται αναφορά στις διαφορετικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά περίπτωση ώστε να υλοποιηθεί η όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερη αναπαράσταση σε μια εικονική περιήγηση.

Ακόμη αναλύεται ο τρόπος διάρθρωσης του εικονικού χώρου ενός ψηφιακού Μουσείου καθώς και τα λογισμικά που χρησιμοποιούνται για την υλοποίησή του. Δεν παραλείπεται βέβαια να εξεταστούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της συγκεκριμένης τεχνολογίας για την μουσειακή εμπειρία του επισκέπτη και πώς επηρεάζεται στο σύνολό της. Στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου εξετάζεται το μοντέλο εμπειριών και το πώς αυτό βρίσκει την εφαρμογή του στα Μουσεία. Τέλος γίνεται αναφορά σε μία τεχνολογία που ανήκει στον τομέα της εικονικής πραγματικότητας και ονομάζεται απτική (haptics) και αναλύονται οι τρόποι εφαρμογής της.

Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται η έννοια της επαυξημένης πραγματικότητας όπου γίνεται αναφορά στον αποσαφήνισή της, στην αλματώδη εξέλιξή της τα τελευταία χρόνια, τα

(8)

πλεονεκτήματα της έναντι της εικονικής πραγματικότητας καθώς και τα πλεονεκτήματά της με την εφαρμογή της στους μουσειακούς χώρους. Επίσης αναλύονται οι τρόποι λειτουργίας της συγκεκριμένης τεχνολογίας, τα στάδια με τα οποία επιτελείται η πλήρης εισαγωγή του επισκέπτη στον κόσμο της επαυξημένης πραγματικότητας όπως και ο εξοπλισμός που απαιτείται για την χρήση του από τους επισκέπτες. Επίσης γίνεται μια αναλυτική μελέτη του συστήματος της της προσαρμοστικής επαυξημένης πραγματικότητας όπως και άλλων συστημάτων επαυξημένης πραγματικότητας που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια.

Στόχος ανάπτυξης των πρώτων τριών κεφαλαίων είναι ενδελεχής έρευνα των των τεχνολογιών εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας τόσο μέσα από την ανάλυση του τρόπου λειτουργίας, των συστημάτων που έχουν αναπτυχθεί καθώς και των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των ανωτέρω τεχνολογιών..

Στο τέταρτο κεφάλαιο ερευνάται η μελέτη περίπτωσης του Μουσείου Τέχνης στο Cleveland του Ohio με την εφαρμογή και την έκθεση ArtLense. Μέσα από μία πλήρη περιγραφή του τρόπου λειτουργίας, των συστημάτων και του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για την υλοποίηση αυτού του project, εξετάζεται ο σκοπός δημιουργίας της έκθεσης και της εφαρμογής επαυξημένης πραγματικότητας. Αναλύεται το πλήθος των διαδραστικών δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει η έκθεση ArtLense και ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι επισκέπτες. Τέλος μελετάται η έρευνα αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της ArtLense Gallery στην μουσειακή εμπειρία του επισκέπτη και οι θετικές εν τέλει επιδράσεις στην συνολική του εμπειρία.

Επίσης εξετάζεται η μελέτη περίπτωσης του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Ινστιτούτου Smisthonian και της εφαρμογής Skin & Bones που εφαρμόζεται στην αίθουσα Bone Hall. Πραγματοποιήθηκε και εδώ μια πλήρης ανάλυση της εφαρμογής, του σχεδιασμού της , του τρόπου αλληλεπίδρασης με τους χρήστες και των επιμέρους δραστηριότητές της. Μελετάται η έρευνα για την σημασία της εφαρμογής για την συνολική εμπειρία του επισκέπτη.

Στο πεμπτο κεφάλαιο πραγματοποιήθηκε έρευνα κοινού με την μορφή ερωτηματολογίου που αφορούσε τα επίπεδα κατανόησης των τεχνολογιών αυτών από το κοινό της Ελλάδας, την χρήση των τεχνολογιών αυτών σε Μουσεία της Ελλάδας και το βαθμό στο οποίο η VR και AR συμβάλλει στην βελτίωση της μουσειακής εμπειρίας και των γνώσεων του επισκέπτη. Ακόμη πραγματοποιήθηκε μια συγκριτική ανάλυση του στρατηγικού πλάνου των δύο μουσείων που ερευνήθηκαν σε σχέση με το βαθμό προώθησης των νέων τεχνολογιών ως βασικό στοιχείο της προσέλκυσης των επισκεπτών τους.

Ερευνητικό ερώτημα : Η έρευνα των μελετών περίπτωσης του CMA και του NMNH όπως και η έρευνα κοινού στην Ελλάδα είχαν ως στόχο να απαντήσουν στο ερευνητικό ερώτημα που αφορά την διερεύνηση του βαθμού εξοικείωσης του κοινού με τις τεχνολογίες εικονικής και επαυξημένης

(9)

πραγματικότητας στα μουσεία, το κατά πόσο συμβάλλουν οι τεχνολογίες αυτές στην ποιοτικότερη μουσειακή εμπειρία του επισκέπτη και κατά πόσο είναι εφικτό ο συνδυασμός της ψυχαγωγίας με την γνώση χωρις η τεχνολογία να μην υπερκαλύπτει την σημασία των αυθεντικών εκθεμάτων αλλά να τα αναδεικνύει και να εμπλουτίζει το περιεχόμενό τους. Επίσης η έρευνα κοινού στην Ελλάδα είχε ως σκοπό να ερευνήσει συγκριτικά με το εξωτερικό το βαθμό διείσδυσης των νέων τεχνολογιών στα εγχώρια μουσεία καθώς και τον βαθμό εξοικείωσης του κοινού με τις τεχνολογίες AR και VR.

Στο έκτο κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονται τα συμπεράσματα της συνολικής έρευνας της διπλωματικής τόσο από τις επιμέρους έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από τους συνεργάτες των μουσείων όσο και από και από την έρευνα ερωτηματολογίου για τα ελληνικά μουσεία. Επίσης αναπτύσσονται οι καλές πρακτικές που πρέπει να ακολουθηθούν προκειμένου οι νέες τεχνολογίες να ενσωματωθούν πλήρως και με δημιουργικό τρόπο στον μουσειακό σχεδιασμό των μουσείων.

Λόγοι επιλογής των μελετών περίπτωσης: Οι συγκεκριμένες μελέτες περίπτωσης της διπλωματικής εργασίας επιλέχθηκαν γιατί αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα χρήσης επαυξημένης πραγματικότητας σε μουσειακούς χώρους και προβάλλουν μια αρκετά σαφή εικόνα του πώς πρέπει να εφαρμόζεται η συγκεκριμένη τεχνολογία ως πρότυπο σε άλλα μουσεία που πιθανόν θα ενδιαφέρονταν να χρησιμοποιήσουν ανάλογες μορφές τεχνολογίας στους χώρους τους με σκοπό να αναβαθμιστούν ψηφιακά και να συμβαδίσουν με τις σύγχρονες τάσεις στον μουσειακό σχεδιασμό. Τα στοιχεία για τα συγκεκριμένα παραδείγματα αντλήθηκαν τόσο από έρευνες κοινού που διεξήγαγαν τα ίδια τα μουσεία από το εξειδικευμένο προσωπικό τους, όσο και από άρθρα και ανακοινώσεις στο διαδίκτυο που αφορούσαν τα συγκεκριμένα μουσεία. Η προσωπική έρευνα που διεξήγαγα βοήθησε σημαντικά στην αντιπαραβολή παραδειγμάτων από την ελληνική πραγματικότητα έτσι ώστε αποτυπωθεί μια αρκετά πλήρης εικόνα του βαθμού εξοικείωσης των επισκεπτών με τις νέες τεχνολογίες στα Μουσεία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Ο βαθμός διαφοροποίησής της από ανάλογου περιεχομένου εργασίες έγκειται στο ότι επιλέχθηκαν μελέτες περίπτωσης που ανέπτυξαν την συγκεκριμένη τεχνολογία τα τελευταία 3-4 χρόνια κυρίως συνεπώς εφαρμόζουν τεχνολογικές τάσεις που θα αποτελέσουν πρόδρομο για περαιτέρω εξελίξεις στον τομέα της μουσειακής τεχνολογίας όπως η τεχνολογία haptics που δεν έχει ακόμα αναπτύξει πλήρως τις δυνατότητές της και βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο.

Οι ανάπτυξη καλών πρακτικών είναι και απώτερος στόχος της διπλωματικής εργασίας όπου μέσα από μια στοχευμένη στρατηγική προς συγκεκριμένες ομάδες κοινού, την ανάπτυξη ενός ισχυρού brand name στον τομέα της τεχνολογίας και την προώθηση του μουσείου μέσα από κατάλληλους διαύλους επικοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί η εξοικείωση του κοινού με τις νέες τεχνολογίες στα μουσεία και τους πολιτιστικούς οργανισμούς.

(10)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΠΌ ΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ : ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΌ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

1.1 Η Ιστορία του Μουσείου, η εξέλιξη και η διαδρομή του στον χρόνο

Το Μουσείο σαν έννοια διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα, αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα και αφορούσε ένα τέμενος προς τιμήν της λατρείας των 9 Μουσών , των θεοτήτων της ποίησης, της μουσικής και των ελευθερίων τεχνών. Τα επόμενα χρόνια κατά την ελληνιστική περίοδο ο όρος αυτός περιέκλειε την έννοια του ερευνητικού ινστιτούτου δηλαδή ενός χώρου όπου αναπτύσσονταν η επιστημονική έρευνα και προωθούνταν η γνώση και μετουσιώθηκε κυρίως μέσα από το Μουσείο της Αλεξάνδρειας. Καθώς προχωρούμε στους ρωμαϊκούς χρόνους του Μουσείο αποτελούσε “τον χώρο όπου διεξάγονταν πλήθος φιλοσοφικών αναζητήσεων με αφορμή την ομορφιά των αναρίθμητων έργων τέχνης που οι Ρωμαίοι στρατηγοί εναπόθεταν σαν λάφυρα από τις νικηφόρες εκστρατείες τους στους ναούς και στα άλλα δημόσια κτίρια της Αιώνιας Πόλης”

(Αθανασοπούλου Α.,σελ.231, 2002).

Η Αναγέννηση αναβίωσε τις κλασικές σπουδές στην Ευρώπη συνεπώς υπήρχε και αυξημένη ζήτηση για αντικείμενα της αρχαιότητας, ειδών πολυτελείας αλλά και σπάνιων ζώων και φυτών τα οποία εισάγονταν από εξωτικές χώρες της Ασίας και της Αφρικής.

Μια αρκετά πιο εξελιγμένη εκδοχή του Μουσείου ως χώρου συγκέντρωσης και αποθήκευσης αντικειμένων δεν εμφανίστηκε λοιπόν παρά τον 15ο αιώνα και συγκεκριμένα στην Φλωρεντία για να περιγράψει την πλούσια συλλογή του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς χωρίς ωστόσο να αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο οικοδόμημα. Παραμένουμε στις αυλές της Ιταλίας όπου το 1570 ο Φραντσέσκο Α' των Μεδίκων διαμόρφωσε μια συλλογή στο Παλάτσο Μέντιτσι σε έναν χώρο που ονομάστηκε studiolo για να εξάρει το μεγαλείο του ως ηγεμόνας. Η συλλογή αυτή αποτελούσε μια μικρογραφία του κόσμου με πλήθος αναφορών στην μυθολογία, την λογοτεχνία και την ιστορία. “Στα studiolo, που ήταν ένας μικρός χώρος σε ένα μεγαλύτερο δωμάτιο, υπήρχαν ερμάρια, και το περιεχόμενο καθενός από αυτά κατείχε τη θέση που του αναλογούσε στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων μέσω της γλυπτικής και της ζωγραφικής” (Hooper-Greenhill E.,σελ.109, 2006).

Ο χώρος αυτός εξακολουθούσε να αποτελεί άβατο για το ευρύ κοινό καθώς ο Φραντσέσκο των Μεδίκων το άνοιγε επιλεκτικά μόνο σε περιορισμένο αριθμό καλεσμένων του παλατιού και το συγγενικό του περιβάλλον. Ωστόσο τα επόμενα χρόνια ο χώρος θα μεγαλώσει και θα μπορέσει να τον επισκεφτεί το κοινό καθώς η τάση της εποχής της Αναγέννησης επέβαλλε της προώθηση της

(11)

γνώσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα .

Το Μουσείο ως μικρόκοσμου του σύμπαντος εξακολουθεί να υπάρχει και τον 17ο αιώνα όπως η αρχαιοθήκη (Kunstkammer) του Αλβέρτου Ε' της Βαυαρίας όπου αποτελούνταν από πορτραίτα επιφανών ανδρών χαρακτηριστικά των οποίων έχει κληρονομήσει ο ίδιος. Δεν περιοριζόταν όμως μόνο σε αυτό αλλά περιλάμβανε και αντικείμενα του φυσικού κόσμου (φυτά, ζώα ορυκτά κτλ.) τα οποία ταξινομούνταν σύμφωνα με το υλικό τους. Το σύνολο αυτό αντιπροσώπευε την αρμονία του κόσμου με κυρίαρχο τον αυτοκράτορα στον οποίο αντιπαραβάλλεται ο μακρόκοσμος με τον μικρόκοσμο.

Ουσιαστικά κατά τα τέλη του 17ου και τον 18ο αιώνα έχουμε το πρώτο άνοιγμα των Μουσείων προς το κοινό καθώς αρχίζουν να διαμορφώνονται τα πρώτα ιδιωτικά Μουσεία. Οι συλλογές αυτές επιλέγουν να εκθέσουν στις προθήκες τους αξιοπερίεργα αντικείμενα από όλο τον κόσμο που προκαλούν συνήθως έκπληξη στον επισκέπτη. Είναι τα λεγόμενα cabinets de curiosites στα οποία δεν εφαρμόζονταν οι αρχές της ταξινόμησης ακόμα. Μόνο από την περίοδο του Διαφωτισμού τον 18ο αιώνα και μετά και την αλματώδη ανάπτυξη της επιστημονικής μεθόδου, τα εκθέματα ταξινομούνται χρονολογικά και τυπολογικά. Αποτελούσαν δηλαδή μια εγκυκλοπαιδική συλλογή

δηλαδή ένα σύνολο αντικειμένων που έχουν ταξινομηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα του τότε γνωστού κόσμου” (Αθανασοπούλου Α.,σελ.231,2002).

Οι μορφές αυτές Μουσείων σε καμιά περίπτωση δεν θυμίζουν την μεταγενέστερη έννοιά του που σύμφωνα με τον ορισμό της ICOM του διεθνούς συμβουλίου Μουσείων είναι ένα “Μόνιμο ίδρυμα στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοιχτό στο κοινό, που ερευνά τα υλικά αντικείμενα των ανθρώπων και του περιβάλλοντος του, αποκτά τα αντικείμενα, τα διατηρεί, τα ερμηνεύει και πρωτίστως τα εκθέτει προς όφελος του κοινού, κυρίως μέσα από διαδικασίες μελέτης, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας” (www . noesis . edu . gr)..

Το 1671 ιδρύεται το πρώτο πανεπιστημιακό Μουσείο στην Βασιλεία και ακολουθεί το 1683 στην Οξφόρδη το Ashmolean Museum το οποίο ήταν το πρώτο που καθιέρωσε την ελεύθερη πρόσβαση στο κοινό. Πρόκειται για μια εκδοχή “ήταν προσαρμοσμένη στις ανάγκες του πελάτη, του απλού δωματίου στο εσωτερικό του κτιρίου, συνήθως εξοπλισμένου με διάφορα ράφια και ερμάρια αποθήκευσης που απεικονίζεται στην τέχνη του δεκάτου έκτου και δεκάτου έβδομου αιώνα” (Pearce S. Σελ.145, 2002).

Η Γαλλική Επανάσταση με την αποκαθήλωση της αριστοκρατίας συνέβαλλε στο να αλλάξει η λογική με την οποία οργανώνονται οι συλλογές καθώς δεν διαμορφώνονται με βάση το προσωπικό γούστο του εκάστοτε ηγεμόνα αλλά με το βαθμό προσέλκυσής τους από του επισκέπτες καθώς είναι ανοιχτές πλέον προς το κοινό σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Οι μουσειακές συλλογές έχουν ως στόχο πλέον όχι τον απλό εντυπωσιασμό αλλά την απόκτηση γνώσης από τους επισκέπτες οι

(12)

οποίοι με την άνοδο της αστικής τάξης αυξάνουν τις επισκέψεις τους στα μουσεία.

Το 1753 ιδρύεται το Βρετανικό Μουσείο το οποίο αρχικά περιλάμβανε εκθέματα όχι μόνο από τέχνη και αρχαιότητες αλλά και αντικείμενα φυσικής ιστορίας. Δημιουργήθηκε με την προοπτική να προσφέρει υπηρεσίες από τις οποίες θα ωφελούνταν, πέρα από την κοινότητα των μελετητών, ολόκληρος ο πληθυσμός και γενικότερα ολόκληρη η ανθρωπότητα. Η συλλογή του στεγάστηκε στο Montagu House και συνδέεται με το κληροδότημα του σερ Hans Sloane (1660-753) .

Λίγα χρόνια μετά το 1793 ιδρύεται το Μουσείο του Λούβρου το οποίο περιλάμβανε πίνακες και τέχνεργα από τις βασιλικές συλλογές. Το Λούβρο το οποίο αρχικά ονομαζόταν Musee Central des Arts εισήγαγε μια καινοτομία : “ήταν το πρώτο Μουσείο που οργάνωσε και εξέθεσε τις συλλογές ζωγραφικής κατά σχολές όπου ο κάθε πίνακας συνοδευόταν από σύντομο επεξηγηματικό κείμενο για τον καλλιτέχνη και το περιεχόμενο του έργου. Επίσης ήταν διαθέσιμος σύντομος κατάλογος-οδηγός προς χρήση των επισκεπτών” (Γκαζή Α.,σελ.3, 1999). Το 1798 αποκτάται μια σειρά από ιταλικούς πίνακες καθώς και μεγάλος αριθμός εκθεμάτων ενώ το Μουσείο εγκαινιάζεται τελικά το 1800. Την ίδια περίπου περίοδο αρχίζουν να ιδρύονται και τα πρώτα Μουσεία στις Ηνωμένες Πολιτείες (Μουσείο Φυσικής Ιστόρίας στην Φιλαδέλφεια 1786).

Στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα πολλές βασιλικές συλλογές της Ευρώπης ανοίγουν τις πόρτες του στο κοινό όπως η Γλυπτοθήκη του Μονάχου (1830), το Schoss Belvedere στην Βιέννη (1784) τα οποία πολλές φορές αντιπροσώπευαν τις απώτερες φιλοδοξίες των ηγεμόνων τους.

Κατά τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα γύρω στο 1836 υιοθετήθηκε η τυπολογική κατάταξη με πρωτοπόρο σε αυτόν τον τομέα το Εθνικό Μουσείο της Δανίας όπου οι Thomsen και Worsaee διέκριναν τα αρχαιολογικά εκθέματα με βάση το χρονολογικό σύστημα των Τριών Εποχών του Λίθου, του Χαλκού και του Σιδήρου το οποίο αργότερα δεν άργησε να χρησιμοποιηθεί και από το Βρετανικό Μουσείο. Τα ευρήματα ωστόσο εκτίθενται σε επιτραπέζιες ή επιτοίχιες προθήκες με την προσθήκη χειροποίητου γυαλιού το οποίο προκαλούσε παραμόρφωση και δεν υπήρχε καθαρή θέαση του εκθέματος από τον επισκέπτη.

1.2 Η ίδρυση των Μουσείων στην Ελλάδα

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους ξεκινά και η προσπάθεια ίδρυσης Μουσείων τα οποία αρχικά είχαν σκοπό την φύλαξη και προστασία των αρχαιοτήτων από την φθορά αποτελώντας σύμβολα εθνικής υπερηφάνειας του λαού. Η αρχή έγινε με την ίδρυση του εθνικού Μουσείου Αίγινας από τον Καποδίστρια το 1829. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε την λειτουργία του και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ενώ το Μουσείο Ακρόπολης μερικές δεκαετίες αργότερα (1865). Το 1834

(13)

ψηφίστηκε αρχαιολογικός νόμος που επέτρεπε την λειτουργία Μουσείων στην επαρχία ωστόσο θα περάσουν αρκετά χρόνια και μόλις το 1874 θα ιδρυθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης.

Αρχιτεκτονικά τα πρώτα Μουσεία στην Ελλάδα ακολούθησαν λιτή πρόσοψη και εσωτερικό διάκοσμο παρόλο παρόλο που πολλά Μουσεία στην Ευρώπη (π.χ το Βρετανικό Μουσείο) ήταν επηρεασμένα από την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική και τις αρχές του Νεοκλασσικισμού. Τα Μουσεία στην Ελλάδα ακολούθησαν από την αρχή της δημιουργίας τους την αρχή της ελεύθερης πρόσβασης του κοινού, ωστόσο τα πρώτα χρόνια δεν είχαν συγκεκριμένες ώρες λειτουργίας και η πρόσβαση επιτρεπόταν κατόπιν συνεννόησης με τους υπαλλήλους.

Η λογική πίσω από την οργάνωση της μόνιμης έκθεσης των συλλογών ήταν η τοποθέτηση όσο το δυνατόν περισσότερων ευρημάτων από ανασκαφές, χωρίς ουσιαστική επιλογή και κριτήρια με τα εκθέματα να στοιβάζονται σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ τους, γεγονός που συχνά προκαλούσε σύγχυση στον επισκέπτη. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν κόκκινο φόντο για γλυπτά ιδιαίτερης πολιτιστικής αξίας όπως στο Μουσείο Ακρόπολης και στην Ολυμπία αλλά και στο Εθνικό Μουσείο.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι την ευθύνη για την διαμόρφωση των μουσειακών εκθέσεων την είχαν οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι από τις σπουδές τους στην Δυτική Ευρώπη προσπάθησαν να εφαρμόσουν αυτά τα πρότυπα και στην Ελλάδα. “Με μια πρώτη ματιά οι ελληνικές αρχαιολογικές εκθέσεις αυτής της περιόδου ήταν αντικειμενοκεντρικές, γραμμικές, ταξινομητικές, μη πληροφοριακές και γενικής αισθητικής” (Gazi A.,σελ.61, 1994).

Επίσης ιδεολογικά και πολιτικά ο συλλογές είχαν ως σκοπό να αναδείξουν την διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού χωρίς να υπάρχει μια ουσιαστική θεωρητική κατεύθυνση αρχαιολογικά καθώς αρκούσε η ανάδυση των τεκμηρίων του ένδοξου παρελθόντος των Ελλήνων και η προβολή τους στο κοινό. Η χρονολογική προσέγγιση ήταν προσηλωμένη στην κλασική αρχαιότητα παρόλη την προσπάθεια να προβληθούν και άλλες ένδοξες περίοδοι του παρελθόντος όπως το Βυζάντιο οι οποίες αναδείχθηκαν πολύ αργότερα τον 20ο αιώνα.

1.3 Το Μουσείο από τον 20ο αιώνα ως σήμερα

Ο 20ος αιώνας αποτέλεσε ένα σημείο καμπής για την εξέλιξη των Μουσείων σε ιδρύματα γνώσης, αλληλεπίδρασης και μαζικής συμμετοχής του κοινού στην νέα αυτή εποχή. Ιδιαίτερα μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και την σύσταση το 1946 του Διεθνούς Συμβουλίου των Μουσείων και της έκδοσης των πρώτων επιστημονικών περιοδικών Μουσειολογίας, έχουμε μια αλματώδη πορεία ίδρυσης πολλών δημόσιων μουσείων σε πολλές χώρες της Ευρώπης.

(14)

Ήδη από τα μέσα του αιώνα τα Μουσεία τείνουν προς μια διαφορετική προσέγγιση για τον ρόλο που πρέπει διαδραματίσουν στην κοινωνία. Συνεπώς βλέπουμε ένα άνοιγμα του Μουσείου προς το κοινό του καθώς και μια προσπάθεια να αποτελέσει μέρος της κοινότητας, τους σκοπούς της οποίας υπηρετεί. Επιπλέον αρχίζουν να αναπτύσσονται και να γίνονται δημοφιλή νέες κατηγορίες μουσείων όπως το λαογραφικό το οποίο αφορά τον υλικό πολιτισμό των νεώτερων ιστορικών χρόνων, αλλά και των υπαίθριων Μουσείων τα οποία εισήγαγε πρώτος ο Artur Hazelius στην Σουηδία με την δημιουργία του Nordinska Museet το 1907.

Το Μουσείο αυτό αναπαραστούσε σκηνές καθημερινής ζωής στην σουηδική επαρχία όπως γάμοι, παραδοσιακά χαμένα επαγγέλματα με ομοιώματα ανθρώπων ντυμένων με ρούχα εποχής. Ο Hazelius εισήγαγε την καινοτομία της έκθεσης αντικειμένων με τρόπο που να υπάρχει πλήρης κατανόηση του κοινωνικοπολιτιστικού υποβάθρου πίσω από αυτά καθώς και της εποχής που κατασκευάστηκαν.

Τα Μουσεία τα επόμενα χρόνια εισήγαγαν και άλλες καινοτομίες όπως τα πωλητήρια και τα καφέ στο εσωτερικό τους έτσι ώστε να αυξήσουν τα έσοδά τους μετατρέποντας τα Μουσεία από καθαρά πολιτιστικά κέντρα σε επιχειρήσεις. Εισάγονται σε ορισμένες περιπτώσεις και χορηγίες από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Παράλληλα θα προχωρήσουν σε ανακαίνιση των χώρων τους, σε διοργάνωση ανθρωποκεντρικών εκθέσεων στα πλαίσια του ανοίγματός τους στο κοινό και στην συνεργασία με άλλα πνευματικά και ακαδημαϊκά κέντρα της εποχής για μια ολιστική παρουσίαση των εκθεμάτων τους στο κοινό.

Το άνοιγμα των Μουσείων στο κοινό σήμερα δεν αφορά μόνο όσον αφορά τους δημόσιους χώρους του αλλά και στους μη δημόσιους. Τα ιδρύματα πλέον ανοίγουν τους χώρους όπου εργάζεται το προσωπικό τους για κάποια περίοδο του χρόνου και έχουν την δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με έργα τέχνης στην φάση συντήρησής τους, αλλά και να επισκεφτούν αίθουσες την περίοδο προετοιμασίας μιας περιοδικής έκθεσης.

Τις τελευταίες δεκαετίες με την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, τα μουσεία άρχισαν να κάνουν εκτενή χρήση του νέου αυτού μέσου το οποίο χρησιμοποιείται όχι μόνο για την ανανέωση της βάσης δεδομένων τους ηλεκτρονικά και για την συντήρηση των συλλογών τους, αλλά και για την προσέλκυση νέων κατηγοριών κοινού το οποίο δεν ήταν ιδιαίτερα δεκτικό στο να επισκεφτεί έναν μουσειακό χώρο.

Τα Μουσεία με αυτόν τον τρόπο γίνονται εστίες όχι μόνο γνώσης και πολιτισμού αλλά και ψυχαγωγίας. “Οι ψηφιακές τεχνολογίες θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της μουσειακής πραγματικότητας και η πλειοψηφία του προσωπικού του Μουσείου υποστηρίζει την εκπαιδευτική τους αξία.[...] Ο κύριος σκοπός της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών είναι να τραβήξουν την προσοχή του επισκέπτη και να ενισχύσουν την απασχόληση και την ενεργή συμμετοχή του” (Βαφειάδου Ε., σελ.4,

(15)

2016). Η τεχνολογία ωστόσο αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και πολλές φορές τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν πριν από μερικά χρόνια να θεωρούνται ήδη ξεπερασμένες. Σε αυτόν τον τομέα συνεπώς πρέπει να υπάρχει συνεχής ενημέρωση και επιστημονική κατάρτιση έτσι ώστε να ακολουθούνται οι σύγχρονες τάσεις.

Πέρα όμως από την σύζευξη γνώσης και ψυχαγωγίας οι νέες τεχνολογίες βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση των ίδιων των εκθεμάτων και του πολιτιστικού τους υποβάθρου. “Οι νέες τεχνολογίες αξιοποιούνται συχνά για να εμπλουτίσουν την σημασία των εκθεμάτων και την απόλαυση που αυτά προσφέρουν καθώς συνοδεύονται από το απαραίτητο πλαίσιο αναφοράς τους” (Hooper-Greenhill, σελ.198, 2006).

Πλέον δίνεται η δυνατότητα στον επισκέπτη μέσω της τεχνολογίας να αλληλεπιδρά με τα εκθέματα και να αναπτύσσει πρωτοβουλίες, αξιοποιώντας διαδραστικά τον οπτικοακουστικό εξοπλισμό που του διατίθεται. Εισάγονται στους χώρους του μουσείου οθόνες όπου γίνεται επεξήγηση του ιστορικού πλαισίου των εκθεμάτων όπου ο επισκέπτης με την χρήση οθονών αφής μπορεί να ακολουθήσει διαφορετικές διαδρομές οι οποίες ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα και το επίπεδο των γνώσεών του.

1.4 Το διαδικτυακό Μουσείο στην νέα εποχή της τεχνολογίας

Οι νέες τεχνολογίες με την ευρεία χρήση του διαδικτύου έκαναν επίσης εφικτή και την μετατόπιση του Μουσείου από τον φυσικό στον ψηφιακό χώρο μέσω των διαδικτυακών Μουσείων. Στα Μουσεία αυτά υπάρχει η δυνατότητα λεπτομερής προσομοίωσης των αιθουσών του και των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του αλλά και δημιουργία ενός εικονικού και τελειώς ανεξάρτητου από τα μορφολογικά στοιχεία του πρωτότυπου Μουσείου. Σύμφωνα με έναν ορισμό εικονικό Μουσείο είναι “μια συλλογή από ψηφιακά καταγεγραμμένες εικόνες,αρχεία ήχου, κειμένων και άλλων δεδομένων ιστορικού, επιστημονικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος, τα οποία είναι προσβάσιμα μέσω ηλεκτρονικών μέσων” (Sylaiou S.,σελ.521, 2009).

Εικονικό Μουσείο μπορεί επίσης να θεωρηθεί και μια ψηφιακή συλλογή η οποία παρουσιάζεται μέσω διαφόρων μέσων με επικρατέστερο το διαδίκτυο στο οποίο παρέχεται πρόσβαση είτε μέσω υπολογιστή είτε μέσω κάποια κινητής συσκευής όπως τα smartphones και τα tablets. Το εικονικό αυτό Μουσείο μπορεί να αποτελεί μία ακριβής αντιγραφή του πρωτότυπου αλλά μπορεί να είναι διαμορφωμένο και σε ένα τελείο φανταστικό περιβάλλον με δική του ψηφιακή διαρρύθμιση στο οποίο θα είναι τοποθετημένα τα εικονικά εκθέματα.

Τα εικονικά Μουσεία χωρίζονται σε 3 κατηγορίες ανάλογα με το επίπεδο του περιεχόμενου που

(16)

προβάλλουν στο κοινο. Το Μουσείο φυλλάδιο, το Μουσείο περιεχομένου και το μαθησιακό Μουσείο. Στο Μουσείο φυλλάδιο χρησιμοποιείται για καθαρά προωθητικούς λόγους και περιέχει πολύ βασικές πληροφορίες στους μελλοντικούς επισκέπτες όπως οι ώρες και ημέρες λειτουργίας και πληροφορίες για εκδηλώσεις στους χώρους του. Αποτελεί συνεπώς έναν συνοδευτικό ιστότοπο για να παρακινήσει το κοινό να επισκεπτεί τους χώρους του φυσικού Μουσείου.

Το Μουσείο περιεχομένου περιλαμβάνει πληροφορίες που αφορούν την συλλογή και τα εκθέματα του Μουσείου παρέχοντας πρόσβαση σε κάποια αρχεία εικόνων έτσι ώστε ο επισκέπτης να έχει μια καλύτερη εικόνα του χώρου και των εκθέσεων πριν επισκεπτεί να το ίδιο το κτίριο.

Ωστόσο ούτε αυτή η μορφή εικονικού Μουσείου δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομος τύπος καθώς είναι απόλυτα συνδεδεμένος με το ίδιο το Μουσείο.

Το μαθησιακό Μουσείο ωστόσο είναι ένας ιστότοπος που παρέχει διαφορετικές πληροφορίες στους επισκέπτες ανάλογα με την ηλικία, το υπόβαθρο και τις γνώσεις του με επίκτεντρο το πολιτιστικό υπόβαθρο του εκθέματος και όχι το ίδιο το αντικείμενο. Στόχος του είναι να παρακινήσει τον εικονικό επισκέπτη να επιστρέψει ξανά στον ιστότοπο έτσι ώστε να διαμορφώσει μια προσωπική και οικεία σχέση με το περιεχόμενο των συλλογών που περιλαμβάνει το ίδιο το εικονικό Μουσείο ανεξαρτητοποιώντας το από τον φυσικό χώρο.

Σαν ιδέα το concept του εικονικού Μουσείου εμφανίστηκε 1947 από τον Andre Malraux ο οποίος οραματίστηκε ένα Μουσείο χωρίς τείχους, χωρικούς περιορισμούς και συγκεκριμένη τοποθεσία στο οποίο οι πληροφορίες θα περιβάλλουν εικονικά τα εκθέματα και θα είναι διαθέσιμες σε όλο τον κόσμο.

Στην προσπάθεια αυτή βοήθησε σημαντικά η τεχνολογία τρισδιάστατης αναπαράστασης σύμφωνα με την οποία δημιουργούνται τρισδιάστατα μοντέλα μουσειακών χώρων “που αν και δεν προσομοιώνουν κάποιο φυσικό μουσείο ,αντιγράφουν ,παρόλα αυτά, τα πρότυπα των φυσικών μουσειακών χώρων και καλούν τον διαδικτυακό επισκέπτη να περιηγηθεί με τον τρόπο που θα περιηγούνταν ένα φυσικό μουσείο : από αίθουσα σε αίθουσα” (Χουρμουζιάδη Α.,σελ.83, 2017).

Ωστόσο η εικονική περιήγηση σε ένα ψηφιακό μουσείο αντιτίθεται στους φυσικούς νόμους που διέπουν ένα φυσικό χώρο όπως είναι η βαρύτητα, το αδιαπέραστο των τοίχων, οι μη συνηθισμένες οπτικές γωνίες κτλ. Επαυξάνονται έτσι οι δυνατότητες περιήγησης στην μουσειακή εμπειρία του επισκέπτη καθώς υπάρχει ο χώρος του διαδικτυακού Μουσείου μπορεί να μην έχει σαφή όρια αλλά συνεχώς να επεκτείνεται και να ανανεώνονται χωρίς τους φραγμούς που επιβάλλει ο φυσικός χώρος ενός Μουσείο. Υπάρχει επίσης δυνατότητα ο εικονικός μουσειακός χώρος να εμπλουτιστεί πέρα από εικόνες και κείμενο και με βίντεο και τρισδιάστατες αναπαραστάσεις των εκθεμάτων προσφέροντας έτσι μια πιο ζωντανή και βιωματική μουσειακή εμπειρία.

Την δεκαετία του 1980 οι μουσειακοί χώροι επηρεάστηκαν από την Νέα Μουσειολογία που είχε

(17)

κάνει δυναμικά την εμφάνισή της η οποία επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο προβαλλόταν το πολιτιστικό υπόβαθρο ενός εκθέματος ως πληροφορία στο ευρύ κοινό. Πραγματοποιήθηκε λοιπόν μια δραστική αλλαγή προσέγγισης σε αυτόν τον τομέα με αποτέλεσμα το πολιτιστικό και ιστορικό υπόβαθρο ενός αντικειμένου που εκτίθεται σε ένα Μουσείο να αποτελεί πλεόν εξίσου ή ακόμα και πιο σημαντικό στοιχείο από το ίδιο το έκθεμα. Πληροφορίες όπως ο τόπος εύρεσής του, οι ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο και το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής αρχίζουν να αποκτούν σημαίνουσα σημασία για την αξία ενός εκθέματος.

Αυτό το πολιτιστικό πλαίσιο των εκθεμάτων έγινε πιο άμεσα προσβάσιμο με την εμφάνιση του διαδικτύου. “Εκμεταλευόμενοι την δύναμη του παγκόσμιου ιστού ως πηγή πληροφοριών δημιουργήθηκαν τα εικονικά Μουσεία, τα οποία έκαναν τον περιεχόμενο και το πολιτιστικό πλαίσιο των μουσειακών συλλογών περισσότερο προσβάσιμο και ελκυστικό για το ευρύ κοινό, εμπλουτίζοντας την μουσειακή εμπειρία”(Sylaiou S.,σελ.520, 2009).

Στην πραγματικότητα του διαδικτυακού μουσείου υπάρχει μια ρευστότητα για το τι αποτελεί δημόσιος και τί ιδιωτικός χώρος καθώς ο επισκέπτης με την χρήση ενός υπολογιστή ή ενός κινητού μπορεί να μεταφερθεί στους χώρους του ψηφιακού μουσείου οπουδήποτε και αν βρίσκεται συνεπώς οι δύο χώροι προσπαθούν να πετύχουν τον ύψιστο βαθμό εμβύθισης.

Στην προσπάθεια λοιπόν διαμόρφωσης του διαδικτυακού χώρου ο σχεδιασμός επικεντρώνεται τόσο στο τρόπο με τον οποίο θα οργανωθεί ο εικονικός χώρος ψηφιακά δηλαδή το επίπεδο ρεαλιστικότητας και η χωροταξία των εικονικών αιθουσών, όσο και στην δομή του χώρου δηλαδή στον τρόπο αλληλεπίδρασης των διαφορετικών τμημάτων του από τον χρήστη και τον βαθμό με τον οποίο μπορεί να επιλέξει την δομή που επιθυμεί ακόμα και προσθέτοντας δικά του στοιχεία ή επιλέγοντας αυτά που τον ενδιαφέρουν. Σημαντικός τέλος είναι και ο ρόλος που καλείται να υπηρετήσει ο κάθε μουσειακός χώρος μέσα στο σύνολο μιας εικονικής διαδικτυακής έκθεσης.

1.5 Το μοντέλο εμπειριών και η εφαρμογή του στους μουσειακούς χώρους

Στην προσπάθεια των Μουσείων να κάνουν όλο και πιο ελκυστική την επίσκεψη στους χώρους τους, εφάρμοσαν το μοντέλο εμπειριών σύμφωνα με το οποίο η μουσειακή επίσκεψη πραγματοποιείται με γνώμονα 3 υπόβαθρα : το προσωπικό, το κοινωνικό και το φυσικό. Αυτό σημαίνει ότι o κάθε επισκέπτης αποτελεί ένα σύνολο από προσωπικές εμπειρίες και γνωσιακά υπόβαθρα που επηρεάζει και τον τρόπο που βιώνει την μουσειακή εμπειρία. Σε αυτό συμβάλλουν και οι κοινωνικοί παράγοντες που διαμορφώνονται σε κάθε κοινωνία συνεπώς ο κάθε άνθρωπος ανάλογα με τις καταβολές και τις εμπειρίες του αλλά και την κοινωνία από την οποία προέρχετα αντιλαμβάνεται με διαφορετικά κριτήρια μια έκθεση.

Το μοντέλο εμπειριών λοιπόν εφαρμόζει μια ολιστική προσέγγιση της μουσειακής εμπειρίας. “Το

Referências

Documentos relacionados

Ο σκοπός της εργασίας είναι η έρευνα της ποσότητας του προσροφημένου ελαίου, της υγρασίας πριν και μετά το τηγάνισμα, της οξύτητας, του αριθμού των υπεροξειδίων, μέτρηση ακρυλαμιδίου