• Nenhum resultado encontrado

«The contribution of wine tourism to the enrichment of the tourist product. The case of Achaia»

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "«The contribution of wine tourism to the enrichment of the tourist product. The case of Achaia»"

Copied!
110
0
0

Texto

(1)

ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ στη ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΔΤΕ)

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

«Η συμβολή του οινικού τουρισμού στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος. Η περίπτωση της Αχαΐας»

«The contribution of wine tourism to the enrichment of the tourist product. The case of Achaia»

ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ Α.Μ.:116320

Α΄ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ : ΤΣΑΜΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ : ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΕΛΕΝΗ

ΠΑΤΡΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2019

(2)

Η παρούσα εργασία αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του φοιτητή («συγγραφέας/δημιουργός») που την εκπόνησε. Στο πλαίσιο της πολιτικής ανοικτής πρόσβασης ο συγγραφέας/δημιουργός εκχωρεί στο ΕΑΠ, μη αποκλειστική άδεια χρήσης του δικαιώματος αναπαραγωγής, προσαρμογής, δημόσιου δανεισμού, παρουσίασης στο κοινό και ψηφιακής διάχυσής τους διεθνώς, σε ηλεκτρονική μορφή και σε οποιοδήποτε μέσο, για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, άνευ ανταλλάγματος και για όλο το χρόνο διάρκειας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ανοικτή πρόσβαση στο πλήρες κείμενο για μελέτη και ανάγνωση δεν σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας του συγγραφέα/δημιουργού ούτε επιτρέπει την αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, εμπορική χρήση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «μεταφόρτωση»

(downloading), «ανάρτηση» (uploading), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά της εργασίας, χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του συγγραφέα/δημιουργού. Ο συγγραφέας/δημιουργός διατηρεί το σύνολο των ηθικών και περιουσιακών του δικαιωμάτων.

(3)

«Η συμβολή του οινικού τουρισμού στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος. Η περίπτωση της Αχαΐας»

Α΄ Επιβλέπων: Τσάμος Γεώργιος Β΄ Επιβλέπων: Κιτρίνου Ελένη Περίληψη

Ο τουρισμός αποτελεί ένα κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο που αναπτύχθηκε ραγδαία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από τη δεκαετία του 1950 παρουσίασε έντονη μαζικοποίηση. Ο μαζικός τουρισμός είναι συνδυασμένος με τα οργανωμένα ταξίδια αναψυχής και η εξάπλωση του μαζικού τουρισμού είχε αρνητικές επιπτώσεις στις περισσότερες τουριστικές περιοχές κατά τη δεκαετία του 1980. Σε αυτό το πλαίσιο υπήρξαν τουριστικές περιοχές που αναζήτησαν νέα τουριστικά προϊόντα με σκοπό την προστασία του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος του προορισμού φιλοξενίας και θα στόχευαν παράλληλα στην ικανοποίηση του επισκέπτη, στην οικονομική και πολιτιστική αειφόρο ανάπτυξη.

Ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός επισκεπτών εκδήλωνε ένα αίσθημα κορεσμού του απέναντι στο πρότυπο του μαζικού τουρισμού και επιζητούσε κάτι διαφορετικό για τις διακοπές του, ενώ παράλληλα με την ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης αναπτύχθηκαν νέες ειδικές και εναλλακτικές μορφές τουρισμού.

Στην Ελλάδα ο τουρισμός αποτελεί σημαντικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας συμβάλλοντας σημαντικά στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.), στην απασχόληση (μόνιμη & εποχική), στην περιφερειακή και τοπική ανάπτυξη.

Ο οινοτουρισμός εντάσσεται στις ειδικές και εναλλακτικές μορφές τουρισμού και η παρούσα έρευνα επιχειρεί να αναδείξει τη σημασία και τη συμβολή του οινικού τουρισμού στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος της Αχαΐας.

Λέξεις κλειδιά: εναλλακτικές μορφές τουρισμού, οινικός τουρισμός, περιήγηση σε αμπελώνες, Αχαΐα

(4)

«The contribution of wine tourism to the enrichment of the tourist product. The case of Achaia»

Supervisor Α΄: Tsamos George - Supervisor Β΄: Kitrinou Eleni Abstract

Tourism is a socio-economic phenomenon that developed rapidly after World War II and since the 1950s has been intensifying massively. Mass tourism is combined with organized leisure trips and the spread of mass tourism has had a negative impact on most tourist areas in the 1980s.

An increasing number of visitors were expressing a sense of satiety with the model of mass tourism and were looking for something different for their vacations, while new special and alternative forms of tourism developed along with the development of eco-consciousness.

In Greece tourism is an important pillar of the Greek economy contributing significantly to Gross National Product (GDP), employment (permanent & seasonal), regional and local development.

Wine tourism is one of the special and alternative forms of tourism and the present study seeks to highlight the importance and contribution of wine tourism to the enrichment of the Achaia tourism product.

Keywords: alternative forms of tourism, wine tourism, touring vineyards, Achaia

(5)

Ευχαριστίες

H παρούσα Διπλωματική Εργασία αποτελεί το επιστέγασμα μιας επίπονης αλλά ενδιαφέρουσας ερευνητικής προσπάθειας και οφείλω να ευχαριστήσω όλους όσους συνέβαλλαν, ο καθένας με τον τρόπο του, στην ολοκλήρωσή της.

Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον α’ επιβλέποντα καθηγητή, κ. Γεώργιο Τσάμο, για την εμπιστοσύνη και το ενδιαφέρον που επέδειξε στην εκπόνηση της συγκεκριμένης προσπάθειας. Ευχαριστώ θερμά την β’ επιβλέπουσα, κυρία Ελένη Κιτρίνου για την υποστήριξη της που συνέβαλε καθοριστικά στην ολοκλήρωση του εγχειρήματος αυτού.

Επίσης οφείλω να ευχαριστήσω τις/τους οινοποιούς κ.κ. Θεοδώρα Ρούβαλη, Σωσάννα Κατσικώστα, Παναγιώτη Παπαγιαννόπουλο και το στέλεχος της Achaia Clauss και των Αμπελώνων Αντωνόπουλου κ. Σπύρο Ρεπούση, οι οποίοι εν μέσω προετοιμασιών για τη συμμετοχή των οινοποιείων τους σε προγραμματισμένες εκθέσεις, αποδέχθηκαν την πρόσκληση που έλαβαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και συμμετείχαν στη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων μέσω συνεντεύξεων face to face.

Τέλος ευχαριστώ την οικογένειά μου για την κατανόηση και την υπομονή που επέδειξαν για να έχει ομαλή έκβαση το ερευνητικό αυτό πόνημα.

(6)

Περιεχόμενα

Περίληψη

3 Abstract

4 Ευχαριστίες

5

Εισαγωγή 8

Γενική Μεθοδολογία - Δομή εργασίας 9

Κεφάλαιο 1

ο

: Τουρισμός, Βιώσιμη Ανάπτυξη & Οικονομία

1.1 Βιώσιμη Ανάπτυξη 12

1.2 Τουρισμός 24

1.3 Βιώσιμη Τουριστική Ανάπτυξη 27

1.4 Η σημασία του τουρισμού στην οικονομία 42

Κεφάλαιο 2

ο

: Εναλλακτικές μορφές τουρισμού

2.1 Ορισμός ειδικών μορφών τουρισμού – Βασικές αιτίες εμφάνισης των

ειδικών μορφών τουρισμού 45

2.2 Ορισμός και χαρακτηριστικά οινικού τουρισμού 50

Κεφάλαιο 3

ο

: Διεθνή παραδείγματα οινικού τουρισμού

3.1 Η παγκόσμια κατάσταση στον οινικό τουρισμό 52 3.2 Ανάπτυξη αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων από το διεθνή χώρο 55

Κεφάλαιο 4

ο

: Ο οινικός τουρισμός στην Ελλάδα

4.1 Υφιστάμενη κατάσταση 57

4.1.1 Οίνοι Βορείου Ελλάδος

4.1.2 Ένωση Οινοπαραγωγών Αμπελώνα Πελοποννήσου (ΕΝ.Ο.Α.Π.) 4.1.3 Ένωση Οινοπαραγωγών Αμπελώνα Αττικής (ΕΝ.Ο.Α.Α)

4.1.4 Ένωση Οινοπαραγωγών Αμπελώνα Κεντρικής Ελλάδος (ΕΝ.Ο.Α.Κ.Ε.)

4.1.5 Δίκτυο Οινοποιών Κρήτης (Δ.Ο.Κ)

4.1.6 Ένωση Οινοποιών Αμπελουργών Νήσων Αιγαίου (ΕΝ.Ο.Α.Ν.Α.)

59

Κεφάλαιο 5

ο

: Ο οινικός τουρισμός στην Αχαΐα

5.1 Η ανάπτυξη του οινικού τουρισμού στην Αχαΐα

70

(7)

Κεφάλαιο 6

ο

: Μεθοδολογία Έρευνας

6.1 Δευτερογενής Έρευνα – Οργάνωση Βιβλιογραφίας & Αρθρογραφίας 73 6.2 Πρωτογενής Έρευνα – Επιλογή διενέργειας Συνεντεύξεων 73

6.3 Πληθυσμός και δείγμα της έρευνας 74

6.4 Προσδιορισμός και περίοδος διενέργειας Συνεντεύξεων 74

6.5 Συνεντεύξεις face to face 75

6.6 Μέθοδος Ανάλυσης στοιχείων 76

Κεφάλαιο 7

ο

: Αποτελέσματα έρευνας

7.1 Προφίλ των οινοποιείων 77

7.1.1 Achaia Clauss 78

7.1.2 Αμπελώνες Αντωνοπούλου 79

7.1.3 Ρούβαλη («Οινοφόρος») 80

7.1.4 Αχαιών Οινοποιητική 81

7.1.5 Τετράμυθος 82

7.1.6 Αμπελώνες Ρίρα 83

7.2 Φορείς-Κλειδιά 84

7.3 Υποδομές, Εγκαταστάσεις & Παρεχόμενες Υπηρεσίες 85

7.4 Target Group 87

7.5 Ζητήματα Προβολής & προώθησης 89

7.6 Προοπτικές Ανάπτυξης 91

7.7 Αποτελέσματα έρευνας 93

Συμπεράσματα– Προτάσεις

95

Βιβλιογραφία - Πηγές

97 Παραρτήματα

Παράρτημα Α΄ : Ερωτήσεις συνέντευξης σε Οινοποιεία-Φορείς 101 Παράρτημα Β΄ : Διαδικτυακές Σελίδες Επισκέψιμων Οινοποιείων 106

Παράρτημα Γ΄ : Κατάλογος Πινάκων-Γραφημάτων 108

(8)

Εισαγωγή

Ο τουρισμός αποτελεί ένα σύνθετο και δυναμικό κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο. Η ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού που συντελέστηκε διεθνώς από τη δεκαετία του 1950 οδήγησε στη μαζικοποίησή του. Εννοιολογικά ο μαζικός τουρισμός είναι συνυφασμένος με τα οργανωμένα ταξίδια αναψυχής. Ωστόσο η εξάπλωση του μαζικού τουρισμού είχε αρνητικές επιπτώσεις στις περισσότερες τουριστικές περιοχές κατά τη δεκαετία του ’80, οι οποίες αναζήτησαν νέα τουριστικά προϊόντα που θα εξασφάλιζαν την προστασία του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος του προορισμού φιλοξενίας και θα στόχευαν παράλληλα στην ικανοποίηση του επισκέπτη, στην οικονομική και πολιτιστική αειφόρο ανάπτυξη.

Καθώς αυξανόμενος αριθμός επισκεπτών εξέφραζε τον κορεσμό του απέναντι στο πρότυπο του μαζικού τουρισμού και επιζητούσε κάτι διαφορετικό για τις διακοπές του και παράλληλα με την ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης αναπτύχθηκαν νέες ειδικές και εναλλακτικές μορφές τουρισμού.

Ο εναλλακτικός ή βιώσιμος ή ήπιος τουρισμός, παρουσιάσθηκε στον αντίποδα του μαζικού τουρισμού, που βασίζεται στο τρίπτυχο των 3S (sea, sun, sand) και εμφανίζεται ως «καλός» σε αντίθεση με τον μαζικό τουρισμό, που θεωρείται «κακός»

(Lane 1989, στον Clarke, 1997). Αποτελεί μια μορφή τουρισμού που στηρίζεται στις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης και που αντιτίθεται στις αρνητικές συνέπειες της ραγδαίας ανάπτυξης του διεθνούς μαζικού τουριστικού προτύπου στο περιβάλλον, στην οικονομία, στην κοινωνία και στον πολιτισμό.

Στην Ελλάδα ο τουρισμός αποτελεί σημαντικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας συμβάλλοντας σημαντικά στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.), στην απασχόληση (μόνιμη & εποχική), στην περιφερειακή και τοπική ανάπτυξη.

Ο οινοτουρισμός εντάσσεται στις ειδικές και εναλλακτικές μορφές τουρισμού και η παρούσα έρευνα επιχειρεί να αναδείξει τη σημασία και τη συμβολή του οινικού τουρισμού στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος της Αχαΐας.

(9)

Γενική Μεθοδολογία- Δομή εργασίας

Η παρούσα εργασία επιχειρεί να διερευνήσει τη συμβολή του οινικού τουρισμού στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος της Αχαΐας. Η εργασία αποτελείται από δυο μέρη, το θεωρητικό και τη μελέτη περίπτωσης. Στο πρώτο μέρος, η θεωρητική προσέγγιση, εξετάζει γενικά θέματα σχετικά με τη βιώσιμη Τουριστική ανάπτυξη και τη σημασία της στην Οικονομία, τις Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού και τις βασικές αιτίες εμφάνισης των Ειδικών Μορφών Τουρισμού καθώς και τα χαρακτηριστικά του οινικού τουρισμού. Στη συνέχεια, αποτυπώνονται αντιπροσωπευτικά παραδείγματα οινικού τουρισμού από το διεθνή χώρο, η υφιστάμενη κατάσταση στον Ελληνικό χώρο καθώς και οι προοπτικές ανάπτυξης του Οινικού τουρισμού.

Ειδικότερα επιχειρείται να απαντηθούν τα εξής ερωτήματα:

 Ποιοι λόγοι οδήγησαν στην αλλαγή του όρου της ανάπτυξης και τη σύνδεσή της με την αειφορικότητα /βιωσιμότητα;

 Ποια είναι η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά και οι αρχές της;

 Ποιοι οι λόγοι σύνδεσης της τουριστικής ανάπτυξης με την βιωσιμότητα;

 Πως ορίζεται η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη και ποια τα κύρια γνωρίσματα της;

 Ποια η συμβολή του Τουρισμού στην Παγκόσμια και Ελληνική Οικονομία;

 Ποιες οι βασικές αιτίες εμφάνισης των εναλλακτικών και ειδικών μορφών τουρισμού;

 Πως ορίζεται ο οινικός τουρισμός και ποια τα βασικά του χαρακτηριστικά;

 Ποια η υφιστάμενη κατάσταση του οινικού τουρισμού στη Χώρα και ποιες οι προοπτικές ανάπτυξή του;

Το δεύτερο μέρος της εργασίας, η επιχειρησιακή προσέγγιση, διαρθρώνεται από τέσσερα κεφάλαια και εξετάζει την ανάπτυξη του οινικού τουρισμού στην Αχαΐα.

Αναλυτικότερα η παρούσα εργασία προσπαθεί να διερευνήσει μέχρι ποιο βαθμό η Αχαΐα, τόπος με απαράμιλλη ομορφιά του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου και πλούσια οινική κληρονομιά, έχει αναπτυχθεί οινο-τουριστικά. Πιο συγκεκριμένα στην εργασία αυτή επιχειρείται να απαντηθούν τα εξής ερωτήματα:

 Ποια είναι η υφιστάμενη κατάσταση του οινικού τουρισμού στην Αχαΐα;

(10)

 Ποιο είναι το Οινο-τουριστικό περιβάλλον: Υποδομές, Εγκαταστάσεις &

Παρεχόμενες Υπηρεσίες;

 Ποιο είναι το Target Group του οινικού τουρισμού στην Αχαΐα;

 Ποια είναι η δυναμική της οινο-τουριστικής δραστηριότητας της Αχαΐας;

 Ποιες ομάδες προβλημάτων καταγράφονται στο Οινο-τουριστικό περιβάλλον Αχαΐας;

 Ποια είναι η στάση της φορέων-κλειδιών στην ανάπτυξη της οινο-τουριστικής δραστηριότητα της Αχαΐας;

 Ποιες είναι το μείγμα μάρκετινγκ και προώθησης του οινικού τουρισμού στην Αχαΐα;

 Ποιες είναι οι προοπτικές ανάπτυξης του οινικού τουρισμού στην Αχαΐα;

 Ποιο είναι το στρατηγικό αναπτυξιακό πλαίσιο για τη διαχείριση του οινικού τουρισμού και των επισκέψιμων οινοποιείων της Αχαΐας;

Το μεθοδολογικό πλαίσιο ανάλυσης και ερμηνείας της συμβολής του οινικού τουρισμού στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος, περιελάμβανε τόσο δευτερογενής έρευνα, όσο και πρωτογενής με επιτόπιες επισκέψεις και συνεντεύξεις σε επισκέψιμα οινοποιεία του Νομού Αχαΐας. Για τις ανάγκες αυτής της ερευνητικής προσπάθειας υιοθετήθηκε η απογραφική έρευνα, η οποία εξετάζει όλο τον πληθυσμό.

Καθώς, διαπιστώθηκε ότι τα επισκέψιμα οινοποιεία στην περιοχή μελέτης αποτελούν ένα μικρό αριθμό επιχειρήσεων, μόλις έντεκα (11) αλλά και προκειμένου να υπάρξει όσο το δυνατόν συνολικότερη προσέγγιση του θέματος. Το βασικό εργαλείο της ποιοτικής έρευνας που επιλέχθηκε αφορά τη συνέντευξη face to face με τη χρήση ημι-δομημένων ερωτηματολογίων: (α) στα επισκέψιμα οινοποιεία, στοχεύοντας να προσδιοριστούν τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά και θέματα στόχευσης κοινού και τουριστικής προβολής και προώθησης, προβλήματα αλλά και δυνατότητες ανάπτυξης, και (β) στους φορείς-κλειδιά της Αχαΐας για θέματα όπως η στάση τους, και ο βαθμός επίδρασή τους στην ανάπτυξη του οινικού τουρισμού της περιοχής.

Αναφορικά με τη δομή της εργασίας αυτή διαρθρώνεται σε οκτώ κεφάλαια. Η Εισαγωγή αναφέρεται στον προσδιορισμό του προβλήματος και στη μεθοδολογία και δομή της εργασίας. Το πρώτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στη βιώσιμη ανάπτυξη και στη σημασία του τουρισμού, αφενός στην Παγκόσμια Οικονομία και αφετέρου στην Ελληνική Οικονομία. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στις Ειδικές και Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού και στις βασικές αιτίες εμφάνισής του και στη

(11)

συνέχεια στον ορισμό και τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του οινικού τουρισμού. Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στην παγκόσμια κατάσταση στον οινικό τουρισμό και γίνεται παρουσίαση αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων οινικού τουρισμού από το διεθνή χώρο. Ακολουθεί το τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο με την αναφορά στην υφιστάμενη κατάσταση του οινοτουρισμού στην Ελλάδα και στην Αχαΐα. Στο έκτο κεφάλαιο συγκροτείται η μεθοδολογία της έρευνας και στο έβδομο κεφάλαιο γίνεται η ανάλυση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων της έρευνας. Στο όγδοο και τελευταίο κεφάλαιο αποτυπώνονται τα γενικά συμπεράσματα καθώς και οι προτάσεις που θα διαμορφώσουν ένα νέο τουριστικό προϊόν, μέσω της πρότασης δημιουργίας ενός ισχυρού brand name.

(12)

Κεφάλαιο 1

ο

: Τουρισμός, Ανάπτυξη & Οικονομία

1.1 Βιώσιμη Ανάπτυξη

Ο όρος ανάπτυξη κατά καιρούς έχει δεχτεί αρκετές ερμηνείες που οφείλονται στην χρήση του από διάφορες επιστήμες αλλά και πολιτικές πρακτικές διαφορετικών χρονικών περιόδων. Η ανάπτυξη δεν αποτελεί μια έννοια χωρίς ιδεολογικό περιεχόμενο, η οποία παραμένει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου, αλλά αποτελεί ένα σύστημα αξιών που αντικατοπτρίζει την κυρίαρχη αντίληψη.

Αρχικά η εξέλιξη ταυτίστηκε με τους όρους μεγέθυνση και εκβιομηχάνιση. Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και συνεπώς των καταναλωτικών αναγκών και η επικράτηση ενός κλίματος ισχυρού ανταγωνισμού είχαν ως αποτέλεσμα τη στροφή των κρατών προς την εκβιομηχάνιση και την αύξηση της παραγωγικότητας.

Χαρακτηριστικό αυτής της ανάπτυξης – το οποίο είναι και στίγμα των δυτικών κοινωνιών – είναι η προώθηση των καινοτομιών στην παραγωγή και η συνεχής τόνωση της ζήτησης, η οποία μεταβάλλεται συνεχώς προσανατολιζόμενη σε νέα καταναλωτικά πρότυπα. Έτσι, λοιπόν, ενώ στις μη – δυτικές κοινωνίες το περιβάλλον, ο πολιτισμός και η έννοια της κοινότητας αποτελούν πρωταρχικές αξίες, στον δυτικό κόσμο είναι δευτερεύουσες. Γεγονός που φανερώνεται και μέσα από τους δείκτες ευημερίας, οι οποίοι κατά κύριο λόγο είναι ποσοτικοί και οικονομικοί (π.χ.

ΑΕΠ) και σχεδόν ποτέ πολιτιστικοί και κοινωνικοί. Άλλωστε, όπως σημειώνει και ο Krippendorf (Krippendorf, 1987) ο άνθρωπος και το περιβάλλον υπάρχουν για να υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες, πιο συγκεκριμένα στις βιομηχανικές κοινωνίες η αξία της ύπαρξης είναι συνώνυμο με την αξία της ιδιοκτησίας, της κατοχής.

Με άλλα λόγια όλες οι θεωρητικές προσεγγίσεις περί ανάπτυξης εστιάζονταν σε θέματα που σχετίζονταν με την οικονομική θεωρία και λιγότερο σε θέματα περιβαλλοντικά και κοινωνικά. Αυτή η συμβατική άποψη περί ανάπτυξης που στηρίζεται στη λογική της μεγέθυνσης μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς, προκάλεσε σημαντική σπατάλη των πόρων και συσσώρευση προβλημάτων οικονομικής, περιβαλλοντικής, και πολιτιστικής φύσης στις ανεπτυγμένες χώρες.

Πιο συγκεκριμένα η σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον τους περιοριζόταν, για πολύ μεγάλο διάστημα, στην εκμετάλλευση των τοπικών πόρων. Ειδικότερα με την άνθηση των βιομηχανικών κοινωνιών, παρατηρήθηκε ευρείας κλίμακας

(13)

εκμετάλλευση του περιβάλλοντος. Ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η όξυνση των περιβαλλοντικών προβλημάτων που προκλήθηκε από εντατικοποίηση της γεωργίας, της βιομηχανικής ανάπτυξης και της τουριστικής πίεσης, ενίσχυσε τις πολιτικές του κράτους και των φορέων τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης με σκοπό να περιορισθούν οι μορφές εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος (π.χ. ρύπανση των υδάτων) ή να προστατευθεί το δομημένο περιβάλλον και να υπάρξουν ρυθμίσεις σχετικά με τις χρήσεις της γης. Καθώς επίσης, θεσπίστηκαν και νέοι περιορισμοί για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, κυρίως μέσα από την δημιουργία προστατευόμενων ζωνών (φυσικοί εθνικοί ή περιφερειακοί δρυμοί, προστατευόμενες βιόσφαιρες κ.α.) (Leader II, 2000β)

Πέρα, όμως, από τις παραπάνω ενέργειες η λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου σηματοδότησε και τη γένεση Διεθνών Οργανισμών, οι οποίοι είχαν ως σκοπό να διαμορφώσουν και να εξασφαλίσουν τις συνθήκες που θα διασφάλιζαν την σταθερότητα και ην υλική ευημερία των λαών, έτσι ώστε να υπάρχει ειρηνική συνύπαρξη και να μην εμφανιστεί πάλι ο κίνδυνος ενός νέου πολέμου.

Αυτοί οι Διεθνείς Οργανισμοί διακρίνονται σε δυο κατηγορίες (Λάσκαρις, 1996):

 Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι οργανισμοί που δημιουργούνται αρχικά μέσα στα πλαίσια του ΟΗΕ και μέλημα τους είναι το περιβάλλον, όχι όμως από την μεριά της προστασίας του, αλλά από την πλευρά της διασφάλισης της ικανότητάς του να εξασφαλίζει τροφή και υγεία, αγαθά τα οποία μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς για μερικούς σήμαιναν την συγκέντρωση του πλούτου και της εξουσίας, ενώ για άλλους αποτελούσαν ζήτημα επιβίωσης και πολλές φορές αιτίες για εξάρτηση και υποτέλειά τους. Τέτοιου είδους Οργανισμοί είναι ο WHO (World Health Organization), η UNESCO (UN Education Scientific and Cultural Organization) κ.α.

 Στην δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται οργανισμοί οι οποίοι δημιουργήθηκαν μέσα σε μια λογική ανασυγκρότησης των λαών μετά από τις καταστροφές που επέφερε ο παγκόσμιος πόλεμος, ή στα πλαίσια μιας λογικής σχηματισμού περιφερειακών αγορών μερικής/ ολικής οικονομικής ολοκλήρωσης, ή ακόμα και μέσα στα πλαίσια λογικής εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων που απορρέουν από την μεταπολεμική ιδεολογική αντιπαράθεση. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν

(14)

οι οργανισμοί OEEC (Organization European Economic Co-operation), ΝΑΤΟ κ.α.

Όσον αφορά την δράση των οργανισμών της πρώτης κατηγορίας παρατηρείται ότι για πρώτη φορά συνδέεται η προστασία του περιβάλλοντος με τις έννοιες της ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών πόρων και της ασφάλειας του ανθρώπου, ενώ ταυτόχρονα οι μηχανισμοί της αγοράς μετασχηματίζουν τις έννοιες αυτές σε ανάπτυξη, από την οποία θα καταλήξουν να εξαρτάται η ασφάλεια των ανθρώπων ανεξάρτητα από τους σκοπούς και τις δράσεις των διεθνών οργανισμών. Μέσα, λοιπόν, σε αυτή την προσπάθεια για ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων που επιχειρείται από τους οργανισμούς της πρώτης κατηγορίας και σε συνδυασμό με την προσπάθεια άντλησης της μέγιστης δυνατής ωφέλειας από τα φυσικά αποθέματα η οποία γίνεται από τους οργανισμούς της δεύτερης κατηγορίας συντίθεται και η έννοια της αειφορικότητας /βιωσιμότητας (Λάσκαρις, 1996).

Η έννοια της αειφορικότητας δεν είναι γέννημα του 20ου αιώνα, αλλά έχει τις ρίζες της από τον 18ο αιώνα, όπου ο όρος αυτό είχε συνδεθεί είτε με την βιωσιμότητα των δασών της Γερμανίας (sustainable yield), δηλαδή υπό την έννοια της παραγωγής ξυλείας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υποσκάπτεται η βιολογική συνέχεια των δασών, είτε με το δίκαιο της θάλασσας και την μέγιστη δυνατή επιτρεπόμενη αλιεία.

Και στις δυο περιπτώσεις η αειφορία σήμαινε σταθερή ή βιώσιμη μέσα στον χρόνο ανάπτυξη (Worsten, 1993).

Με την πάροδο του χρόνου οι διάφορες κοινωνικό – οικονομικές και περιβαλλοντικές εξελίξεις οδήγησαν στην αλλαγή του όρου της ανάπτυξης. Πιο συγκεκριμένα η δεκαετία του ’60 σήμανε μια περίοδο όπου η μεγέθυνση αρχίζει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, καθώς η ένταση των προβλημάτων που εμφανίζονται στο αναπτυγμένο κόσμο εντείνεται συνεχώς. Στα τέλη αυτής της δεκαετίας εκδηλώνονται και τα πρώτα συμπτώματα μιας οικονομικής κρίσης που έμελλε να καταστεί χρόνια κατάσταση για τους λαούς της Ευρώπης (Λάσκαρις, 1996). Το αποτέλεσμα αυτής της κρίσης ήταν η οικονομία να αναγκαστεί να αποδεχτεί την πεπερασμένη φύση των πόρων τόσο υπό την έννοια της εξάντλησης των φυσικών αποθεμάτων, όσο και υπό τις πιέσεις που δημιουργούσε το αυξημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για θέματα που σχετίζονταν με το περιβάλλον. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε μια γενική συνειδητοποίηση για τη ρύπανση και την κατασπατάληση των φυσικών πόρων. Η ανησυχία για τις μακροπρόθεσμες

(15)

επιπτώσεις της μεγέθυνσης και για τις ανισότητες, που δημιουργεί αυτή, αρχίζει να διευρύνεται στο κοινό και να πιέζει για αλλαγές στη μορφή και στο περιεχόμενο της ανάπτυξης.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 με την διάσκεψη της Ρώμης γίνονται οι πρώτες προβλέψεις για την επερχόμενη επιδείνωση της κατάστασης. Καθώς, επίσης με την εμφάνιση των πράσινων κομμάτων στην Ευρώπη, τίθεται το θέμα της χαλιναγώγησης της αγοράς. Τα πολιτικά αυτά κόμματα επηρέασαν την έκθεση Brundtland υποχρεώνοντας και τα άλλα κόμματα για λόγους κυρίως εντυπωσιασμού να ασχοληθούν με τα ζητήματα του περιβάλλοντος. Με αποτέλεσμα, την δεκαετία του

’70 να επιχειρείται σε διεθνές επίπεδο μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του όρου

«ανάπτυξη», ένα επιχείρημα που σταδιακά οδήγησε στην αποδοχή ευρύτερων ορισμών, οι οποίοι μέσα τους περιέκλειαν το κοινωνικό, πολιτιστικό και περιβαλλοντικό στοιχείο. Η σύγχρονη θεώρηση εξετάζει την ανάπτυξη πολυδιάστατα όπου το μέτρο της δεν είναι μόνο η οικονομική διεύρυνση αλλά και η βελτίωση – μέσα από δομικές μεταβολές – και άλλων κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών. Η έννοια «ανάπτυξη», πλέον, περικλείει μέσα της πέντε μεγάλες συνιστώσες που αποτελούν και τους στόχους για την επίτευξή της α) οικονομική μεγέθυνση, β) εκμοντερνισμός, γ) διανεμητική δικαιοσύνη, δ) κοινωνικο – οικονομικός μετασχηματισμός και ε) χωρική αναδιοργάνωση (Μπριασούλη, 1998). Αυτή η νέα προσέγγιση είναι αποτέλεσμα των προβλημάτων που σημειώθηκαν ιδίως στις αναπτυγμένες χώρες μετά από μια μακρά περίοδο μεγέθυνσης και εκβιομηχάνισης.

Μέσα σε αυτό το πλέγμα των εξελίξεων, το περιβάλλον αποκτά σημαντική σημασία τόσο ως παραγωγικός συντελεστής που χρήζει «ειδικής» μεταχείρισης, όσο και σαν συνιστώσα της ποιότητας ζωής και της κοινωνικής ευημερίας.

Ο όρος αειφορικότητα /βιωσιμότητα έρχεται να εστιάσει την προσοχή του σε ένα μεγάλο πρόβλημα που φαίνεται να απασχολεί όλη την ανθρωπότητα, τον κίνδυνο για μια γενικευμένη οικολογική κρίση. Καθώς, επίσης, εισάγει στην έννοια της ανάπτυξης την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη χωρίς την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Ο επιστημονικός διάλογος – ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους των κοινωνικών επιστημών – για το ζήτημα της αειφορίας/βιωσιμότητας αρχίζει από την δεκαετία του ’70 και συνεχίζεται. Οι δυσκολίες να υπάρξει μια κοινά αποδεκτή επιστημονική προσέγγιση καθώς και η ενασχόληση πολλών κλάδων με αυτό το

(16)

ζήτημα εξηγούν την δυσκολία που υπάρχει ακόμα στην εννοιολογική του οριοθέτηση (Τσάρτας, 1996).

Η αειφορία/βιωσιμότητα είναι μια διαδικασία η οποία επιτρέπει την ανάπτυξη που επιτυγχάνεται με την παράλληλα ήπια διαχείριση των πόρων, έτσι ώστε να αποτρέπεται η εξάντλησή τους και να ενισχύονται οι ρυθμοί ανανέωσής τους. Ο όρος βιώσιμη ανάπτυξη αναφέρεται σε μια ανάπτυξη που βασίζεται στην προστασία του περιβάλλοντος, στην παράλληλη ανάπτυξη των κλάδων της οικονομίας, στην διαρκή ανατροφοδότηση του παραγωγικού ιστού με καινοτομικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, στην διατήρηση μιας δυναμικής πρωτοβουλίας στα διάφορα στοιχεία και θεσμούς που συνθέτουν την τοπική κοινωνική δομή, στην αναζήτηση μεθόδων και τεχνικών που θα συμβάλουν στην αυτονομία, στην αυτάρκεια της τοπικής οικονομίας, στην ενίσχυση της ενεργούς συμμετοχής των κατοίκων στις διαδικασίες της ανάπτυξης κ.α. (Τσάρτας, 1996)

Την δεκαετία του ’80 δίνεται μεγάλη ώθηση στη βιώσιμη ανάπτυξη, γεγονός που οφείλεται στην ιδιαίτερη σημασία που απέκτησε η σημασία του περιβάλλοντος, εφόσον θεωρήθηκε ότι αποτελεί την καλύτερη μέθοδο για την τοπική ανάπτυξη (ζήτημα που αποτελεί αιχμή της πολιτικής και περιφερειακής αποκέντρωσης), καθώς επίσης την περίοδο αυτή εκπονούνται σημαντικές εκθέσεις, οι οποίες προσπαθούν να πείσουν ότι η παγκόσμια ανάπτυξη πρέπει να στηριχθεί στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.

Πιο συγκεκριμένα, όμως, η έννοια της συντηρούμενης ή βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης (sustainable development) εμφανίστηκε στην παγκόσμια ορολογία μέσα από την Έκθεση της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη με τίτλο “Our Common Future” γνωστή και σαν Έκθεση Brundtland (WCED, 1987 & Τσάρτας, 1996). Το γεγονός αυτό έγινε ο εναρκτήριος λόγος για να τεθούν στο διεθνές στερέωμα τρία μεγάλα ζητήματα: η χρήση των πόρων και η ανανεωσιμότητά τους, το θέμα της κλίμακας και το θέμα της ίσης διανομής των ωφελειών.

Εισάγοντας πλέον στην έννοια της βιωσιμότητας το ζήτημα της κλίμακας, διαπιστώνεται ότι το θέμα της ανάπτυξης και ιδιαίτερα της ποιότητας του περιβάλλοντος, πλέον έχει αποκτήσει σημαντικό ενδιαφέρον σε τοπικό, εθνικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο σαν απόρροια της ανάπτυξης της σημαντικής πίεσης των ανθρώπινων δράσεων, τις οποίες φαίνεται ότι επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα.

(17)

Σχέδιο 1. Υπόδειγμα αλληλεπίδρασης ανθρωπίνων δράσεων και Περιβάλλοντος

Έτσι, λοιπόν, από την δεκαετία του ’80 με αποκορύφωση την δεκαετία του ’90 η προστασία του περιβάλλοντος συνδέεται άμεσα με την άσκηση ολοκληρωμένης και βιώσιμης αναπτυξιακής πολιτικής. Εν συντομία τα αίτια που προκάλεσαν την ανάδειξη του περιβάλλοντος ειδικά την δεκαετία του ’90 είναι (Παρπαΐρης, 1998):

1) Άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η οποία συνεπάγεται μεταβολές στις ανάγκες, αξίες και προτεραιότητες μιας κοινωνίας, ως προς την ποιότητα ζωής γενικά και το περιβάλλον ειδικότερα.

2) Αυξανόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος λόγω αρνητικών επιπτώσεων από την ανάπτυξη ανθρώπινων δραστηριοτήτων στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η τουριστική ανάπτυξη.

3) Επεκτεινόμενη συνειδητοποίηση της αλληλεξάρτησης των ανθρωπίνων δράσεων και φυσικού περιβάλλοντος σαν αποτέλεσμα της εκτίμησης των αποτελεσμάτων της υποβάθμισης του περιβάλλοντος.

Τα φαινόμενα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την διεύρυνση του αντικειμένου της περιβαλλοντικής προστασίας, εφόσον αυτό εμπλουτίστηκε και διευρύνθηκε από την έμφαση στο τομεακό ή μεμονωμένο είδος και στοιχείο στο οικοσύστημα και στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Με την νέα αυτή διάσταση προστέθηκε ως

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Ανθρώπινες

Δράσεις

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ Περιβαλλοντικοί

πόροι

Επιπτώσεις Πηγή: Α. Παρπαϊρης, 1998

(18)

απαραίτητη προϋπόθεση και η χωρική διάσταση στην έννοια της προστασίας. Καθώς επίσης μαζί με την προηγούμενη εξέλιξη προστέθηκε στο ζήτημα των περιβαλλοντικών προβλημάτων και της «ποιότητας ζωής», η βιολογική διάσταση του περιβάλλοντος και η φυσική, χημική, κοινωνική, οικονομική ακόμη και πολιτισμική του διάσταση.

Το περιβάλλον πλέον δε νοείται με τη στενή του έννοια μόνο οι φυσικοί πόροι δηλαδή το νερό, το έδαφος, η πανίδα και η χλωρίδα, αλλά με την ευρύτερη έννοια του όρου, με την οποία περιβάλλον νοούνται όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το φυσικό και ανθρωπογενές πλαίσιο διαβίωσης του πληθυσμού μιας περιοχής (Leader II, 2000β). Η νέα αυτή σύνθετη αντίληψη για το περιβάλλον και τις σχέσεις ανθρώπου και φύση, διεύρυνε και τον προβληματισμό για την επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αξιών, θεσμών, τεχνολογίας και κοινωνικής οργάνωσης στην χρήση των πόρων. Συνεπώς, η αλληλεπίδραση της ανάπτυξης των ανθρώπινων δράσεων και του περιβάλλοντος έχει ανάγκη την σύγκληση των πολιτικών ανάπτυξης και περιβάλλοντος προς το πνεύμα της ποιοτικής βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία συνοπτικά αποδίδει την οικολογικά βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη (Παρπαίρης, 1998).

Ο όρος της βιώσιμης ανάπτυξης, που ουσιαστικά καθιερώθηκε μετά την Σύνοδο του Ρίο (1992), περιγράφει την διαδικασία μετασχηματισμού του περιβάλλοντος, έτσι ώστε η εκμετάλλευση των πόρων, η κατεύθυνση των επενδύσεων, ο προσανατολισμός της τεχνολογικής ανάπτυξης και οι προσαρμογές στο θεσμικό πλαίσιο να εναρμονίζονται τόσο με τις σημερινές, όσο και με τις μελλοντικές αλλαγές (Παρπαΐρης, 1998). Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη, η οποία επιτρέπει στις μελλοντικές γενιές να χρησιμοποιούν τον πλανήτη και τη βιόσφαιρα, όπως οι προηγούμενες.

H προσέγγιση του WTO για την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης συμπίπτει με την προσέγγιση του IUCN. Ουσιαστικά, ο όρος της βιώσιμης ανάπτυξης απαρτίζεται από τρεις επιμέρους συνιστώσες (Mclntyre, 1993):

 την οικολογική βιωσιμότητα η οποία εξασφαλίζει ότι η ανάπτυξη είναι συμβατή με την διατήρηση των βασικών οικολογικών διεργασιών, της βιολογικής ποικιλομορφίας και των βιολογικών πόρων,

 την κοινωνική / πολιτισμική βιωσιμότητα που εξασφαλίζει ότι η ανάπτυξη θα αυξάνει τον έλεγχο των ανθρώπων πάνω στη ζωή τους, είναι συμβατή με τον

(19)

πολιτισμό και τις αξίες των ανθρώπων που επηρεάζονται από αυτή, διατηρεί και ενισχύει την τοπική ταυτότητα της κοινότητας,

 η οικονομική βιωσιμότητα η οποία εξασφαλίζει ότι η ανάπτυξη είναι οικονομικά επικερδής και ότι οι πόροι διαχειρίζονται σωστά ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν τις μελλοντικές γενεές.

Σύμφωνα, μάλιστα με έρευνες και μελέτες της IUNC μια κοινωνία που τείνει προς την βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να γνωρίζει εννέα βασικές αρχές (Κυριακάκη, 2000):

 Σεβασμός και μέριμνα για την ζωή, όλων των λαών και όλων των μορφών ζωής του πλανήτη στο παρόν και στο μέλλον

 Βελτίωση της ποιότητας της ζωής

 Διατήρηση της ποικιλομορφίας και της ζωτικότητας της βιόσφαιρας

 Ελαχιστοποίηση της εξάντλησης των μη ανανεώσιμων πόρων

 Διαβίωση στα πλαίσια της φέρουσας ικανότητας του χώρου

 Μεταβολή των προσωπικών στάσεων και πρακτικών προς μια πιο συνειδητή διαχείριση και χρήση των φυσικών πόρων

 Ικανότητα των κοινωνιών να ρυθμίζουν το δικό τους περιβάλλον, αύξηση της συμμετοχικότητας του κοινού στην διαδικασία λήψης αποφάσεων

 Προώθηση ενός εθνικού πλαισίου για ολοκληρωμένη στρατηγική ανάπτυξης και προστασία του περιβάλλοντος

 Δημιουργία μια παγκόσμιας συμμαχίας για την προστασία των φυσικών πόρων.

Θεμελιώδης εργαλείο της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί η Φέρουσα Ικανότητα.

Πιο συγκεκριμένα η έννοια της φέρουσας ικανότητας στην οικολογία ορίζεται ως το μέγιστο σημείο, επίπεδο ενός πληθυσμού που είναι δυνατό να υποστηριχθεί από ένα συγκεκριμένο οικοσύστημα ή ο μέγιστος αριθμός ατόμων που σχηματίζουν ένα σταθερό πληθυσμό σε δεδομένους περιβαλλοντικούς πόρους. Στα πλαίσια της βιώσιμης ανάπτυξης η φέρουσα ικανότητα μεταφράζεται ως την δυνατότητα μιας γεωγραφικής περιοχής να διατηρεί πληθυσμούς και δραστηριότητες συγκεκριμένων ειδών χωρίς να υποβαθμίζει τη διατήρηση των οικοσυστημάτων – ανθρώπινων και φυσικών – μακροχρόνια. (Κοκκώσης, 2000)

Αξίζει να αναφερθεί ότι η φέρουσα ικανότητα είναι μια δυναμική έννοια,

(20)

γεγονός το οποίο φανερώνει ότι τα όρια της μπορούν να μεταβληθούν εφόσον τα ανθρώπινα και φυσικά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται από έντονη δυναμική, με διαρκείς αλλαγές και αναπροσαρμογές. Συνεπώς τα επίπεδα της φέρουσας ικανότητας μπορούν: α. να είναι πραγματικά ή επινοημένα σε συνάρτηση με κοινωνικές, πολιτιστικές και ψυχολογικές αντιλήψεις, β. να μεταβληθούν χρονικά λόγω διαφόρων προσαρμογών και αναπροσαρμογών των ανθρώπινων και των φυσικών οικοσυστημάτων και γ. να μεταβληθούν μέσω παρεμβάσεων και λήψης οργανωτικών και τεχνολογικών μέτρων. Δεδομένου πλέον ότι από την δεκαετία του ’70 επιβλήθηκε η ανάγκη διαχείρισης του περιβάλλοντος με τρόπο που να υπερβαίνει τα γεωγραφικά όρια των κρατών, το πρόβλημα της συνάρθρωσης σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο, ανάμεσα στις διεθνείς δεσμεύσεις και τους τοπικούς περιορισμούς, έχει τεθεί με νέους όρους όπως αυτός καταδεικνύεται μέσα από την Συνδιάσκεψη του Ρίο, στην οποία θεσπίστηκε το σύγχρονο «ευαγγέλιο» για το ανθρώπινο περιβάλλον, το πρόγραμμα της «Agenda 21» (Leader II, 2000β). Για την Ευρώπη αυτό σημαίνει ότι τα περιβαλλοντικά ζητήματα πρέπει να ενταχθούν στις κοινοτικές πολιτικές και να τεθεί σταδιακά σε εφαρμογή το πρόγραμμα της «Agenda 21». Το πρόγραμμα αυτό αποτελεί μια διεθνής πρωτοβουλία, η οποία αποσκοπεί στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, ώστε να καταστεί πραγματικότητα τον 21ο αιώνα που διανύουμε.

Αναλυτικότερα, στην διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον και την Ανάπτυξη του 1992 (Διάσκεψη του Ρίο), 110 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ενέκριναν το πρόγραμμα «Agenda 21», στο οποίο αποτυπώνεται η δέσμευση που ανέλαβαν. Το πρόγραμμα καθορίζει τους στόχους προς επίτευξη και προσδιορίζει τις κατευθύνσεις σε θέματα διατήρησης και διαχείρισης των πόρων για την ανάπτυξη. Το πρόγραμμα συνιστά μια συνειδητή προσπάθεια, σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, για τον καθορισμό μιας βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης στρατηγικής (Leader II, 2000β). Αξίζει να ειπωθεί ότι σε αυτό το πρόγραμμα, όπως και σε άλλα διεθνή κείμενα συμπεριλαμβάνονται ειδικές αναφορές για την ανάγκη σεβασμού της φέρουσας ικανότητας στα μικρά νησιά, λαμβάνοντας υπόψη διάφορες μορφές ανάπτυξης και περιορισμούς στους τοπικούς πόρους (Κοκκώσης, 2000).

Γενικότερα οι όροι «νησιωτικότητα» και «βιώσιμη ανάπτυξη» είναι ή πρέπει να είναι δυο όροι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, εφόσον γενικά τα παράκτια οικοσυστήματα και ειδικά τα νησιά συγκροτούνται από μια δυναμική αλληλεπίδραση

(21)

συνθήκες ανάπτυξης μιας πλειάδας χερσαίων, υδάτινων, αμφίβιων και θαλάσσιων οργανισμών οι οποίοι είναι βασικοί για την οικολογική αλυσίδα (Κοκκώσης, 1994).

Συνεπώς γίνεται εύκολα κατανοητό ότι οι αλληλεπιδράσεις αυτές δημιουργούν συνθήκες ιδιαίτερα εύθραυστης οικολογικής σημασίας και για αυτό στα νησιά επιβάλλεται η αντίληψη της βιώσιμης ανάπτυξης και ο σεβασμό της φέρουσας ικανότητας φυσικών και ανθρώπινων συστημάτων.

Σύμφωνα, όμως, με μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1996, δηλαδή τέσσερα χρόνια από την διάσκεψη του Ρίο, παρατηρήθηκε ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή 1.812 προγράμματα (Agenda), από τα οποία τα 1.576 (το 87%) υλοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Leader II, 2000β). Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η εφαρμογή του προγράμματος Agenda 21 είναι πολύ περιορισμένη.

Παρατηρείται ότι παρ’ όλες τις προθέσεις και τα προγράμματα που γίνονται κατά καιρούς, ουσιαστικά οι περισσότερες κοινωνίες δεν είναι ακόμα έτοιμες να αποδεχτούν τους περιορισμούς που επιβάλει η βιωσιμότητα και η φέρουσα ικανότητα στην ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ο όρος της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να παρουσιάζει ιδεολογική ελκυστικότητα και η αναγκαιότητα των ορίων να είναι κατανοητή σε θεωρητικό επίπεδο, στην πράξη, όμως, αρχικά υπήρχαν κάποιες δυσκολίες στην υλοποίηση, γεγονός που αλλάζει σταδιακά, εφόσον οι τοπικές κοινωνίες σε διεθνή κλίμακα προσανατολίζονται προς την αναζήτηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής ανάπτυξης κοινής αποδοχής και με μακροχρόνια αποτελέσματα.

Ως επί το πλείστον το παγκόσμιο στερέωμα έχει κατανοήσει ότι η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί το κεντρικό πολιτικό και κοινωνικό στοίχημα για τον 21ο αιώνα, ενώ αναμένεται να ψηφιστεί από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ η "Χάρτα της Γης"

δίπλα στην "Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου". Μέσα από αυτό το γεγονός και τα παραπάνω το σημαντικό είναι ότι ο όρος βιώσιμη ανάπτυξη μαζί το ιδεολογικό της περιεχόμενο και τις βασικές της αρχές έχει πια θεσμοθετηθεί και αποτελεί μια πολιτική εξέλιξη.

Εν κατακλείδι ο όρος βιώσιμη ανάπτυξη στοχεύει σε μια πολιτική και μια στρατηγική για συνεχιζόμενη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη χωρίς επιπτώσεις στο περιβάλλον και στους φυσικούς πόρους, από την ποιότητα των οποίων εξαρτάται η συνέχιση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Με άλλα λόγια πρόκειται για μια ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του σήμερα χωρίς να βάζει σε κίνδυνο την

(22)

αναγκαίο να γίνει κατανοητό ότι η επίτευξη μιας επιθυμητής ισορροπίας μεταξύ των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, της ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος, απαιτεί καταμερισμό των ευθυνών, όσον αφορά την συμπεριφορά απέναντι στο περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους. Κατά συνέπεια, η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στην εφαρμογή οικονομικών και περιφερειακών πολιτικών, στις αποφάσεις των δημοσίων αρχών, στον καθορισμό και την ανάπτυξη παραγωγικών διαδικασιών και ιδιαίτερα στο σχεδιασμό ανάπτυξης μιας περιοχής.

Έτσι, λοιπόν, η έννοια και η δραστηριότητα της βιώσιμης ανάπτυξης έχει συνδεθεί άμεσα με την ανάπτυξη και την εξέλιξη πέντε βασικών τομέων οι οποίοι χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής:

Βιομηχανία: Αναγνωρίζοντας ότι η βιομηχανία είναι μεν ένα σημαντικό μέρος του περιβαλλοντικού προβλήματος αλλά συγχρόνως αποτελεί και μέρος της επίλυσης του, η κοινότητα έχει καθορίσει το πλαίσιο βιομηχανίας – περιβάλλον. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στο θέμα του διεθνούς ανταγωνισμού.

Ενέργεια: Βασικό στοιχείο της πολιτικής είναι η βελτίωση της ενεργειακής ικανότητας, αποφεύγοντας την κατανάλωση άνθρακα και επιλέγοντας τη χρήση ανανεώσιμων πηγών.

Μεταφορές: Κύριος στόχος είναι η βελτίωση των οδικών μεταφορών καθώς και η δημιουργία νέων μέτρων που θα επιφέρουν βελτίωση στο σχεδιασμό των χρήσεων γης με απώτερο σκοπό την μείωση των μετακινήσεων, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των μέσων μαζικής μεταφοράς, την τεχνολογική καλυτέρευση των οχημάτων και των καύσιμων, την ορθολογικότερη χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου και την επιβολή άμεσων και έμμεσων φόρων οι οποίοι θα ενσωματώνουν το πραγματικό κόστος της υποδομής και του περιβάλλοντος

Γεωργία: Η εκμηχάνιση της γεωργίας, η υπερπαραγωγή αγαθών και οι νέες πρακτικές καλλιέργειας έχουν οδηγήσει στην εξάντληση και την υποβάθμιση των φυσικών πόρων, από τους οποίους εξαρτάται η γεωργία: το έδαφος, το νερό και η ατμόσφαιρα. Για τον λόγο αυτό δίνεται έμφαση στην ισορροπημένη ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών με μια πολιτική η οποία θα περιλαμβάνει φιλικές καλλιεργητικές μεθόδους, βελτίωση της παραγωγικότητας των δασών, προστασία

(23)

του εδάφους και της βιοποικιλότητας, μείωση της ρύπανση των υδάτων, έλεγχο των πωλήσεων και της χρήσεως των φυτοφαρμάκων κ.α..

Τουρισμός (ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στην παρακάτω ενότητα): Αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα του δεσμού που υπάρχει μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και περιβάλλοντος, με όλα τα σχετικά οφέλη, τις εντάσεις και τις συγκρούσεις.

Referências

Documentos relacionados

Για την επιλογή της ποικιλίας και γενικά για την καλλιέργεια της δαμασκηνιάς ο παραγωγός πρέπει να λάβει υπόψη του τα εξής: α Η Ιαπωνική δαμασκηνιά χαρακτηρίζεται από την πρώιμη άνθηση